Αλ Σίφα: Νοσηλευτής περιγράφει πώς ξέφυγε από τους Ισραηλινούς ελεύθερους σκοπευτές
Ο Τζαουντάτ Σάμι αλ-Μαντχούν χρειάστηκε να διανύσει 16 χιλιόμετρα για να αποφύγει Ισραηλινούς ελεύθερους σκοπευτές και τα μπλόκα του στρατού έξω από το νοσοκομείο Αλ Σίφα.
- Συνεχίζεται ο «πόλεμος» καταγγελιών στον ΣΥΡΙΖΑ για νοθεία - Τη σκυτάλη παίρνει η Επιτροπή Νομιμοποίησης
- Έλινορ, Τζάκι, Μισέλ, Μελάνια, Τζιλ - Η διπλωματία της μόδας και οι πρώτες κυρίες των ΗΠΑ
- Η Μπιγιονσέ έπαθε... Πάμελα Άντερσον και το διαδίκτυο έχασε το μυαλό του
- Ακρόαση Τζιτζικώστα: «Βγάλτε τον έξω» φώναζε η Βόζεμπεργκ όταν επιχείρησε να ρωτήσει ο Παπαδάκης
Το πώς κατάφερε να ξεφύγει από το νοσοκομείο Αλ Σίφα στη Γάζα, το οποίο βρίσκεται υπό πολιορκία από τον ισραηλινό στρατό από την Παρασκευή, περιέγραψε ένας εθελοντής νοσηλευτής.
Ο Τζαουντάτ Σάμι αλ-Μαντχούν δεν μπορούσε να το πιστέψει όταν είδε τις πύλες του Νοσοκομείου Αλ Άκσα να εμφανίζονται μπροστά του. Ο 26χρονος βοηθός γιατρού είχε καταφέρει να «δραπετεύσει» από το πολιορκημένο νοσοκομείο και να διανύσει 16 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στο Ντέιρ ελ-Μπαλά στο κεντρικό τμήμα του παλαιστινιακού θύλακα.
Ο Τζαουντάτ είχε περάσει τις προηγούμενες 25 ημέρες ως εθελοντής στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Αλ Σίφα, παλεύοντας μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό να βοηθήσουν τους τραυματίες όσο καλύτερα μπορούσαν, συχνά χωρίς τα πιο βασικά φάρμακα και ιατρικές προμήθειες.
«Δεν μπορούσαμε να βοηθήσουμε τους τραυματίες», δήλωσε στο Al Jazeera, κοιτάζοντας αλλού καθώς έσπαγε η φωνή του. «Πέθαιναν! Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για να τους σώσουμε. Απλά τους βλέπαμε να πεθαίνουν. Υπάρχουν εκατοντάδες πτώματα στην αυλή του νοσοκομείου. Δεν μπορούσαμε καν να τα θάψουμε», είπε ακόμα με τρεμάμενη φωνή.
Ένα νοσοκομείο όπου κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς
Το Αλ Σίφα πολιορκείται από τις ισραηλινές δυνάμεις χωρίς να επιτρέπεται σε κανέναν να εισέλθει ή να εξέλθει από τον περίβολο του παλαιότερου και μεγαλύτερου νοσοκομείου της Γάζας. Την Τετάρτη, οι ισραηλινές δυνάμεις πραγματοποίησαν έφοδο σε αυτό, ισχυριζόμενες ότι εντός του υπήρχε κέντρο διοίκησης μαχητών της Χαμάς. Ένας ισχυρισμός που δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.
Το νοσοκομείο έχασε εντελώς την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος το Σάββατο, με αποτέλεσμα να σταματήσουν όλες οι ιατρικές συσκευές του και να κινδυνεύσουν 39 πρόωρα μωρά των οποίων οι θερμοκοιτίδες σταμάτησαν να λειτουργούν.
«Το πρωί της Δευτέρας, δεχτήκαμε έξι περιστατικά στο νοσοκομείο. Όλοι ήταν τραυματίες που είχαν δεχθεί πυροβολισμούς αφού ο ισραηλινός στρατός τους είπε ότι ήταν εντάξει να φύγουν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν»
Έκτοτε, επτά μωρά έχουν πεθάνει, αριθμός που αυξάνεται καθώς το νοσοκομείο παραμένει εκτός λειτουργίας. Το προσωπικό του νοσοκομείου έχει ενταφιάσει τουλάχιστον 179 πτώματα στο προαύλιο.
«Ζήτημα ζωής και θανάτου η μετακίνηση μεταξύ των ιατρικών κτιρίων»
Όπως είπε ο Τζαουντάτ ακόμη και μια απλή μετακίνηση μεταξύ των ιατρικών κτιρίων του συγκροτήματος ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, επειδή οι ισραηλινοί ελεύθεροι σκοπευτές στόχευαν όποιον κινούνταν.
«Ήμουν εθελοντής», είπε. «Υποδεχόμουν ανθρώπους, έκανα διανομή κάποιων περιστατικών και έδενα όποιον μπορούσα να βοηθήσω. Δεν είμαι πλήρως εκπαιδευμένος νοσηλευτής, αλλά το σπούδασα για περίπου ενάμιση χρόνο, οπότε ήθελα να κάνω κάτι, οτιδήποτε, για να βοηθήσω», είπε αρχικά.
«Μια ημέρα, ήρθαν τέσσερα πανέμορφα κοριτσάκια, το μεγαλύτερο ήταν περίπου 13 ετών, μόνο ένα από αυτά ήταν τραυματισμένο… έφτασαν μαζί με τη νεκρή οικογένειά τους, τον πατέρα, τη μητέρα και τον αδελφό, κάναμε ό,τι έπρεπε να κάνουμε και τους θάψαμε», είπε ο Τζαουντάτ και σταμάτησε πάλι, χαμηλώνοντας το κεφάλι του και κλαίγοντας με λυγμούς.
«Το τραυματισμένο κοριτσάκι με κοίταξε και μου είπε: ‘Σε παρακαλώ, θείε, άσε με να πεθάνω μαζί τους. Δεν ξέρω πώς θα ζούσα χωρίς τους γονείς μου και τον αδελφό μου’».
«Βρήκα έναν φίλο μου βαριά τραυματισμένο. Αποδείχτηκε ότι είχε τραυματιστεί στην ισραηλινή επίθεση στην πύλη του Αλ Σίφα»
«Μια άλλη μέρα, παραλάβαμε ένα 12χρονο αγόρι, βαριά τραυματισμένο σε μια επίθεση που είχε σκοτωθεί η οικογένειά του. Κάθε φορά που με έβλεπε, μου έλεγε: ‘Μπορείτε είτε να με κάνετε καλά είτε να με αφήσετε να φύγω [να πεθάνω] μαζί τους;’. Δεν ξέρω από πού πήραμε την ενέργεια να κάνουμε αυτό το έργο. Ο Θεός πρέπει να έδωσε σε όλους μας τη δύναμη να συνεχίσουμε. Οι γιατροί δούλευαν σε φρενήρεις ρυθμούς. Ήταν πρόθυμοι να δουλέψουν για τρεις, τέσσερις μέρες στη σειρά χωρίς να κοιμηθούν, να κάνουν τα πάντα, αν μπορούσαν να σώσουν έστω και ένα παιδί, ένα άτομο ακόμα», είπε ακόμα.
«Έχω έναν φίλο, τον Ισλάμ αλ-Μουσίντ, με έκπληξη τον βρήκα μια μέρα στο χώρο υποδοχής, βαριά τραυματισμένο. Αποδείχτηκε ότι είχε τραυματιστεί στην ισραηλινή επίθεση στην πύλη του Αλ Σίφα την προηγούμενη ημέρα και δεν τον είχα δει μέσα σε όλους τους τραυματίες που έρχονταν. Ρώτησα τους γιατρούς πώς ήταν η κατάστασή του και μου είπαν: ‘Είναι εγκεφαλικά νεκρός, αλλά το σώμα του αναπνέει ακόμα. Προσευχηθείτε να αναπαυθεί εν ειρήνη’. Τρεις ημέρες, 72 ώρες, πήγαινα και τον έλεγχα κάθε ώρα για να δω αν αναπνέει ακόμα ή όχι, μέχρι που τελικά πέθανε», είπε ακόμα εξιστορώντας μία ακόμα ανθρώπινη ιστορία πόνου.
«Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Αν είχαμε τον παραμικρό εξοπλισμό, ίσως θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε, αλλά δεν είχαμε τίποτα, οπότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Το κρανίο του είχε σπάσει σε δύο σημεία και θα χρειαζόταν επείγουσα χειρουργική επέμβαση για να σωθεί η ζωή του, αλλά δεν μπορούσαμε», προσέθεσε.
Μια οικογένεια χωρισμένη
Ο Τζαουντάτ και η σύζυγός του, Μέι, όπως και πολλές οικογένειες στη Γάζα, είχαν αποφασίσει να μείνουν σε ξεχωριστά μέρη με την ελπίδα ότι όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη τους θα επιβίωναν από τους ανηλεείς ισραηλινούς βομβαρδισμούς και θα μπορούσαν να επανενωθούν αργότερα.
Η 23χρονη Μέι βρισκόταν επίσης στην πόλη της Γάζας, αλλά ο Τζαουντάτ δεν μπόρεσε να την προσεγγίσει εξαιτίας των τανκ, των ελεύθερων σκοπευτών και των εκρήξεων στους δρόμους.
Μιλώντας για τη Μέι, ο φόβος του Τζαουντάτ τον κυρίευσε και ξέσπασε ξανά σε δάκρυα στη σκέψη ότι μπορεί να μην ξαναδεί ποτέ τη γυναίκα του.
Ήξερε ότι δεν υπήρχε τρόπος που θα μπορούσε να τη φτάσει στην πόλη της Γάζας, αλλά το γεγονός ότι είχε λάβει μόνο ένα από τα μηνύματά της εδώ και αρκετές ημέρες και ότι δεν είχε ακούσει τίποτα από αυτήν για τρεις ημέρες τον συγκλόνισε.
Θέλοντας απεγνωσμένα να βρεθεί με την οικογένειά του, το μυαλό του στράφηκε στο Ντέιρ ελ Μπαλά στην κεντρική Γάζα, όπου είχε τελικά καταφέρει να πείσει τη μητέρα του να μετακομίσει την Παρασκευή.
«Η μητέρα μου έχει ασθένειες στα νεφρά, αλλά ήταν ανένδοτη ότι δεν θα έφευγε ποτέ από την πόλη της. Μου έλεγε: ‘Αν εμείς, οι κάτοικοι αυτών των εδαφών, τα εγκαταλείψουμε, ποιος θα μείνει να τα φροντίσει;».
«Αλλά η συνεχιζόμενη παρουσία της εκεί ήταν τόσο επικίνδυνη για τη ζωή της και την ίδια». Χωρίς την οικογένειά του, ένιωθε χαμένος και αβοήθητος στο Αλ Σίφα.
«Κάποιοι πέθαναν και το μόνο που χρειάζονταν ήταν λίγο οξυγόνο»
«Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πολλά για τους τραυματίες. Δεν υπάρχουν γάζες, ούτε οξυγόνο, ούτε προμήθειες. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να καθαρίσουμε τις πληγές τους. Κάποιοι από αυτούς που πέθαναν, … το μόνο που χρειάζονταν ήταν λίγο οξυγόνο», συμπλήρωσε.
Η μόνη ανάσα, όπως είπε, ήταν όταν η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) μπόρεσε να τους βοηθήσει να μετακινήσουν τα πρόωρα μωρά, όλα σφιχτά τυλιγμένα για να τα κρατήσουν όσο το δυνατόν πιο ζεστά χωρίς τις θερμοκοιτίδες τους.
«Η ΔΕΕΣ [μας έδωσε] μία ώρα για να μεταφέρουμε τα πρόωρα μωρά από το μαιευτήριο στην αίθουσα υποδοχής», δήλωσε ο Τζαουντάτ. «Μας είπαν επίσης να μείνουμε μακριά από τα παράθυρα για να μην μας πυροβολήσουν. Τους ήμασταν, φυσικά, πολύ ‘ευγνώμονες’ για αυτή την προειδοποίηση», είπε ειρωνικά.
«Χρειάζεται λίγο θάρρος»
Ο Τζαουντάτ έφυγε από το νοσοκομείο μαζί με μια ομάδα εκτοπισμένων που είχαν καταφύγει στο Αλ Σίφα, ελπίζοντας να περάσουν τους ισραηλινούς στρατιώτες, τα τανκ και τους ελεύθερους σκοπευτές σε όλη τη διαδρομή προς τη νότια Γάζα, γνωρίζοντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
«Το πρωί της Δευτέρας, δεχτήκαμε έξι περιστατικά στο νοσοκομείο. Όλοι ήταν τραυματίες που είχαν δεχθεί πυροβολισμούς αφού ο ισραηλινός στρατός τους είπε ότι ήταν εντάξει να φύγουν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν. Καθώς έφυγαν, πυροβολήθηκαν αμέσως», δήλωσε ο Τζαουντάτ.
Αλλά είχε ακούσει ότι μια προηγούμενη ομάδα που είχε φύγει νωρίτερα μέσα στην ημέρα είχε περάσει με ασφάλεια. «Είπαν ότι δέχτηκαν πυρά, αλλά κατάφεραν να φτάσουν νότια. Είπαν ότι είχαν λίγο θάρρος. Χρειάζεται λίγο θάρρος».
«Κάθε φορά που οι στρατιώτες βαριούνται, διαλέγουν έναν για να τον εκφοβίσουν και να τον ταπεινώσουν»
Ο Τζαουντάτ και οι σύντροφοί του δέχθηκαν τρεις πυροβολισμούς, τρέχοντας κάθε φορά για να αποφύγουν τους ελεύθερους σκοπευτές. Τελικά, η ομάδα χωρίστηκε, καθώς οι πιο αργοί έμειναν πίσω και άλλοι χωρίστηκαν σε διάφορες διασταυρώσεις.
Κάποια στιγμή καθώς έφευγαν προς τον νότιο τμήμα του παλαιστινιακού θύλακα, Ισραηλινοί στρατιώτες σταμάτησαν τον Τζαουντάτ και μερικούς άλλους, τους οποίους ανάγκασαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά, κρατώντας τις ταυτότητές τους. Ένας άνδρας έξυσε το κεφάλι του, είπε ο Τζαουντάτ, και τον κάλεσαν οι Ισραηλινοί στρατιώτες. «Δεν είναι σίγουρος για το τι του συνέβη μετά από αυτό», είπε ακόμα.
Σε κάποια άλλη στιγμή, «πήραν περίπου 20 άνδρες και τους έγδυσαν, τους χτύπησαν, τους εξευτέλισαν και στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους. Είναι σαν κάθε φορά που οι στρατιώτες βαριούνται, να διαλέγουν έναν για να τον εκφοβίσουν και να τον ταπεινώσουν».
Αυτό δεν ήταν το χειρότερο από όσα είδε ο Τζαουντάτ στον δρόμο. Είπε ότι πέρασε μπροστά από πτώματα, είδε το κομμένο πόδι ενός μικρού κοριτσιού και μια γυναίκα γύρω στα 50, που φορούσε ακόμα τα ρούχα της προσευχής, πεσμένη νεκρή στο έδαφος.
Ο Τζαουντάτ μπορεί να κατάφερε να φτάσει στο Ντέιρ ελ Μπαλά, ωστόσο δεν γνωρίζει πόσοι άλλοι από αυτούς που επίσης έφυγαν από το Αλ Σίφα τα κατάφεραν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις