Εκτόνωση των πληθωριστικών πιέσεων στα τρόφιμα από το επόμενο έτος, εξαιτίας του χαμηλότερου κόστους των γεωργικών προϊόντων προβλέπει η Rabobank.

Σε έκθεσή της που δημοσίευσε την Τετάρτη, η τράπεζα εκτιμά ότι το κόστος θα μειωθεί για κάποια προϊόντα, καθώς οι τιμές της ζάχαρης, του καφέ, του καλαμποκιού και της σόγιας πέφτουν εν μέσω καλύτερων προοπτικών προσφοράς. Η ζήτηση αναμένεται επίσης να παραμείνει ασθενής, καθώς οι αγοραστές εξακολουθούν να συμπιέζονται από την κρίση κόστους ζωής.

Οι τιμές των εμπορευμάτων τροφίμων φαίνεται ότι εξισορροπούν μετά από χρόνια αναταραχής από την πανδημία της Covid, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Πτώση στον δείκτη

Ο δείκτης των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο κόστος έχει μειωθεί περίπου κατά 25% από τότε που σημείωσε ρεκόρ τον Μάρτιο του 2022, συμβάλλοντας στη μείωση του ευρύτερου πληθωρισμού. Χρειάζεται όμως χρόνος για να περάσουν αυτά τα κόστη στα σούπερ μάρκετ, τα οποία έχουν αντιμετωπίσει υψηλές δαπάνες ενέργειας και εργασίας.

«Οι παραγωγοί εξακολουθούν να παλεύουν με τις επακόλουθες συνέπειες του πολέμου, τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τον υψηλό πληθωρισμό των γεωργικών εισροών και την ασθενή καταναλωτική ζήτηση, αλλά αντιμετωπίζουν το 2024 ως την επιστροφή στην κανονικότητα», δήλωσε ο αναλυτής της Rabobank, Carlos Mera. «Δεν θα είναι απλό, αλλά η πιο θετική προοπτική για την πλειονότητα των αγροτικών προϊόντων θα πρέπει να οδηγήσει σε ανακούφιση για τους αγοραστές».

Αβεβαιότητα

Ωστόσο, οι προοπτικές παραμένουν αβέβαιες για ορισμένα εμπορεύματα όπως το σιτάρι.

Εκτός από τους κινδύνους που δημιουργούν οι καιρικές συνθήκες, το σιτάρι μπορεί να αντιμετωπίσει πιθανούς περιορισμούς στις ρωσικές εξαγωγές, σύμφωνα με τη Rabobank. Και ενώ η Ουκρανία θα συνεχίσει να αποστέλλει προμήθειες, θα έχει μικρότερο εξαγώγιμο πλεόνασμα τα επόμενα χρόνια, ανέφερε.

Για τη σεζόν 2023-24, η Rabobank προβλέπει μεγαλύτερα αποθέματα για καλαμπόκι και σιτάρι από τις τελευταίες προβλέψεις του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα.

Ο δείκτης τιμών του FAO

Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ, υποχώρησε τον Οκτώβριο, διατηρώντας τη πτωτική τροχιά των τελευταίων μηνών, ως αποτέλεσμα της αύξησης στον δείκτη γαλακτοκομιών προϊόντων και της μείωσης στις άλλες βασικές κατηγορίες τροφίμων.

Ο συνολικός δείκτης διαμορφώθηκε στις 120,6 μονάδες τον Οκτώβριο, μειωμένος κατά 10,9% σε ετήσια βάση.

Σιτηρά

Ο δείκτης τιμών σιτηρών του FAO υποχώρησε κατά 1,0% σχέση με τον προηγούμενο μήνα.

Οι διεθνείς τιμές του ρυζιού μειώθηκαν κατά 2,0% εν μέσω γενικά αδύναμης παγκόσμιας ζήτησης, ενώ αυτές του σιταριού μειώθηκαν κατά 1,9%, επηρεαζόμενες από τις ισχυρές προμήθειες από τις ΗΠΑ και τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των εξαγωγέων.

Φυτικά έλαια

Ο δείκτης τιμών φυτικών ελαίων του FAO μειώθηκε κατά 0,7% έναντι του Σεπτεμβρίου, καθώς οι χαμηλότερες παγκόσμιες τιμές φοινικέλαιου, λόγω της εποχικά υψηλότερης παραγωγής και της συγκρατημένης παγκόσμιας ζήτησης για εισαγωγές, υπεραντιστάθμισαν τις υψηλότερες τιμές για τα έλαια σόγιας, ηλίανθου και κραμβέλαιου.

Οι τιμές του σογιέλαιου αυξήθηκαν λόγω της ισχυρής ζήτησης από τον τομέα του βιοντίζελ.

Ζάχαρη

Ο Δείκτης Τιμών Ζάχαρης μειώθηκε κατά 2,2%, αλλά παρέμεινε 46,6% πάνω από τα περσινά επίπεδα. Η πτώση του Οκτωβρίου οφείλεται κυρίως στην εντατική παραγωγή από τη Βραζιλία. Από την άλλη, οι ανησυχίες σχετικά με μια πιο αυστηρή προοπτική παγκόσμιας προσφοράς το επόμενο έτος περιόρισε την πτώση.

Κρέας

Ο Δείκτης Τιμών Κρέατος μειώθηκε οριακά, κατά 0,6% λόγω της υποτονικής ζήτησης για χοίρειο, ιδίως από την Ανατολική Ασία, η οποία οδήγησε σε πτώση των διεθνών τιμών του. Από την άλλη αυξήθηκαν οριακά οι τιμές πουλερικών, βοοειδών και προβάτων.

Γαλακτοκομικά

Στον αντίποδα όλων των παραπάνω προϊόντων, ο δείκτης των γαλακτοκομικών αυξήθηκε κατά 2,2% τον Οκτώβριο, τερματίζοντας την πτώση εννέα μηνών.

Οι παγκόσμιες τιμές γάλακτος σε σκόνη αυξήθηκαν περισσότερο λόγω της αυξανόμενης ζήτησης τόσο για βραχυπρόθεσμες όσο και για μακροπρόθεσμες προμήθειες καθώς και της αβεβαιότητας σχετικά με τον αντίκτυπο των καιρικών συνθηκών Ελ Νίνιο στη νέα παραγωγή γάλακτος στην Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία.

Αυξημένα αποθέματα

Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του FAO για την προσφορά και ζήτηση δημητριακών, διατηρείται η πρόβλεψη για την παγκόσμια παραγωγή δημητριακών το 2023 στο υψηλό ρεκόρ των 2,82 δισ. τόνων.

Αναπροσαρμογές έγιναν όσον αφορά τις εκτιμήσεις σε επίπεδο χώρας, προβλέποντας αυξήσεις στην παραγωγή για τα χονδροειδή σιτηρά (π.χ. καλαμπόκι) στην Κίνα και στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αφρικής και χαμηλότερες προβλέψεις για τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι προβλέψεις για την παραγωγή σιταριού αυξήθηκαν για το Ιράκ και τις ΗΠΑ και αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Καζακστάν.

Η παγκόσμια παραγωγή ρυζιού το 2023/24 προβλέπεται να αυξηθεί οριακά.

Η παγκόσμια κατανάλωση χρήση δημητριακών το 2023/24 προβλέπεται να φτάσει τους 2.810 εκατομμύρια τόνους, με τη συνολική χρήση τόσο του σιταριού όσο και των χονδροειδών κόκκων να ξεπερνά τα περσινά επίπεδα, ενώ αυτή του ρυζιού αναμένεται να μείνει στάσιμη στα επίπεδα της προηγούμενης σεζόν.

Η σχέση αποθεμάτων και χρήσης για το 2023/24 είναι τέτοια που δεν αναμένεται να ασκηθούν πιέσεις στην παγκόσμια αγορά, προβλέπει ο FAO.

Οι συγκρούσεις και τα αδύναμα νομίσματα επιδεινώνουν την πείνα στις ευάλωτες χώρες

Οι πόλεμοι επιδεινώνουν την επισιτιστική ανασφάλεια

Συνολικά 46 χώρες σε όλον τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων 33 στην Αφρική, εκτιμάται ότι χρειάζονται εξωτερική βοήθεια για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε τρόφιμα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Crop Prospects and Food Situation, μια τριετή δημοσίευση από το Παγκόσμιο Σύστημα Πληροφοριών και Έγκαιρης Προειδοποίησης του FAO (GIEWS).

Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους της Λωρίδας της Γάζας εκτιμάται ότι βρίσκονται σε οξεία επισιτιστική ανασφάλεια ήδη από το 2022, και η κλιμάκωση της σύγκρουσης εκεί θα αυξήσει τις ανάγκες ανθρωπιστικής και έκτακτης βοήθειας, παρόλο που η πρόσβαση στις πληγείσες περιοχές παραμένει ανησυχητική, δήλωσε ο FAO, προσθέτοντας ότι οι δευτερογενείς επιπτώσεις από τη σύγκρουση θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την επισιτιστική ανασφάλεια στον Λίβανο.

Πηγή: ΟΤ