Μέσω των δικτύων της παλαιστινιακής ενημέρωσης και των ενόπλων σωμάτων που πολεμούν στην Γάζα, τον Λίβανο και την Μέση Ανατολή η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ εξέδωσε ανακοίνωση για την Σύνοδο Κορυφής.

Η Αραβο-Ισλαμική Σύνοδος Κορυφής της Ριάντ ήρθε εν μέσω αυξανόμενης πίεσης των λαών των αραβικών κρατών και φόβων αποσταθεροποίησης του status quo στην Μέση Ανατολή.

Η ανακοίνωση της Συνόδου κινήθηκε στο πλαίσιο της «καταδίκης της γενοκτονίας και της προσφυγής στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο»

Από τις χώρες που συμμετείχαν το Ιράν, η Συρία και η Υεμένη ήταν οι μόνες που τήρησαν θέση σύγκρουσης με το Ισραήλ και εξοπλισμού των Παλαιστινίων. Η ανακοίνωση κατηγορεί ευθέως την Σαουδική Αραβία για την εξομάλυνση των σχέσεών της με το Ισραήλ και παίζει με τον μεγαλύτερο φόβο των απολυταρχικών καθεστώτων, πως θα τους ρίξουν οι λαοί τους, κρίνοντας πως «είναι πλέον ανίκανα να προστατεύσουν το λαό τους και να υπερασπιστούν τους ιερούς τόπους του έθνους και ότι ο λαός τους έχει αφεθεί εύκολη λεία για τη σιωνιστική οντότητα και την αμερικανική διοίκηση.»

Η ανακοίνωση της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ που κατηγορεί ευθέως τα αραβικά και ισλαμικά κράτη για συνεργασία με το Ισραήλ

Όσον αφορά τα ψηφίσματα της κοινής αραβο-ισλαμικής συνόδου κορυφής.

Σε συνέχεια των ψηφισμάτων που εκδόθηκαν από την κοινή αραβοϊσλαμική σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, Ριάντ, το Σάββατο, 11/11/2023:

Οι όροι «καταδίκη», «απαίτηση» και «έκκληση» που γέμισαν την τελική δήλωση υποδηλώνουν ότι η δήλωση εκδίδεται από μια οντότητα που δεν έχει σχέση με τις σφαγές που διαπράττονται εναντίον του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη και όχι από μια συνάντηση 57 χωρών. Οι οποίες μέσω της δήλωσής τους φαίνεται να μην κατέχουν τίποτα και να μην είναι ικανές για τίποτα, εκτός από το να παρακαλούν και να απαιτούν.

Η τελική δήλωση αντικατοπτρίζει τη συλλογική αποφυγή των αραβικών και ισλαμικών χωρών από τα καθήκοντά τους και την απομάκρυνση από την ευθύνη τους για την προστασία της αραβικής και ισλαμικής εθνικής ασφάλειας και την εγκατάλειψη της Παλαιστίνης και του λαού της στη σιωνιστική οντότητα και τους δυτικούς χορηγούς της.

Εκφράζουμε τη βαθιά έκπληξή μας για το περιεχόμενο της τελικής δήλωσης σχετικά με «την επιβεβαίωση της προσήλωσης στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία του 2002» και την υπενθύμιση ότι «προϋπόθεση για την ειρήνη με το Τελ Αβίβ και την εγκαθίδρυση κανονικών σχέσεων μαζί του είναι ο τερματισμός της κατοχής όλων των παλαιστινιακών και αραβικών εδαφών», ιδίως υπό το φως της βιασύνης ορισμένων αραβικών καθεστώτων να εξομαλυνθούν με την οντότητα.

Ίσως η δήλωση να είχε αποκτήσει κάποια αξιοπιστία αν οι αραβικές και ισλαμικές χώρες που εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με την οντότητα είχαν ξεκινήσει να διακόπτουν τις σχέσεις τους μαζί της, ακολουθώντας το παράδειγμα ορισμένων χωρών της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες δεν είναι ούτε αραβικές ούτε ισλαμικές και δεν έχουν καμία σχέση με την Παλαιστίνη και τον λαό της.

Τα ψηφίσματα της τελικής δήλωσης στέλνουν ένα μήνυμα στο αραβικό και ισλαμικό έθνος ότι τα καθεστώτα αυτά είναι πλέον ανίκανα να προστατεύσουν το λαό τους και να υπερασπιστούν τους ιερούς τόπους του έθνους και ότι ο λαός τους έχει αφεθεί εύκολη λεία για τη σιωνιστική οντότητα και την αμερικανική διοίκηση.