Γιάννης Καψής: Το ξερίζωμα μιας ολόκληρης φυλής
Ποιος ήταν και πώς χάθηκε ο ελληνισμός της Ανατολής
«Σφάξτε τους απίστους, όπου κι’ αν τους συναντήσετε. Πιάστε τους αιχμαλώτους… σύρτε τους σκλάβους…» (Κοράνιο – Κεφ. 1, Λ, 5).
Και μόνον η εντολή αυτή θα μπορούσε να εξηγήση τον μεγάλο αφανισμό, το ξερίζωμα μιας ολόκληρης φυλής, που για 2.000 χρόνια είχε μείνει γαντζωμένη στις χαμένες σήμερα πατρίδες. Μα ήρθε ο θρησκευτικός φανατισμός να σμίξη με τα συμφέροντα των ισχυρών της Γης. Κι’ ο ελληνισμός της Ιωνίας έπεσε, χάθηκε, αφανίσθηκε. Έπρεπε ν’ ανοίξη ο δρόμος για τον περιβόητο άξονα Βερολίνου – Βαγδάτης. Αυτό ήταν το σχέδιο. Θα το εμπνευσθή ο Λίμαν φον Σάντερς Πασάς, θα το καταστρώση το αυτοκρατορικό επιτελείο του Κάιζερ, για να το εφαρμόσουν οι Τούρκοι σύμμαχοί του. Έτσι κι’ έγινε. Το σχέδιο εφαρμόσθηκε μέχρι τέλους, μέχρι κεραίας, κι’ ας μην υπήρχε πια ο Σάντερς Πασάς, οι Πρώσοι επιτελικοί. Ηττημένοι, ντροπιασμένοι, είχαν καταθέσει τα όπλα. Υπήρχε, όμως, πάντοτε το μίσος, ο θρησκευτικός φανατισμός, η μισαλλοδοξία. Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας έπρεπε ν’ αφανισθή — κι’ εξοντώθηκε.
Ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες έφθασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα πριν 50 χρόνια. Άλλοι τόσοι, όμως, έμειναν εκεί. Άφησαν τα κόκαλά τους στη γη της Ιωνίας, φτιάχνοντας καινούργιο, ακατάλυτο δεσμό μαζί της. Και τότε, μόνον τότε, μέσα απ’ τ’ αναμέτρημα της συμφοράς, πρόβαλε πειστικά, αδιαφιλονίκητα ο πραγματικός όγκος του μικρασιατικού ελληνισμού. Μα ήταν πια αργά πολύ…
Στο διασυμμαχικό συμβούλιο οι διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολες, επίπονες, πεισματικές. Οι νικητές προσπαθούσαν, διαμελίζοντας την άλλοτε πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία, να συμβιβάσουν τις δικές τους επεκτατικές διεκδικήσεις. Οι ραγιάδες του Σουλτάνου, ύστερα από έναν «απελευθερωτικό» πόλεμο που είχε κρατήσει 4 ολόκληρα χρόνια, κι’ είχε στοιχίσει τη μεγαλύτερη, μέχρι τότε, ανθρωποθυσία, κινδύνευαν, αντί ν’ αλλάξουν τη σκλαβιά με την ανεξαρτησία, ν’ αλλάξουν απλώς αφέντες. Αλλ’ ο πρόεδρος Ουίλσον, που η χώρα του δεν είχε προφθάσει να πάρη μέρος στη συμφωνία διανομής των Τριών Μεγάλων της εποχής —Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας—, βλέποντας ότι γι’ αυτήν δεν περίσσευαν παρά ψίχουλα μόνον, ανεκάλυψε ότι «η Αμερική επολέμησε για την ελευθερία των υποδούλων λαών. Οι Αμερικανοί δεν έδωσαν το αίμα τους για να δημιουργήσουν νέες αυτοκρατορίες στα θεμέλια της Οθωμανικής». Και διεκήρυξε την, περίφημη έκτοτε, αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 1.9.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ήταν ακόμη η εποχή που η διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν υποχρεωμένη να κρύβη τον συμφεροντολογικό κυνισμό της πίσω από εξιδανικευμένες διακηρύξεις υψηλών αρχών. Κι’ ο Βενιζέλος άρπαξε την ευκαιρία…
Βάσει της αρχής της αυτοδιαθέσεως των λαών προέβαλε στο διασυμμαχικό συμβούλιο τις διεκδικήσεις εκείνες που θα έδιναν, λίγους μήνες αργότερα, τη Συνθήκη των Σεβρών — το τόσο συναρπαστικό μα και τόσο σύντομο όραμα, της Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Η Ελλάδα στήριξε τις διεκδικήσεις της όχι σε λησμονημένους ιστορικούς τίτλους, μα στη ζωντανή ύπαρξη 2.500.000 Ελλήνων που ζούσαν τότε στην Ανατολή, σε μια εποχή που ο πληθυσμός της ελεύθερης Ελλάδος μόλις έφθανε τα 5.000.000.
Είναι αλήθεια πως οι αριθμοί αμφισβητήθηκαν. Αμφισβητήθηκαν γιατί και οι Ιταλοί και οι Γάλλοι είχαν τις δικές τους βλέψεις στις μικρασιατικές επαρχίες. Μα αμφισβητήθηκαν και καλόπιστα. Και αυτός ο πρόεδρος Ουίλσον, που η οργή του κατά των Ιταλών ήταν τόση, ώστε θα προτιμούσε ν’ αναστήση την Οθωμανική Αυτοκρατορία παρά να δη στη θέση της μια καινούργια, Ιταλική Αυτοκρατορία, ακόμη κι’ αυτός αρνήθηκε να πιστέψη πως μια δεύτερη Ελλάδα υπήρχε στις αντίπερα ακτές του Αιγαίου. Και τότε ο Βενιζέλος —που είχε σίγουρη μια τέτοια αντίδραση— επικαλέσθηκε επίσημες τουρκικές στατιστικές. Είχαν συνταχθή για την εφαρμογή του σχεδίου του φον Σάντερς, ασφαλώς δεν είχαν γίνει με διάθεση μεροληπτική υπέρ των Ελλήνων.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 1.9.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ελάχιστες οι διαφορές. Κι’ οι στατιστικές αυτές το ίδιο έλεγαν: δυόμισυ εκατομμύρια Έλληνες ζούσαν στη Μικρασία, τον Πόντο, την Ανατολία. Ήταν μια «καινούργια», άγνωστη Ελλάδα, που η κοινή γνώμη τότε μόλις μάθαινε την ύπαρξή της.
Διεσπαρμένος σ’ ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο ελληνισμός είχε τον κύριο όγκο του στη Μικρασία. Στα δυο της βιλαέτια, του Αϊδινιού και της Προύσας, και στα ανεξάρτητα σαντζάκια των Δαρδανελλίων και του Ικονίου ζούσαν 1.617.917 Έλληνες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Βενιζέλου — μόλις 300.000 λιγότερους τούς έφερναν οι τουρκικές στατιστικές.
Τους πίστευαν, και τους έλεγαν ραγιάδες. Κι’ όμως ήταν αυτοί που κρατούσαν την οικονομία της χώρας στα χέρια τους. Είχαν τα ευφορότερα κτήματα, 600 εκκλησίες και 454 ελληνικά σχολεία, όπου φοιτούσαν 80.000 μαθητές.
Δεν ήσαν, μα τους έλεγαν ραγιάδες. Για τη Σμύρνη και τους κατοίκους της ούτε αυτό δεν τολμούσαν να πουν. Ήταν η «γκιαούρ Ισμίρ», η «άπιστη Σμύρνη», η πόλη των απίστων, για τους μουσουλμάνους, η «Νύμφη του Ερμαίου», το «Μάτι της Ανατολής», για τους χριστιανούς. Ήταν αναμφισβήτητα μια πόλη ελληνική. Οι Έλληνες κάτοικοί της, που έφθαναν τις 243.000, κρατούσαν όλο το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Σ’ αυτούς ανήκαν οι ανθισμένες συνοικίες από την Καραντίνα μέχρι την Πούντα, τα μεγάλα κτίρια της αλησμόνητης, για τους νοσταλγούς της, παραλίας της — του «Και». Γλώσσα της, η ελληνική, θρησκεία της, η θρησκεία της αγάπης. Μητρόπολή της, η Αγία Φωτεινή. Τραβηγμένοι στις υπώρειες του Πάγου, πεινασμένοι, περιφρονημένοι, ζούσαν στους βρόμικους μαχαλάδες τους οι 96.000 Τούρκοι, Κούρδοι κι’ άλλοι Ασιάτες της Σμύρνης.
