Το μετέωρο βήμα του πελαργού (6+6)
Η διαφαινόμενη έξοδος στελεχών (οι 6+6 και οι συν αυτοίς) από τον ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί την αρχή μιας δύσκολης πορείας
«Όποιος βγαίνει από το μαντρί, τον τρώει ο λύκος». Η φράση αυτή που κάποτε χρησιμοποίησε ο Ευάγγελος Αβέρωφ σχολιάζοντας εσωκομματικές εξελίξεις στη ΝΔ, έκτοτε στοιχειώνει τη σκέψη όσων δοκίμασαν να φύγουν από μεγάλα κόμματα, καθώς προειδοποιεί για το γεγονός ότι η έξοδος συχνά σημαίνει πορεία προς τη συρρίκνωση και τη διάλυση.
Βεβαίως, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα ξεκινάει πριν την έξοδο, δεν αφορά κυρίως το εάν θα υπάρξει κάποιος λύκος «εκεί έξω», αλλά ότι η τωρινή ηγεσία μάλλον θα ήθελε να δει ένα σημαντικό μέρος των στελεχών του κόμματος να βρίσκεται εκτός αυτού. Και το κάνει σαφές ακόμη και όταν εναλλάσσει «χείρα φιλίας» από τον Κασσελάκη με post που δείχνουν την πόρτα από τον Πολάκη.
Ο φόβος για την επόμενη ημέρα και η οργή και το πείσμα απέναντι στον «εισβολέα» που θέλει να σε απομονώσει αναμετρώνται όμως με την έντονη αίσθηση που -δικαίως- έχουν αυτοί οι άνθρωποι, ότι δεν μπορούν να αντέξουν τη νέα γραμμή και τη νέα αισθητική του κόμματός του. Μικρή σημασία έχει ότι έχουν και αυτοί ευθύνη για το πώς το κόμμα τους έφτασε σε αυτή την κατάσταση. Το βασικό είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να συνεχίσουν άλλο μέσα σε αυτό.
Μόνο που δεν είναι καθόλου εύκολη η απόφαση. Δεν είναι εύκολο να φύγεις από ένα κόμμα που το θεωρούσες δικό σου, δημιούργημα σου επί της ουσίας, και μάλιστα να φύγεις επειδή ήρθε κάποιος άλλος, που μέχρι κυριολεκτικά προχτές δεν ανήκε σε αυτό και τώρα σε διώχνει. Να αποδεχθείς την «έξωση» και να αντιμετωπίσεις ενδεχομένως την κατηγορία ότι παρέδωσες τα κλειδιά χωρίς να το παλέψεις όσο μπορούσες.
Είναι δύσκολη η απόφαση να ανοίξεις την πόρτα της εξόδου ιδίως όταν ο άλλος θα κρατήσει τον τίτλο, την κρατική χρηματοδότηση, πολύτιμα ιστορικά αρχεία, αποσπασμένους και μετακλητούς, τα κεντρικά γραφεία και τα περισσότερα περιφερειακά.
Γιατί το φτιάχνω κοινοβουλευτική ομάδα, ώστε να έχω παρουσία στη Βουλή και την όποια αναγνωρισιμότητα αυτή συνεπάγεται, είναι σημαντικό, αλλά -υπό τις παρούσες συνθήκες καταλήγει να- είναι το εύκολο μέρος.
Το δύσκολο είναι να φτιάξεις όντως ένα κόμμα που να μπορεί να αποκτήσει μια διαφορετική δυναμική.
Αυτό προϋποθέτει ότι έχεις κάτι να πεις.
Κάτι που αναλογεί σε ανάγκες κοινωνικές, σε αιτήματα και ερωτήματα της κοινωνίας, στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και το εάν αυτές μπορούν να απαντηθούν από μια αριστερή σκοπιά.
Διαφορετικά, η απήχηση θα περιοριστεί απλώς και μόνο σε ένα στενό πολιτικοποιημένο κοινό.
Και το να πεις κάτι το ουσιαστικό δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Ιδίως όταν όλο το προηγούμενο διάστημα επί της ουσίας δεν το έκανες και ήσουν μέρος του προβλήματος ενός ΣΥΡΙΖΑ που από το 2019 και μετά δεν συζήτησε ουσιαστικά ούτε τη στρατηγική, ούτε τη φυσιογνωμία.
Επίσης δεν αρκεί απλώς να έχεις κάτι να πεις, θα πρέπει να έχεις και έναν οργανωτικό ιστό. Ούτε εδώ τα πράγματα θα είναι εύκολα. Γιατί μπορεί να λέμε ότι πλέον η πολιτική γίνεται στα ΜΜΕ και τα social media, αλλά τα κόμματα χτίζονται ακόμη με μέλη, τοπικές και νομαρχιακές επιτροπές. Και για να έχεις οργανωτικό ιστό θα πρέπει να μπορείς και να εμπνεύσεις πολιτικά, να επικοινωνήσεις το όραμά σου, να μπορείς να πείσεις για την εφικτότητα και τη βιωσιμότητά του.
Πολλοί λένε ότι κάποιες φορές οι διασπάσεις εμπνέουν, κινητοποιούν. Για όσους είναι αποφασισμένοι και μετά τη ρήξη νιώθουν απελευθερωμένοι αυτό μπορεί να ισχύει. Όμως, αναμφισβήτητα, ταυτόχρονα οι διασπάσεις σπέρνουν και απογοήτευση και αποστράτευση και αίσθηση ήττας και ματαιότητας.
Για αυτό -επαναλαμβάνω- ότι πάνω από όλα, το πιο κρίσιμο είναι να ξέρεις που πας.
Είναι άλλο πράγμα να θες απλώς να υπάρξει μια γωνιά στο πολιτικό σκηνικό που να επιτρέπει την απλή αναπαραγωγή ενός στίγματος «ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς» και άλλο να προσπαθήσεις να δεις ποια νέα μορφή, πρακτική και σκέψη της πολιτικής θα μπορέσει να διαμορφώσει όρους στο σήμερα για ένα πείραμα ανάλογο με αυτό του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή μια αριστερά με μεγάλη κοινωνική απήχηση ικανή να υψώσει ανάστημα και να διεκδικήσει ακόμη και την εξουσία.
Γιατί στη μία περίπτωση αυτό που αναζητάς είναι η ασφάλεια και πολιτική θαλπωρή της ιδεολογικής οικειότητας. η σιγουριά της μικρής κλίμακας. Αυτή που δεν σου επιτρέπει να θέτεις μεγάλους στόχους αλλά σου επιτρέπει να νιώθεις «καλά με τον εαυτό σου».
Ενώ στην άλλη περίπτωση μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο: για το ρίσκο, την τόλμη και το θράσος να δοκιμάσεις να σκεφτείς με όρους νέων σχημάτων και νέων μορφωμάτων, για το διαρκές ξεβόλεμα του να δοκιμάσεις να αλλάξεις ο ίδιος, για μια πορεία αχαρτογράφητη αλλά γι’ αυτό περισσότερο ελπιδοφόρα.
Μπορούν; Δεν το ξέρω, αλλά ως προς αυτό θα κριθούν στο τέλος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις