Δημήτρης Ψαθάς: Ξόρκιζε το κακό με τη δύναμη του γέλιου
Τα χρονογραφήματά του τοποθετούσαν τον Ψαθά πλάι σ' έναν Ροΐδη, έναν Λασκαράτο ή όποιον άλλον ελάμπρυνε τον νεοελληνικό σατιρικό λόγο
Η τριπλή μεγαλοσύνη του Δημήτρη Ψαθά, του δημοσιογράφου, του χρονογράφου, του θεατρικού συγγραφέα, καθιστά τον χαμό του μια ουσιαστική εθνική απώλεια. Αληθινά από χθες ορφάνεψε ο τόπος, ο λαός μας κι αυτή ακόμα η Δημοκρατία μας, για την οποία προμαχούσε ο πολυφίλητος συνάδελφος από τα νεανικά του χρόνια ως την ύστερη πνοή του με θαυμαστή συνέπεια.
Βαρύτατο το πένθος μας, σπαρακτικός ο πόνος όσων αγαπούσαμε ολόθερμα και εκτιμούσαμε απεριόριστα τον άνθρωπο και τον πνευματικό δημιουργό, μας φέρνει σε αδυναμία προκειμένου να νεκρολογήσουμε επάξια έναν Ψαθά — όπως μας το ζήτησε η διεύθυνση των «Νέων». Ας σφίξουμε όμως την καρδιά, αφού μας έλαχε η θλιβερότατη μοίρα να πλέξουμε τα επιθανάτια εγκώμια στον ακριβό φίλο που έφυγε, στον συμμαχητή στις δημοσιογραφικές επάλξεις, στον συνεργάτη στον χώρο του θεάτρου και στην παράλληλη πορεία μιας ολόκληρης ζωής από το 1931 ως χθες.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.11.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στην ελληνική δημοσιογραφία ο Ψαθάς προσέφερε το αδαμάντινο ήθος του — και θέτουμε πρώτη την προσφορά του αυτή, επειδή δεν παύουμε να πιστεύουμε αμετακίνητα ότι ο κάθε υπηρέτης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος πρέπει απάνω απ’ όλα μαζί με την επαγγελματική ευσυνειδησία να διατηρεί αμόλυντο και το ήθος του. Και από την πλευρά αυτή ο πολύκλαυστος συνάδελφος στάθηκε άσπιλος, σε όλο τον βίο του. Προσφυγόπουλο καταδιωγμένο, μπήκε φτωχό στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, και φτωχός πέθανε. Έτσι, η δημοσιογραφία είχε να τον επιδείξει πάντα —και θα τον μνημονεύει εσαεί— σαν φωτεινό υπόδειγμα επαγγελματία και αγωνιστή, που στα πεντακάθαρα χέρια του δεν βρέθηκε ποτέ ούτε η παραμικρή κηλίδα ιδιοτέλειας, συμφέροντος ή όποιας υλικής απολαυής. Και τούτο —επιμένουμε να το τονίζουμε— αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, το τιμητικότερο εγκώμιο που μπορεί να αφιερώσει στον Ψαθά ένας ομότεχνος και να το προβάλει ιδίως στην κοινή γνώμη με κάθε έξαρση και υπερηφάνεια, θα λέγαμε.
Το σατιρικό του ταλέντο, το έμφυτο, το χυμώδες, το πολύμορφο, τον ανέδειξε γρήγορα στη δημοσιογραφική οικογένεια. Τα λεγόμενα «ευθυμογραφήματά» του, που συχνά άγγιζαν τις κορυφές της υψηλής σατιρικής τέχνης, τον κατέστησαν κοσμαγάπητο, του χάρισαν μυριάδες θαυμαστές, και μάλιστα φανατικούς. Για δεκαετίες ολόκληρες τα χρονογραφήματά του έγιναν το απολαυστικότερο εντρύφημα για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, που έβρισκε στα κείμενά του έναν ταλαντούχο εκφραστή των καημών και των πόθων του, ένα γενναίο υπερασπιστή των μικρών ή μεγάλων ανθρώπινων δικαιωμάτων του, έναν πνευματωδέστατο, αιχμηρό καμιά φορά, αλλά κατά βάθος τόσο καλοκάγαθο και καλοπροαίρετο σχολιαστή των άπειρων «κακώς κειμένων» που μαστίζουνε τη νεοελληνική κοινωνία μας.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.11.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είχε τη θεία τέχνη να «εξορκίζει» το κακό με τη δύναμη του γέλιου, κι έτσι να φρονηματίζει έμμεσα και επιδέξια τους συνέλληνες.
Κι από την άποψη αυτή στάθηκε ένας απαράμιλλος δάσκαλος —ας μας επιτραπεί η λέξη— και παιδαγωγός του κοινωνικού συνόλου μας. Παρά τη μακρά, ακλόνητη δημοτικότητά του, δεν έχει εκτιμηθεί, φοβόμαστε, αυτή η υψηλή συμβολή του στη διαμόρφωση των κοινωνικών ηθών μας, όσο τουλάχιστο της άξιζε — και θα της αξίζει πάντοτε. Το γέλιο που πρόσφερε τόσο πλούσια και αδιάκοπα παρέσυρε ίσως αρκετούς απ’ όσους τον διάβαζαν να μη βλέπουν τη βαθύτερη σοβαρότητα των δημοσιογραφικών και των συγγραφικών προθέσεών του, και την ουσία που ενυπήρχε μέσα στα ευθυμογραφήματά του και στα θεατρικά έργα του. Ο γράφων, που τον έζησε από πάρα πολύ κοντά, που συνεργάστηκε μαζί του και στενά τόσο στο δημοσιογραφικό χώρο όσο και στον θεατρικό τομέα, μπορεί να μαρτυρήσει ότι πάντα ο Ψαθάς εστόχευε κάπου ψηλά — και συχνά έφθανε και σε κορυφαία επιτεύγματα.
Θυμόμαστε πλήθος από χρονογραφήματά του που ήταν μικρά αριστουργήματα του είδους και τοποθετούσαν τον Ψαθά πλάι σ’ έναν Ροΐδη, έναν Λασκαράτο ή όποιον άλλον ελάμπρυνε τον νεοελληνικό σατιρικό λόγο. Το ίδιο και με μεγαλύτερη ακόμα έμφαση μπορούμε να πούμε και για τις δημιουργίες του στο θέατρο. Υπήρξε —και θα παραμείνει— ο κορυφαίος κωμωδιογράφος μας, όχι βέβαια για την ποσότητα των σαράντα περίπου θεατρικών έργων του, αλλά προπαντός για τη γνησιότητα της άφθαστης σατιρικής του φλέβας και επίσης για την ασύγκριτη «επίνοια», φαντασία και ευρηματικότητα των λεγόμενων «κωμικών καταστάσεων» που έπλαθε, ανεξάντλητα, στα έργα του. Ο Αργυρόπουλος (σ.σ. ο Βασίλης Αργυρόπουλος, 1894-1953, διάσημος ηθοποιός, θιασάρχης και θεατρικός επιχειρηματίας) είπε κάποτε στον υποφαινόμενο: «Μεγάλος κωμωδιογράφος ο Ψαθάς. Αν έγραφε σε άλλη γλώσσα, θα είχε κατακτήσει μια πολύ σπουδαία θέση στο ευρωπαϊκό θέατρο. Ξέρω τι σου λέω!» Και βέβαια ήξερε καλύτερα απ’ όλους μας ο αρχιμάστορας εκείνος της θεϊκής τέχνης του γέλιου — που όλοι την ευφραινόμαστε, αλλά ελάχιστοι μπορούν να την υπηρετήσουνε. Και από την άποψη αυτή η προσφορά του όχι μόνο στο θέατρο αλλά πλατύτερα στο κοινωνικό σύνολο στάθηκε μέγιστη. Η Πολιτεία παρέλειψε κι εδώ να επιβραβεύσει με τις επίσημες αντιπροσφορές της έναν τέτοιο μεγάλο συγγραφέα — αλλά τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.11.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Ψαθάς κέρδισε από μόνος του μια πάνδημη αναγνώριση —και την κράτησε για τέσσερις δεκαετίες— «με το σπαθί του», αυτό το αστραφτερό «σπαθί» που ήτανε η πένα του, ώστε να του είναι αδιάφορη οποιαδήποτε κρατική ανταμοιβή — ακόμα και η μεγαλύτερη.
Αν στο σημείο αυτό έφυγε πικραμένος, όπως το διαισθανόμαστε, η μυστική αυτή πίκρα του δεν άλλαζε κατά τίποτε τη θυμοσοφική, φιλοσοφική, ας πούμε, ενατένιση με την οποία αντιμετώπιζε τη μίζερη αυτή τακτική των αιώνιων ιθυνόντων απέναντι στους μεγάλους εργάτες της τέχνης όπως και της δημοσιογραφίας.
Πρέπει να μιλήσουμε και για τον αγωνιστή Ψαθά. Μαχητικότατος υπερασπιστής της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του πολίτη και του ανθρώπου γενικά, έδωσε ατελείωτες και σκληρότατες συχνά μάχες για τις ελευθερίες του λαού, χωρίς ποτέ να καμφθεί μπροστά σε απειλές ή και καταδιώξεις από μέρους εκείνων εναντίον των οποίων έριχνε ακαταπόνητα τα βέλη της καυτής του σάτιρας, είτε της οργισμένης αγανάκτησής του. Πολεμούσε αδιάκοπα στο πιο προωθημένο προπύργιο των λαϊκών ελευθεριών, και ο αγώνας του αυτός, πολύμοχθος, ακαταπόνητος, οιστρηλατημένος πάντοτε, και σχεδόν ποτέ υποτονικός ή συμβιβαστικός, τον ανέβασε στην περιωπή του λαϊκού αγωνιστή — στην καλύτερη σημασία της λέξεως. Και από την άποψη αυτή θα μείνει, επίσης, αιώνια η μνήμη του.
Ένας Μεγάλος χάθηκε. Το κενό που άνοιξε θα το συμπληρώσουνε, ως ένα σημείο, τα βιβλία, τα θεατρικά έργα και οι χιλιάδες τα χρονογραφήματα που μας άφησε. Αλλά και έτσι το βαθύ αυτό κενό θα παραμείνει ασυμπλήρωτο. Δεν γεννιούνται εύκολα, στον τόπο μας, δημοσιογράφοι και συγγραφείς σαν τον Ψαθά. Και τούτο θα το νιώσουμε οδυνηρότερα τώρα που Αυτός έφυγε. Αρχίσαμε, νομίζω, να το νιώθουμε κιόλας, τώρα που, καθώς τον κατευοδώνουμε με τα πικρότερα δάκρυά μας, μας έρχεται στον νου, αυθόρμητα, το κλασικό εκείνο: «Νεκρός, φαντάζει πιο μεγάλος!»
*Άρθρο-νεκρολογία για τον Δημήτρη Ψαθά, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την επομένη του θανάτου του, την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1979. Συντάκτης του κειμένου ήταν ο διαπρεπής δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής και θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Ρούσσος (1910-1984), εξέχον στέλεχος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
Ο Γεώργιος Ρούσσος
Ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1923.
Εκεί ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και εργάστηκε από το 1925 ως δημοσιογράφος με ειδίκευση στο δικαστικό ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα». Από το 1937 και επί σαράντα περίπου χρόνια συνεργάστηκε με τα «Αθηναϊκά Νέα», παράλληλα δε με πολλά έντυπα, ελληνικά και της ομογένειας.
Ο Ψαθάς εργάστηκε επίσης ως χρονογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες, ενώ υπήρξε και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1937 με την έκδοση της συλλογής ευθυμογραφημάτων «Η Θέμις έχει κέφια». Ακολούθησαν πολλά ανάλογα έργα, όλα στο χώρο της σατιρικής ευθυμογραφίας, με κορυφαίο τη «Μαντάμ Σουσού» (1940).
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1940 με την κωμωδία «Το στραβόξυλο», που ανέβηκε από το θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν έργα όπως τα «Φον Δημητράκης», «Μικροί φαρισαίοι», «Ένας βλάκας και μισός», «Η χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη», που γνώρισαν επιτυχία στη σκηνή, ενώ πολλά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με ανάλογη επιτυχία.
Ο Ψαθάς εξέδωσε και ταξιδιωτικά κείμενα, που συνδυάζουν δημοσιογραφικά και ευθυμογραφικά στοιχεία με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια. Έγραψε επίσης και τις εμπειρίες του από τον πόλεμο και την Αντίσταση, καθώς και το βιβλίο «Γη του Πόντου» (1968) για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η γραφή του Ψαθά χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, αμεσότητα, τόλμη και φαντασία.
Ο Δημήτρης Ψαθάς απεβίωσε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 1979.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Δημήτρης Ψαθάς (καθισμένος) μαζί με συναδέλφους του στο γραφείο του στα «Νέα».
- Ενημερώθηκαν Χαρίτσης, Αχτσιόγλου από την Κεραμέως για τον κατώτατο – «Aυξήσεις κοροϊδία στους μισθούς»
- Αποκαλυπτήρια (με κράξιμο) για το άγαλμα του Κέιν
- Ρε μάνα, τι κάνεις; Ο Νίκος Αλιάγας, η μητέρα του & μια γραβάτα στο πιο τρυφερό viral της εβδομάδας
- Ντόναλντ Τραμπ: Στους ρυθμούς του κινείται ο αμερικανικός αθλητισμός
- Οργισμένοι με το «πράσινο φως» του Μπάιντεν στην Ουκρανία οι Ρεπουμπλικάνοι
- Κασσελάκης: Να κάνουμε μια αρχή για το πολιτικό σύστημα – Είμαστε πάρα πολλοί στην κοινωνία