Ήταν το κέντρο του μικρασιατικού ελληνισμού η Σμύρνη, μα όχι κι’ η μοναδική ελληνική πόλη της Μικρασίας. Στον Τσεσμέ ζούσαν 50.000 Έλληνες, και μόνον 7.700 Τούρκοι. Στις Φώκες 19.000 Έλληνες και 2.000 Τούρκοι. Στα Βουρλά 40.000 Έλληνες και 4.000 Τούρκοι. Και στ’ Αϊβαλή, μαζί με 46.000 Έλληνες ζούσαν μόνον 89 Τούρκοι, όσοι δηλαδή χρειάζονταν οι Αϊβαλιώτες για τις χαμαλοδουλειές. Δεν είναι υπερβολή. Φημισμένοι για την παλληκαριά τους οι κοντραμπατζήδες (σ.σ. οι λαθρέμποροι) του Αϊβαλή, έφερναν όπλα στους χριστιανούς μέχρι κι’ απ’ τα βάθη της Ανατολής και θέρμαιναν τις ψυχές τους μ’ ελπίδα. Οι Τούρκοι τούς έτρεμαν. Κι’ έκλεισαν μαζί τους μια σιωπηρή συμφωνία: θ’ άφηναν οι Αϊβαλιώτες τους Τούρκους ζαπτιέδες (σ.σ. χωροφύλακες ή αστυνομικοί του παλαιού τουρκικού κράτους) να μένουν στην πόλη τους, σύμβολο της ανύπαρκτης κυριαρχίας των Σουλτάνων, και τις λιγοστές τουρκικές οικογένειες να ζουν ανενόχλητα, αρκεί να μην τολμούσε ζαπτιές να σηκώση το χέρι του σε χριστιανό, άπιστος το βλέμμα του σε Αϊβαλιώτισσα. Ακόμη κι’ ο ίδιος ο Σουλτάνος είχε αναγνωρίσει την αδάμαστη τόλμη τους, και τους είχε παραχωρήσει δυο ξεχωριστά προνόμια: δεν υπήρχε ούτε ένα τζαμί στ’ Αϊβαλή. Και Τούρκος, ακόμη και περαστικός, δεν είχε το δικαίωμα να μπη έφιππος στην περήφανη πόλη. Ήταν ξεχωριστή ράτσα οι Αϊβαλιώτες. Και μόνον οι Βουρλιώτες μπορούσαν να μετρηθούν μαζί τους.
Ήταν η Δυτική Μικρασία η μεγαλύτερη απ’ τις χαμένες πατρίδες, μα όχι κι’ η μοναδική. Στο βοριά, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, είχε τις ρίζες του ο ελληνισμός του Πόντου. Λιγότερο εντυπωσιακοί εδώ οι αριθμοί. Σ’ ολόκληρη την περιοχή ζουν 350.000 Έλληνες και 250.000 Τούρκοι. Μα εντυπωσιάζει ο ανόθευτος ελληνισμός των κατοίκων της. Δεν ήταν μόνον τα ονόματα των πόλεών τους, η Τραπεζούς, η Σαμψούς, το Ηράκλειον, η Σινώπη. Ήταν η γλώσσα, τα έθιμά τους, που έφερναν έντονα τη σφραγίδα της συνέχειας, απ’ την αρχαιότητα μέχρι τα χρόνια μας. Στα 754 ελληνικά σχολεία του Πόντου, οι 40.000 μαθητές, διαβάζοντας τα κείμενα του Ξενοφώντος, δεν μάθαιναν αρχαία ελληνική ιστορία. Ανακάλυπταν την καταγωγή τους. Κι’ η γλώσσα της Κύρου Αναβάσεως ήταν η καθημερινή τους διάλεκτος — ήταν μια διαπίστωση που άφησε έκπληκτους τους στρατιώτες μας σαν έφθασαν σ’ αυτή την «άγνωστη» Ελλάδα.
Ήταν συμπαγής κι’ ο ελληνισμός του Πόντου. Δεν έφθαναν όμως μέχρις εκεί οι διεκδικήσεις που επρόβαλε ο Βενιζέλος. Προτίμησε να προτείνη τη δημιουργία ανεξαρτήτου αρμενικού κράτους που να περιλαμβάνη και τους Έλληνες του Πόντου. Υπήρχαν ακόμη κι’ άλλες, ακόμη πιο μεγάλες και πιο συμπαγείς εστίες ελληνισμού, που έπρεπε να ενσωματωθούν στην ελεύθερη πατρίδα. Δεν μπορούσε να τα ζητήση, δεν μπορούσε να τα κερδίση όλα διά μιας.
Η ίδια η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα των Σουλτάνων, ήταν μια πόλη μ’ ελληνική φυσιογνωμία, κι’ ας υπερτερούσαν εδώ οι Τούρκοι. Έφθαναν στις 360.000 οι Έλληνες που ζούσαν την εποχή εκείνη στη Βασιλεύουσα, 80.000 περισσότεροι οι Τούρκοι, μα κι’ εδώ φτωχοί, καθυστερημένοι, περιορισμένοι στους φτωχούς μαχαλάδες τους. Συντριπτική η ελληνική πλειοψηφία έξω απ’ τα τείχη, στην επαρχία της Προποντίδος, στις ακτές του Μαρμαρά. Ανάμεσα σε 530.000 Έλληνες ζούσαν 350.000 Τούρκοι, ατσίγγανοι και Βούλγαροι μουσουλμάνοι. Στην Αρτάκη μαζί με 54.000 Έλληνες ζουν 5.000 Τούρκοι, στα Μουδανιά οι Έλληνες φθάνουν τις 26.000, μόλις 8.000 οι Τούρκοι, το ίδιο και στην Κίο, στη Γιάλοβα, στη Ραιδεστό και στην Καλλίπολη. Εξαίρεση μοναδική, που να ξενίζη, το Τυρολόι. Εδώ οι Τούρκοι πλειοψηφούν, φθάνουν τις 13.000, με 11.000 μόνον Έλληνες.
Αυτοί ήταν οι αριθμοί που παρουσίασε ο Βενιζέλος, που κι’ οι Τούρκοι —μ’ ελάχιστες διαφορές— ομολογούσαν. Μα και πάλι, ο Έλληνας πρωθυπουργός προειδοποίησε πως κι’ όταν ακόμη η Μικρασία, η Θράκη και τα νησιά θα είχαν ενωθή με την Ελλάδα, και τότε ακόμη, 900.000 Έλληνες θα παρέμεναν κάτω από την τουρκική κυριαρχία — ήταν οι Έλληνες που ζούσαν σκορπισμένοι στα βάθη της Ανατολής μέχρι και την Άγκυρα, κι’ ακόμη πιο βαθιά.
Υπερβολή; Σήμερα ο ελληνισμός της Μικρασίας μπορεί σίγουρα να μετρηθή στα θύματα και τους πρόσφυγες — στον απολογισμό της συμφοράς.
Τα στοιχεία που υπέβαλε ο Βενιζέλος στο διασυμμαχικό συμβούλιο αφορούσαν τους Έλληνες που είχαν απομείνει στη Μικρασία μετά το 1918. Αυτόν τον αριθμό δίνει η πρόσθεση των προσφύγων και των θυμάτων του ’22. Αλλά δεν ήταν αυτός ο πρώτος, ο μοναδικός διωγμός.
Το σχέδιο αφελληνισμού της Μικράς Ασίας μπήκε σε εφαρμογή αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν ο Λίμαν φον Σάντερς Πασάς ανέλαβε τη στρατιωτική αναδιοργάνωση της Τουρκίας, για να πολεμήση στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Τότε άρχισε ο πρώτος διωγμός —συστηματικός, προγραμματισμένος— μέσα από τα βάθη της Ανατολίας. Ορμούσαν στα ελληνικά χωριά οι Τσέτες, έσφαζαν τους μισούς κατοίκους, τους νεαρότερους, αυτούς που θα μπορούσαν ν’ αντισταθούν. Κι’ ειδοποιούσαν τους υπόλοιπους πως, αν την άλλη μέρα δεν είχαν φύγει, θα είχαν την ίδια τύχη. Κι’ έφευγαν οι δύσμοιροι ραγιάδες, έπαιρναν τον δρόμο προς την ακτή του Αιγαίου, για να μεταδώσουν τον πανικό, να μεταβάλουν σε χιονοστιβάδες τη φυγή. Διακόσιες χιλιάδες Έλληνες έφθασαν στα νησιά του Αιγαίου. Διπλάσιοι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους. Ήταν τότε που ο Κωνσταντίνος έγραψε παρακλητικά στον πεθερό του, τον Κάιζερ, να μεσολαβήση για να σταματήση ο διωγμός. Την απάντηση την έδωσε ο φον Σάντερς Πασάς, που σαν είδε, στη Φιλαδέλφεια, μια ομάδα χριστιανών να πέφτουν μπροστά στ’ άλογό του και να τον εκλιπαρούν να τους σώση, στράφηκε προς τον Ταλαάτ Πασά, για να του πη ειρωνικά:
— Υπάρχουν ακόμη Έλληνες στη Μικρά Ασία; Εγώ ήλπιζα ότι θα είχατε κι’ όλας απαλλαγή.
Μόνον όταν ο Βενιζέλος ετοιμάσθηκε ν’ αρχίση και πάλι τον πόλεμο, σταμάτησε ο πρώτος εκείνος διωγμός. Μα 400.000 Έλληνες είχαν κι’ όλας ποτίσει την αιολική γη με το αίμα τους, είχαν γεμίσει τα σκλαβοπάζαρα μ’ ελληνοπούλες. Κι’ ο Ανρύ Μπαρμπύς μετέδιδε στη «Ζουρνάλ» (9 Ιουνίου 1916): «Σ’ όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας ιδρύθησαν μετά τους διωγμούς του 1914-15 απέραντα σκλαβοπάζαρα. Παντρεμένες γυναίκες, νεαρά κορίτσια με τη συστολή της παρθενικότητάς τους, και μικρά παιδιά ακόμη, περίμεναν καρτερικά τις ορδές των Κούρδων ή τους Τσέτες, που μετά από κάθε επιδρομή περνούσαν απ’ τα σκλαβοπάζαρα για ν’ αρπάξουν τα λάφυρά τους».
Έξη χρόνια αργότερα ο Τζωρτζ Χόρτον, ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη, θα γράψη στην «Ουάσιγκτον Σταρ»: «Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι με τις πρόσφατες τουρκικές σφαγές άνω του ενός εκατομμυρίου Έλληνες ηύραν τραγικό θάνατο».
Αυτός ήταν, κι’ έτσι χάθηκε, ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας.
*Κείμενο του Γιάννη Καψή για τις χαμένες πατρίδες, για τους διωγμένους και ξεριζωμένους Έλληνες της Ανατολής, για τη δεύτερη —και άγνωστη— Ελλάδα που υπήρχε στην άλλη πλευρά του Αιγαίου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Είχε δημοσιευτεί στον «Ταχυδρόμο» την 1η Σεπτεμβρίου 1972, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο μικρασιατικής καταγωγής δημοσιογράφος, συγγραφέας και πολιτικός Γιάννης Π. Καψής, εξέχον στέλεχος του ΔΟΛ και υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, απεβίωσε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2017, σε ηλικία 88 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις