Νταϊανα Νάϊαντ: Κόντρα στα Κύματα
Στα 63 της χρόνια κολύμπησε από την Αβάνα της Κούβας εώς το Κι Γουέστ της Δυτικής Φλόριντα. Ποια είναι η αληθινή ιστορία πίσω από την Νταϊανα Νάϊαντ, την «πρωταγωνίστρια» της νέας ταινίας του Netflix;
Την πρώτη φορά που η Νταϊνα Νάϊαντ προσπάθησε να κολυμπήσει γύρω από το Μανχάταν, το φθινόπωρο του 1975, αποσύρθηκε νύχτα μετά από οκτώ ώρες συνεχούς κολύμβησης . «Tρέμοντας ανεξέλεγκτα, μουρμουρίζοντας ένα ασυνάρτητο ρεύμα μονοσύλλαβων», όπως έγραψε το 1978 στα απομνημονεύματά της, με τίτλο «Άλλες Ακτές». Είχε προσβληθεί από έναν ιό και της πήρε δέκα ημέρες για να ανακάμψει.
Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Στη δεύτερη προσπάθειά της, όπως έγραψε: «Ο ποταμός Χάντσον ήταν σκληρός, αλλά η δύναμη της παλίρροιας ήταν μαζί μου και σχεδόν πάγωσα στα κύματα». H Nάϊαντ το έκανε σε επτά ώρες και πενήντα επτά λεπτά, σπάζοντας το προηγούμενο ρεκόρ κατά σχεδόν μία ώρα: «Το νησί του Μανχάταν είναι δικό μου!» αναφώνησε.
Το επόμενο πρωί, οι φωτογραφίες της ήταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της Νέας Υόρκης. Η φήμη δεν άργησε να έρθει. Ο Γούντι Άλεν την κάλεσε για ραντεβού. Παρόλο που ήταν gay, η Νάϊαντ πήγε και έγιναν φίλοι. Ήταν είκοσι έξι χρονών και εντυπωσιακά όμορφη, με μεγάλα καστανά μάτια, ωραίο χαμόγελο και φακίδες. Όταν εμφανίστηκε στο «Tonight Show», η Νάϊαντ ήταν ήδη μια πετυχημένη κολυμβήτρια μεγάλων αποστάσεων, έχοντας σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ γυναικών για τη διαδρομή των είκοσι δύο μιλίων από το Κάπρι στη Νάπολη.
Τα πρώτα ρεκόρ
Η συνέχεια ήταν αναπόφευκτη. Θα κολυμπούσε από την Κούβα στη Φλόριντα: εκατόν έντεκα μίλια, το ισοδύναμο των πέντε διαβάσεων της Μάγχης και το μεγαλύτερο ανοιχτό ωκεανό στην ιστορία. Σε αυτή τη διαδρομή θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τα ισχυρά ρεύματα και τα πελώρια κύματα του Gulf Stream, καθώς και τους καρχαρίες και τις μέδουσες.
Όταν η Νάϊαντ βούτηξε στο νερό στο λιμάνι της Αβάνας ο καιρός άλλαξε δραματικά. Η ίδια δέχθηκε επίθεση από μέδουσες και τεράστια κύματα. Το ρεύμα την έσπρωξε προς το Τέξας. Είχε ήδη κολυμπήσει εβδομήντα εννέα μίλια μέσα σε σαράντα δύο ώρες, όταν η ομάδα της την έβγαλε από το νερό και της είπε πως είχε βγει εντελώς εκτός πορείας και έπρεπε να σταματήσει. Ήταν συντετριμμένη.
Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έναν χρόνο αργότερα, στα τριακοστά γενέθλιά της, έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ, κολυμπώντας εκατόν δύο μίλια από τις Μπαχάμες στη Φλόριντα, χωρίς βοήθεια και χωρίς κλουβί καρχαρία. Έπειτα δεν κολύμπησε για τριάντα χρόνια.
Η ζωή μετά τα εξήντα
Οταν η Nάϊαντ σταμάτησε να κολυμπάει, σκέφτηκε ότι τα τριάντα ήταν μια καλή ηλικία για να συνταξιοδοτηθεί ένας αθλητής. Ξεκίνησε τότε μια καριέρα ως τηλεοπτική περσόνα, στο «Wide World of Sports» και στο CNBC, και ως ραδιοφωνικός σχολιαστής για το NPR. Έμεινε σε φόρμα κάνοντας μια βόλτα με ποδήλατο εκατοντάδων μιλίων κάθε Παρασκευή. Αλλά το παρελθόν την απασχολούσε έντονα. Ήθελε να κολυμπήσει και άλλο, να διασχίσει και άλλες θάλασσες.
Στο μυαλό της τριγυρνούσε μια ιδέα που είχε την δεκαετία του 1970, να κολυμπήσει από την Κούβα στη Φλόριντα. Ένα πρωί, αγόρασε όλα τα ναυτικά διαγράμματα της επιφάνειας της γης και τα άπλωσε επάνω στο χαλί. Τα μάτια της έφτασαν στην Κούβα. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Σκέφτηκε όλες τις ιστορίες των εκατοντάδων Κουβανών που είχαν προσπαθήσει να κολυμπήσουν απέναντι– την διαδρομή αυτή άλλωστε την αποκαλούν νεκροταφείο της Αβάνας. Η Κούβα έγινε στόχος της.
Αλλά φαινόταν αδύνατο. Πώς θα μπορούσε στα εξήντα της να κάνει αυτό που δεν κατόρθωσε να κάνει στα τριάντα της; Η Νάϊαντ ανακοίνωσε την πρόθεσή της στους υπόλοιπους φίλους της σε ένα πάρτι. «Αισθάνομαι δυνατή – έχω πολύ τσι σε αυτή τη ζωή», φώναξε, κάνοντας βόλτες δίπλα στην πισίνα με ένα λευκό μαγιό. «Όταν θα περπατήσω σε αυτή την παραλία αυτή τη φορά, όλος ο κόσμος θα δει: Εξήντα είναι τα νέα σαράντα!» Και πήδηξε μέσα στο νερό.
Ο Steven Munatones, διευθυντής της Παγκόσμιας Ένωσης Κολύμβησης Ανοικτού Νερού, της είπε τότε: «Αν τρέξεις, τελικά οι αρθρώσεις σου θα σπάσουν. Στο μπάσκετ, μπορείς να καρφώσει στα είκοσι δύο, αλλά πιθανότατα όχι στα σαράντα δύο, και σίγουρα όχι στα εξήντα δύο. Αλλά η κολύμβηση είναι διαφορετική: Μπορείς να το κάνεις μέχρι την ημέρα που θα πεθάνεις.
Η Μπόνι Στολ
Προπονήτρια της σε αυτόν τον άθλο θα γίνονταν η Μπόνι Στολ, πρώην πρωταθλήτρια του Μπάντμιντον. Η Μπόνι θα γίνονταν αργότερα και η σύντροφος της. Αυτό που ήθελαν να κάνουν παρέα δεν είχε επιτευχθεί ποτέ από κανέναν, άνδρα ή γυναίκα, σε οποιαδήποτε ηλικία. Έπρεπε να περιμένουν ένα παράθυρο, όταν τα ρεύματα και ο άνεμος θα έκαναν το ταξίδι εφικτό.
Υπολόγισαν ότι η αποστολή θα κόστιζε περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια. Η Νάϊαντ χρειαζόταν ένα σκάφος με πλήρωμα και έναν έμπειρο πλοηγό που θα μπορούσε να την ακολουθήσει. Χρειαζόταν έναν γιατρό, σε περίπτωση που κατέρρεε στο νερό. (Το 1959, ο Ελληνας κολυμβητής Jason Zirganos, προσπαθώντας να διασχίσει τη Βόρεια Μάγχη της Ιρλανδικής Θάλασσας, σταμάτησε ξαφνικά να αναπνέει μετά από δεκαέξι και μισή ώρες. Ο γιατρός του έκοψε το στήθος του με ένα μαχαίρι τσέπης και του έκανε μασάζ ανοιχτής καρδιάς, αλλά ο Ζιργκάνος πέθανε πριν φτάσουν στην ξηρά.)
Η Νάϊαντ θα χρειαζόταν χειριστές που θα ήταν διαθέσιμοι ενώ κολυμπούσε, έτσι ώστε να μπορούν να της δίνουν φαγητό από το σκάφος. Σύμφωνα με τους κανόνες του αθλήματος, θα έπρεπε να την ταΐσουν χωρίς να την αγγίξουν, σαν να δίνουν ψάρια σε ένα δελφίνι. Επίσης όλο το πλήρωμα θα χρειαζόταν αεροπορικά εισιτήρια και έγγραφα για να φτάσει στην Κούβα. Άρχισαν να μαζεύουν χρήματα.
Ξεκίνησε την εκπαίδευση. Πέρασε το πρώτο εξάμηνο του 2010 πηγαίνοντας για δώδεκα ώρες προπόνησης, έπειτα δεκαοκτώ, και στη συνέχεια είκοσι τέσσερις ώρες. Στις αρχές του καλοκαιριού του 2010, η Νάϊαντ και η Στολ πήγαν στη Φλόριντα και περίμεναν τις κατάλληλες συνθήκες. Περίμεναν ενενήντα ολόκληρες μέρες. Σύμφωνα με την Νάϊαντ «οι άνεμοι δεν σταμάτησαν ποτέ να έρχονται από την Ανατολή. Και όταν έρχονταν από την ανατολή σχημάτιζαν τεράστια κύματα. Και δεν μπορούσες να το κάνεις».
Σύμφωνα με τον Munatones, oι κολυμβητές ανοιχτής θάλασσας πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν το μυαλό τους – είναι το μόνο που μπορούν να ελέγξουν, σε αντίθεση με τον καιρό, τους καρχαρίες και τα ρεύματα. «Αισθάνονται άρρωστοι ή κρυωμένοι ή οτιδήποτε άλλο, πρέπει να είναι σε θέση να σκεφτούν κάτι άλλο για να συνεχίσουν».
Ο τρομαχτικός Άρης
Η μητέρα της Νάϊαντ, Lucy Curtis, γεννήθηκε σε μια πλούσια οικογένεια. Παρόλα αυτά η Λούσι μεγάλωσε στη Γαλλία με συγγενείς καθώς η μητέρα της δεν την ήθελε. Ηταν δεκαεπτά ετών όταν ο πόλεμος έφτασε στο Παρίσι, και με το αμερικανικό διαβατήριό της, δραπέτευσε για το Μανχάταν.
Αργότερα η Λούσι παντρεύτηκε τον Αριστοτέλη Νάϊαντ, έναν Έλληνo-Αιγύπτιο που έμοιαζε με τον Ομάρ Σαρίφ. Ο Αριστοτέλης Νάϊαντ ήταν ένας απατεώνας, και η οικογένεια – η Λούσι, η Νταϊάνα, η αδελφή της, Λίζα, και ο αδελφός τους, ο Ουίλιαμ, ο οποίος ήταν σχιζοφρενής, έπρεπε να κινούνται συχνά για να αποφύγουν αυτούς που είχε εξαπατήσει. Η Νάϊαντ τον θυμάται ως διασκεδαστικό και τρομακτικό. Ο Άρης, όπως τον αποκαλούσαν, είχε βίαιο χαρακτήρα και αρκετές φορές η Λούσι είχε καταλήξει και στο νοσοκομείο.
Κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας ο Άρης εξαφανίστηκε. Στην εφηβία ήταν άλλωστε καλύτερα μακριά. Όταν ήταν έντεκα, την πήρε στην παραλία μαζί του, και όταν σταμάτησαν την κολύμβηση για να πλύνουν την άμμο, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Μετά από αυτό η Νάϊαντ ένοιωθε πιο ασφαλής και ελεύθερη μόνο κάτω από το νερό. Στην έβδομη τάξη στο Pine Crest School, στη Φλόριντα, η Νάϊαντ βρήκε έναν μέντορα: τον Jack Nelson, τον προπονητή κολύμβησης της, έναν πρώην Ολυμπιονίκη, ο οποίος την έπεισε ότι με τη βοήθειά του θα μπορούσε να γίνει αστέρι. Εκείνος δεν άργησε να την κακοποιήσει. Σε όλο το γυμνάσιο συναντιόντουσαν σε δωμάτια ξενοδοχείων, στο γραφείο του, στο αυτοκίνητό του και την κακοποιούσε. Δεν θα ήταν ποτέ μια μεγάλη κολυμβήτρια χωρίς αυτόν, της έλεγε, και για αυτό ήθελε αντάλλαγμα.
Εκείνος δεν άργησε να την κακοποιήσει. Σε όλο το γυμνάσιο συναντιόντουσαν σε δωμάτια ξενοδοχείων, στο γραφείο του, στο αυτοκίνητό του και την κακοποιούσε. Δεν θα ήταν ποτέ μια μεγάλη κολυμβήτρια χωρίς αυτόν, της έλεγε, και για αυτό ήθελε αντάλλαγμα.
Η τελική ευθεία
Το βράδυ της 7ης Αυγούστου 2011, μετά από ένα δεύτερο χρόνο εκπαίδευσης, η Νάϊαντ, η Στολ και το πλήρωμά τους ξεκινούν από το λιμάνι της Αβάνας για το μεγάλο ταξίδι. Για να κολυμπήσει εως την Κούβα, η Nάϊαντ, ακολούθησε ένα φωτισμένο μονοπάτι μέσα στο νερό. Η ομάδα της είχε φτιάξει μια λωρίδα από L.E.D.s έτσι ώστε να μπορεί να κολυμπήσει μέσα σε αυτό.
Όμως μέχρι το τέλος της πρώτης νύχτας, είχε έναν βασανιστικό πόνο στον δεξιό ώμο της. Λίγες ώρες αργότερα, υπέστη μια σοβαρή επίθεση άσθματος, την πρώτη που είχε ποτέ στο νερό. Ο γιατρός της μπήκε στο νερό για να της δώσει εισπνοές από μια συσκευή εισπνοής. Στις είκοσι εννέα ώρες, βγήκε από το νερό, αφυδατωμένη και εμετούς. Μετά και από αυτή την αποτυχία της δήλωσε το εξής: «Νομίζω ότι θα πρέπει να πάω στον τάφο μου χωρίς να κολυμπήσω από την Κούβα στη Φλόριντα».
Εξι μήνες αργότερα, προσπάθησε ξανά. Ο καιρός και το νερό ήταν άψογα. Ξαφνικά, γύρω στις 8 μ.μ., ένιωσε έναν πόνο που δεν είχε βιώσει ποτέ πριν. Είχε τσιμπηθεί από ένα σμήνος μέδουσες, το πιο δηλητηριώδες πλάσμα στον ωκεανό – ένα σχεδόν μυθολογικό τέρας με εικοσιτέσσερα μάτια και πλοκάμια τριών ποδιών που εγχέουν ένα δηλητήριο που μπορεί να προκαλέσει καρδιαγγειακή κατάρρευση και εγκεφαλική αιμορραγία. Ένας ιατρικός τεχνικός έκτακτης ανάγκης πήδηξε μέσα για να σκουπίσει τα ζελατινώδη πλοκάμια και τσιμπήθηκε στη διαδικασία. Επέστρεψε στη βάρκα, έκανε ένεση με επινεφρίνη και κατέρρευσε στο κατάστρωμα. Παρόλα αυτά η Νάϊαντ παρέμεινε στον ωκεανό. Αλλά μετά από τριάντα επτά ώρες, έδωσαν στην κολυμβήτρια άσχημα νέα. Της είπαν: «Θέλεις να πας στις Μπαχάμες;» Και είπε, «όχι, δεν θέλω να πάω στις Μπαχάμες!» Και είπαν: «Τότε τελείωσε. Τελειώσαμε».
Παρόλα αυτά η Νάϊαντ παρέμεινε στον ωκεανό. Αλλά μετά από τριάντα επτά ώρες, έδωσαν στην κολυμβήτρια άσχημα νέα. Της είπαν: «Θέλεις να πας στις Μπαχάμες;» Και είπε, «όχι, δεν θέλω να πάω στις Μπαχάμες!»
Φλόριντα-Κούβα
Μετά το σχεδόν θανατηφόρο κολύμπι το 2011, η Στολ και η Νάϊαντ ήταν βαθιά διχασμένες για το αν τελικά θα έφταναν ποτέ στο όνειρο της Κούβας. Η τέταρτη προσπάθεια ήταν και αυτή αποτυχημένη. Και η Στολ είπε ότι δεν θα την συνοδεύσει σε μια πέμπτη προσπάθεια. Πίστευε ότι καμία προετοιμασία δεν θα μπορούσε να είναι πλέον αρκετή. Αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάει μαζί της.
Στην Αβάνα, το βράδυ πριν από το κολύμπι, η Νάϊαντ αισθάνθηκε ένα δυνατό κρύο . Την πρώτη της νύχτα στο νερό, η μάσκα της έγδερνε το πρόσωπο της και την ανάγκασε να καταπιεί πάρα πολύ νερό. Τη δεύτερη νύχτα χτυπήθηκε από μια καταιγίδα, και τα σκάφη υποστήριξης έπρεπε να φύγουν μακριά για να μην την χτυπήσουν. Εκείνη συνέχισε τον δρόμο της για το Κι Γουέστ. Δεν υπήρχαν ούτε καρχαρίες, ούτε ρεύματα, ούτε άνεμος.
Καθώς η Νάϊαντ πλησίαζε την ακτή της Φλόριντα, η ομάδα στο σκάφος το είδε πριν το κάνει. Στις δύο το απόγευμα, η Νάϊαντ σκόνταψε πάνω στην άμμο, όπου εκατοντάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί για να την υποδεκτούν. Η Στολ στάθηκε μπροστά της, προτρέποντας την να προχωρήσει, μέχρι που τελικά η Νάϊαντ βγήκε από το νερό και έπεσε στην αγκαλιά της. Κατάφερε να πει στο πλήθος: «Ποτέ δεν είσαι πολύ μεγάλη για να κυνηγήσεις το όνειρό σου».
«Ποτέ δεν είσαι πολύ μεγάλη για να κυνηγήσεις το όνειρό σου».
Το «κύκνειο άσμα»
Χρόνια αργότερα η Νάϊαντ είχε ένα όραμα. Κολυμπούσε σε μια πισίνα. Ήταν πολύ μεγάλη πλέον. Φαινόταν κουρασμένη και ταλαιπωρημένη και εύθραυστη. Έπινε νερό μέσα από ένα καλαμάκι με τη βοήθεια της Στολ. Να ήταν άραγε η τελευταία φορά που θα κολυμπούσε; Aλλά δεν σταμάτησε. Ο κόσμος ήρθε δίπλα της και την ενθάρρυνε. Η Νταϊάνα Νάϊαντ δεν θα πάψει να κολυμπάει μέχρι να έρθει η ώρα της.
Mε στοιχεία από τον New Yorker, τεύχος 10ης Φεβρουαρίου 2014, και από τους New York Times.
- Παραμονή Χριστουγέννων στο MEGA με την Άννα Βίσση
- O Lil Baby έχασε 8 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε μια ημέρα τζογάροντας και ο 50 Cent απόρησε
- Έφυγε από τη ζωή ο πρώην δήμαρχος Ηρακλείου Αττικής Γιώργος Γρηγοριάδης
- Κακοκαιρία: Επελαύνει η «Elena» – Χριστούγεννα με κρύο, βροχές και χιόνια
- «Ο Δουβίκας ζήτησε να φύγει από την Θέλτα»
- Πώς τα social media γέννησαν μια γενιά εφήβων κοριτσιών με κρέμες αντιγύρανσης