Παγκόσμια οικονομία: ο ορίζοντας της στασιμότητας
Μπορεί να απομακρύνεται το άμεσο ενδεχόμενο ύφεσης, όμως η οικονομική δυναμική δείχνει διαρκώς να υποχωρεί
Η ανακοίνωση ότι στο τρίτο τρίμηνο του 2023 το αμερικανικό ΑΕΠ κατέγραφε αυξητική τάση σε ετήσια βάση 4,9% θεωρήθηκε ότι αποτελεί μια ένδειξη ότι οι ΗΠΑ δεν θα αντιμετωπίσουν μια ύφεση στο άμεσο μέλλον,
Μάλιστα, ορισμένοι προβλέπουν ακόμη και μια περίοδο σχετικά έντονης ανάπτυξης, για παράδειγμα η Goldman Sachs.
Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετοί που υποστηρίζουν ότι στον ορίζοντα υπάρχει και το ενδεχόμενο ύφεσης ιδίως σε σχέση με το που θα φτάσει το ποσοστό ανεργίας. Αυτή τη στιγμή είναι στο 3,9% και υπάρχει το ερώτημα εάν η FED θα συνεχίσει στην ίδια πολιτική επιτοκίων μέχρις ότου αυτό φτάσει στο 4,25-4,5%.
Μάλιστα ορισμένοι θεωρούν ότι θα πρέπει να κοιτάζουμε τον κανόνα Sahm. Αυτός παίρνει το όνομα του από την Claudia Sahm, που έχει εργαστεί ως οικονομολόγος για τη Sahm και τώρα εργάζεται ως ανεξάρτητη σύμβουλος, και η οποία έχει υποστηρίξει ότι ένα ασφαλές κριτήριο για μια επερχόμενη ύφεση είναι να δούμε το ποσοστό ανεργίας να είναι για τρεις μήνες τουλάχιστον 0,5% πάνω από το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δώδεκα μηνών. Στις ΗΠΑ το χαμηλότερο ποσοστό φέτος ήταν 3,4% και τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο βρέθηκε στο 3,8% και τώρα στο 3,9%.
Βεβαίως η ίδια η Sahm υποστήριξε ότι ακόμη το ποσοστό αύξησης δεν έχει «σπάσει» το φράγμα, όμως θεωρεί ότι εάν συμβεί ο δείκτης της έχει αποδειχτεί αποτελεσματικός σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις ύφεσης.
Σε κάθε περίπτωση ακόμη και εάν οι ΗΠΑ αποφύγουν την ύφεση, είναι αρκετά πιθανό να έχουν μια υποχώρηση που θα δίνει την εικόνα στασιμότητας και όχι ανάπτυξης.
Τα μηνύματα δεν είναι περισσότερο ελπιδοφόρα από τις άλλες αναπτυγμένες χώρες. Τον Οκτώβριο ο παγκόσμιος δείκτης PMI έφτασε στο 50.0 δηλαδή ακριβώς το όριο ανάμεσα στην ανάπτυξη και την συρρίκνωση. Με την εξαίρεση της πρώτης φάσης της πανδημίας όταν «πάγωσε» παγκοσμίως μεγάλο μέρος της βιομηχανικής δραστηριότητας, ο δείκτης PMI έχει να υποχωρήσει κάτω από το 50.0 από την εποχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίση το 2008-9.
Μάλιστα ορισμένες οικονομίες όπως για παράδειγμα αυτή του Καναδά αποτυπώνουν ότι υπάρχει ταυτόχρονα και αρνητική τάση ως προς την ανάπτυξη και ενεργοποίηση του κανόνα Sahm. Όσο για την Ευρώπη, στο τρίτο τρίμηνο του 2023 καταγράφηκε οριακή συρρίκνωση 0.1% για την Ευρωζώνη και ανάπτυξη μόλις 0,1% για το σύνολο της ΕΕ, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Η αίσθηση κατίσχυσης μιας ορισμένης νεοφιλελεύθερης λογικής γίνεται βασικό εμπόδιο για την κατανόηση των προκλήσεων για την παγκόσμια οικονομία
Ανησυχητικές προβλέψεις και από το ΔΝΤ
Στην ίδια κατεύθυνση της πρόβλεψης μιας τάσης προς τη στασιμότητα ακόμη και εάν αποφευχθεί η τυπική ύφεση κινείται και το ΔΝΤ.
Σε μια πρόσφατη έκθεσή του για τις οικονομίες των G20 το ΔΝΤ έκανε την πρόβλεψη ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 3% για το 2023 και στο 2,9% το 2024, όταν ο ρυθμός το 2022 ήταν 3,5%. Αυτό θα είναι ιδιαίτερα έντονο στην ΕΕ όπου η ανάπτυξη θα περιοριστεί φέτος στο 0,7%.
Κυρίως, όμως, το ΔΝΤ κάνει την ανησυχητική διαπίστωση ότι η μεσοπρόθεσμη πρόβλεψή του είναι η χαμηλότερη εδώ και δεκαετίες. Οι προβλέψεις του σε βάθος πενταετίας έχουν αυτή τη στιγμή υποχωρήσει από 4,9% το 2013 σε μόλις 3,15 φέτος.
Οι λόγοι της στασιμότητας
Η διαρκής αυτή τάση προς την οικονομική στασιμότητα, που εκφράζεται κυρίως ως χαμηλότερη ανάκαμψη μετά από κάθε κρισιακό κύκλο μπορεί να αποδοθεί σε διάφορους λόγους.
Στον πυρήνα της δείχνει να είναι μια δυσκολία να υπάρξουν τομές στην παραγωγικότητα στις αναπτυγμένες οικονομίες. Αυτό έχει να κάνει και με τη στροφή προς τις υπηρεσίες (που είναι κυρίως έντασης εργασία και συχνά εκ της φύσεως του αντικειμένου τους δεν επιτρέπουν τομές στην παραγωγικότητα), τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά και τον τρόπο που δεν υπάρχει ανάλογη έμφαση στην παραγωγική επένδυση, ιδίως όταν υπάρχει η δυνατότητα πολύ μεγαλύτερη κερδοφορία στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (που όμως έχει πάντα και τον κίνδυνο φούσκας). Επιπλέον, η διαφαινόμενη τάση προς το κατακερματισμό των διεθνών οικονομικών σχέσεων, υπό το βάρος των έντονων γεωπολιτικών διαιρέσεων και συγκρούσεων, σημαίνει ότι εμφανίζεται και μια τάση οικονομικής αποσύνδεσης που με τη σειρά της ακυρώνει τις επιπλέον δυναμικές θα έφερνε μια αύξηση των συναλλαγών.
Την ίδια στιγμή η στροφή σε αντιπληθωριστικές πολιτικές που σχεδιάστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες με βάση μια αντίληψη πληθωρισμού λόγω αυξημένης ζήτησης (και αύξησης των μισθών που τη συντηρούν) και άρα δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα ενός πληθωρισμού με αφετηρία τη μεριά της προσφοράς, επίσης έχει τον κίνδυνο να ενεργοποιήσει πληθωριστικές τάσεις.
Στασιμότητα και ένταση της ανισότητας
Αυτή η τάση προς αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης και στασιμότητα έχει επιπτώσεις που δεν κατανέμονται με τον ίδιο τρόπο παγκοσμίως. Οι αναδυόμενες αγορές οι αναπτυσσόμενες οικονομίες πληρώνουν μεγαλύτερο κόστος για την υποχώρηση της δυναμικής της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτό έχει να κάνει και με το ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως παρατηρεί το ΔΝΤ, που υπολογίζει στα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια τις χρηματοδοτικές ανάγκες των αναδυόμενων αγορών πλην Κίνας για τους αναπτυξιακούς στόχους και την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή δεν καταγράφεται κάποια μεγάλη ροή κεφαλαίων προς τα εκεί, αλλά μάλλον ροές από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες προς τις αναπτυγμένες. Και ο κατακερματισμός των άμεσων επενδύσεων με βάση γεωπολιτικές παραμέτρους δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα.
Την ίδια στιγμή, εάν κανείς δει τον τρόπο που το ΔΝΤ επιμένει στις κλασικές συνταγές της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της απελευθέρωσης αγοράς, γίνεται ότι επί της ουσίας σκέψη για το πώς θα αποφευχθεί η στασιμότητα δεν υπάρχει. Με έναν τρόπο η αίσθηση κατίσχυσης μιας ορισμένης νεοφιλελεύθερης λογικής, μετασχηματίζεται στο βασικό εμπόδιο για την κατανόηση των προκλήσεων για την παγκόσμια οικονομία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις