Εγκλήματα πολέμου αναζητούν ενόχους
Παρά το διεθνές νομικό πλαίσιο, η ιστορία δείχνει ότι οι υπεύθυνοι για εγκλήματα πολέμου σπάνια λογοδοτούν
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
«Οι ωμότητες που διέπραξαν παλαιστινιακές ένοπλες οργανώσεις στις 7 Οκτωβρίου ήταν ειδεχθείς, ήταν εγκλήματα πολέμου, όπως είναι και η συνεχιζόμενη κράτηση των ομήρων», τόνισε ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Φόλκερ Τουρκ.
«Η συλλογική τιμωρία των Παλαιστινίων πολιτών από το Ισραήλ είναι επίσης έγκλημα πολέμου, όπως και η παράνομη, βίαιη απομάκρυνση των αμάχων», προσέθεσε, καλώντας «κατεπειγόντως» σε «κατάπαυση του πυρός».
Ο εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC), Καρίμ Χαν έχει ήδη διαμηνύσει ότι εξετάζονται «ανεξάρτητα η κατάσταση στην Παλαιστίνη» και «τα γεγονότα στο Ισραήλ».
Υπάρχει δικαιοδοσία, δήλωσε στο Reuters, παρά το γεγόνος ότι η Χαμάς είναι μη κρατικός παράγοντας και το Ισραήλ δεν είναι κράτος-μέλος του ICC.
«Χρειαζόμαστε συνεργασία. Χρειαζόμαστε βοήθεια», υπογράμμισε.
«Όμως θα έχουμε την αποφασιστικότητα, την αντοχή και τον επαγγελματισμό για να διασφαλίσουμε ότι θα διαχωρίσουμε τους ισχυρισμούς από τα γεγονότα».
Η ιστορία δείχνει ότι η λογοδοσία για εγκλήματα πολέμου είναι μια πολύ περίπλοκη διαδικασία.
Ως τέτοια νοούνται σοβαρές παραβιάσεις των διεθνών νόμων του πολέμου, είτε κατά μαχητών, είτε κατά αμάχων.
Οι πρώτες διεθνείς συνθήκες, όπως οι Συμβάσεις της Χάγης του 1899 και του 1907, καθιέρωσαν ορισμένους νόμους.
Όμως το πλαίσιο έγινε πιο σαφές μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο.
Θεωρούντο ορόσημο, ειδικά αυτή της Νυρεμβέργης, δημιουργώντας προηγούμενο με τη καταδίκη των ηγετών των Ναζί.
Οι μετέπειτα Συμβάσεις της Γενεύης, που επικυρώθηκαν το 1949, καθώς και τα τρία συμπληρωματικά πρωτόκολλα έθεσαν τις βάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Ζητούμενο ήταν η αποτροπή επανάληψης της φρίκης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Δεν ήταν μόνο οι θηριωδίες της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά και η σκόπιμη στοχοποίηση αμάχων.
Όπως συνέβη με τη ρίψη ατομικών βομβών από τις ΗΠΑ στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, καθώς και με τους σαρωτικούς βομβαρδισμούς πόλεων τόσο από τις δυνάμεις του Άξονα, όσο και από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Οι δίκες-ορόσημο
Η πρώτη προσπάθεια δίωξης εγκληματιών πολέμου έγινε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, από τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ.
Όμως ο Γουλιέλμος Β’, ο τελευταίος Κάιζερ της Γερμανίας, κατέφυγε στην Ολλανδία και δεν δικάστηκε ποτέ.
Κατόπιν συμβιβασμού, δικάστηκαν λίγοι υπαίτιοι από το Ανώτατο Δικαστήριο της Λειψίας.
Ελάχιστοι καταδικάστηκαν, με ποινές έως τέσσερα χρόνια φυλάκιση.
Η στιγμή ορόσημο ήρθε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συγκροτήθηκε ad hoc Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο στη Νυρεμβέργη, με κατηγορούμενους ηγετικά στελέχη των Ναζί.
Δεν συγκαταλέγονταν ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Χάινριχ Χίμλερ, που είχαν αυτοκτονήσει.
Η Δίκη της Νυρεμβέργης διεξήχθη μεταξύ 1945 και 1946.
Το κατηγορητήριο περιελάμβανε εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Δεν περιελάμβανε δίωξη για γενοκτονία, καθώς η σχετική σύμβαση εγκρίθηκε αργότερα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το 1948.
Δώδεκα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο -ο ένας ερήμην- τρεις σε ισόβια και τέσσερις σε ποινές φυλάκισης 10 έως 20 έτη.
Τρεις αθωώθηκαν.
Στο μεσοδιάστημα, είχε αρχίσει την άνοιξη του 1946 η Δίκη του Τόκιο από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο για την Άπω Ανατολή, με 28 Ιάπωνες κατηγορούμενους.
Διήρκεσε περίπου δύο χρόνια.
Μέχρι να ολοκληρωθεί, δύο κατηγορούμενοι πέθαναν και ένας απαλλάχθηκε ως ψυχασθενής.
Επτά καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό, 16 σε ισόβια κάθειρξη και 2 σε μικρότερες ποινές.
Μέχρι το 1958, οι εν ζωή είχαν πάρει χάρη ή αναστολή ποινής.
Η Δίκη του Τόκιο θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη ως προς τη διεξαγωγή της.
Το αποτέλεσμα χαρακτηρίστηκε από πολλούς «δικαιοσύνη των νικητών».
Ουδείς κατηγορήθηκε από την αυτοκρατορική οικογένεια της Ιαπωνίας.
Η διαβόητη Μονάδα 731 εξασφάλισε ασυλία, με αντάλλαγμα δεδομένα από τα φρικτά πειράματα που έκανε σε ανθρώπους.
Οι νικήτριες δυνάμεις απέφυγαν να συμπεριλάβουν στις κατηγορίες τις ιαπωνικές αποικιακές θηριωδίες ή τον αδιάκριτο βομβαρδισμό πόλεων από τις ιαπωνικές δυνάμεις, φοβούμενες ότι θα δημιουργούσε νομικό προηγούμενο, βάζοντας εν δυνάμει και τις ίδιες στο «κάδρο».
Οι «επίγονοι» της φρίκης
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, φονικοί πόλεμοι από την Καμπότζη και το Βιετνάμ, έως τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουάντα και αλλού, στοίχισαν εκατομμύρια ζωές αμάχων.
Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν μισός αιώνας μέχρι την επόμενη επίσημη διεθνή δίωξη για εγκλήματα πολέμου.
Από τα τέλη του 1990, ad hoc Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια άρχισαν να διώκουν αρχηγούς κρατών -μεταξύ άλλων- για εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια πολέμων.
Συγκροτήθηκαν με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αρχικά για την πρώην Γιουγκοσλαβία το 1993 και ένα χρόνο αργότερα για τη γενοκτονία στη Ρουάντα.
Αμφότερα είχαν διεθνή σύνθεση και έδρα εκτός των χωρών όπου είχαν διαπραχθεί τα εγκλήματα.
Στη Χάγη ήταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY), στην Αρούσα της Τανζανίας το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Ρουάντα (ICTR).
Μπορούσαν να επιβάλλουν μόνο ποινές φυλάκισης.
Ήταν τα πρώτα διεθνή όργανα που αναγνώρισαν επίσημα τη σεξουαλική βία ως έγκλημα πολέμου.
Το ICTY λειτούργησε έως το 2017, απαγγέλλοντας κατηγορίες σε 161 άτομα για εγκλήματα πολέμου στα εδάφη της Κροατίας, της Βοσνίας Ερζεγοβίνης και του Κοσσυφοπεδίου μεταξύ 1991 και 1999.
Εξ αυτών, 93 καταδικάστηκαν.
Αρκετές αποφάσεις θεωρήθηκαν αμφιλεγόμενες και κατέπεσαν αργότερα, όπως με την αθώωση του επικεφαλής των Σέρβων εθνικιστών, Βόισλαβ Σέσελι, το 2016.
Ο πρώην πρόεδρος της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου, αλλά πέθανε από ανακοπή δύο μήνες πριν από την έκδοση της ετυμηγορίας.
Κατά γενική ομολογία, το δικαστήριο δεν συνέβαλε στη συμφιλίωση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Το 2019, δύο χρόνια μετά τη διάλυση του ICTY, το ολλανδικό υπουργείο Άμυνας αναγνώρισε ότι το ολλανδικό κράτος έχει εν μέρει ευθύνη για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, το 1995.
Το δε Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα καταδίκασε 61 άτομα στα 21 χρόνια λειτουργίας του.
Δεν άσκησε ωστόσο διώξεις κατά μελών του κυβερνώντος Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα.
Ακούστηκαν ξανά επικρίσεις για τη «δικαιοσύνη του νικητή».
Από τα λόγια στην πράξη, ένας μακρύς δρόμος
Έφτασε 21ος αιώνας μέχρι να ιδρυθεί το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC).
Το πρώτο και μοναδικό μόνιμο δικαστήριο επιφορτισμένο με τη δίωξη εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, επίθεσης και γενοκτονίας, όταν τα εθνικά δικαστήρια δεν θέτουν τις πολιτικές ή/και στρατιωτικές ηγεσίες τους προ των ευθυνών τους.
Όμως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο -που άρχισε να λειτουργεί το 2002 με έδρα τη Χάγη- μπορεί να δικάσει ηγέτες μόνο όταν τους έχει στα «χέρια» του.
Αυτό έχει συμβεί μέχρι στιγμής κυρίως κατά Αφρικανών, που εκδόθηκαν από τις χώρες τους.
Μέχρι και σήμερα τη δικαιοδοσία του αναγνωρίζουν 123 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Παλαιστίνης, που από το 2012 έχει λάβει καθεστώς «κράτους παρατηρητή» στα Ηνωμένα Έθνη.
Αντίθετα την ιδρυτική συνθήκη του ICC, το Καταστατικό της Ρώμης, δεν έχουν υπογράψει ή επικυρώσει δεκάδες άλλες χώρες.
Μεταξύ αυτών είναι τρία από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ -οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία- όπως επίσης η Ουκρανία και το Ισραήλ.
Για την ακρίβεια το Κίεβο αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου από τα τέλη του 2013, χωρίς να έχει επικυρώσει την ιδρυτική συνθήκη του.
Το έκανε όταν άρχισαν να χτυπούν τα «τύμπανα» του πολέμου στο Ντονμπάς και στην Κριμαία.
Ήταν σε αυτή τη βάση που το ICC εξέδωσε τον περασμένο Μάρτιο ένταλμα σύλληψης κατά του Ρώσου προέδρου Πούτιν, ως «φερόμενο υπεύθυνο» για εγκλήματα πολέμου με την παράνομη μεταφορά παιδιών από την Ουκρανία.
Ήταν το πρώτο και μοναδικό έως σήμερα κατά εν ενεργεία αρχηγού κράτους ενός μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Όμως η πιθανότητα δίκης του Πούτιν θεωρείται μικρή.
Αφενός επειδή το δικαστήριο δεν μπορεί να δικάσει κατηγορούμενους ερήμην.
Αφετέρου επειδή η Μόσχα έχει δηλώσει ότι δεν θα παραδώσει δικούς της αξιωματούχους.
Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ο Ρώσος πρόεδρος να έχει περιορίσει τα ταξίδια του στο εξωτερικό.
Ζητείται δικαιοσύνη
Παρά τη σχεδόν καθολική καταδίκη του Πούτιν από τη Δύση, η προοπτική να καθίσει ο Ρώσος πρόεδρος στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο ICC προβληματίζει.
Θα δημιουργούσε προηγούμενο, δυνητικά και για άλλους ηγέτες.
Και δη μεγάλων δυνάμεων, που δεν επίσης αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Όχι τυχαία, όταν επιχείρησε να ερευνήσει πιθανά εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν (το οποίο είναι μέλος του ICC), η τότε κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις κατά των μελών του Δικαστηρίου, μπλοκάρωντας ουσιαστικά την έρευνα.
Στην περίπτωση του Ισραήλ και της Λωρίδας της Γάζας, η κατάσταση είναι εξίσου «θολή».
Το Ισραήλ δεν είναι μεν μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Είναι ωστόσο συμβαλλόμενο μέρος στις Συμβάσεις της Γενεύης, που -μεταξύ άλλων- απαγορεύουν ρητά τη «συλλογική τιμωρία» και ορίζουν σαφείς υποχρεώσεις των κατοχικών δυνάμεων έναντι του άμαχου πληθυσμού.
Αν και είναι δεδομένο το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα μετά την ειδεχθή επίθεση της Χαμάς, το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο ορίζει ότι θα πρέπει να ενεργεί αναλογικά.
Το δε ICC έχει δικαιοδοσία να ερευνήσει εγκλήματα που διαπράχθηκαν επί παλαιστινιακού εδάφους.
Έχει μάλιστα ανοίξει από το 2021 επίσημη έρευνα για εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στη Λωρίδα της Γάζας, στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ από το 2014.
Όπως ισχύει ωστόσο και στην παρούσα φάση, η πρόσβαση ανακριτών του για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων επί του εδάφους είναι από αδύνατη, έως πολύ περιορισμένη.
«Ως προς την Παλαιστίνη, οι δυνατότητες του ICC δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί», γράφουν στο Politico η Κάρλα ντε Πόντε, πρώην γενική εισαγγελέας των ICTY και ICTR και ο Γκράχαμ Μπλιούιτ, πρώην αναπληρωτής εισαγγελέας του ICTY.
«Το κρίσιμο επόμενο βήμα», τονίζουν, «θα είναι να ζητηθούν εντάλματα σύλληψης για πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες είτε της Χαμάς, είτε του Ισραήλ και ο προστατευτικός μανδύας της αμερικανικής ισχύος δεν θα πρέπει να προστατεύει τους τελευταίους από τη λογοδοσία».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις