Για μια δεκαπενταετία περίπου ο Ευγένιος Ο’Νηλ είχε αναλάβει να παίξει το ρόλο της πρώτης δραματουργικής φυσιογνωμίας του κόσμου. Ο Μπέρναρ Σω ζούσε βέβαια πάντα, κι’ ο Πιραντέλλο δεν πέθανε παρά στα 1936. Όμως ο συγγραφέας της «Αγίας Ιωάννας» ανήκε ουσιαστικά στα τέλη του περασμένου αιώνα, όσο κι’ αν μερικά από τα καλλίτερα έργα του τα έγραψε στις αρχές του τωρινού, κι’ ο Πιραντέλλο, πάλι, επιζούσε του πιραντελλισμού. Ο κόσμος χρειαζόταν ένα μεγάλο δραματικό συγγραφέα.

Ο Ο’Νηλ έφερνε μαζί του το άρωμα, το μήνυμα μιας καινούργιας ηπείρου. Η Αμερική, που ανακαλύπτεται αλλεπάλληλα μετά τα 1945, πριν από τα 1939 είταν ακόμα μια χώρα καινούργια, που περίμενε ν’ ανακαλυφθεί. Έκπληκτος ο ευρωπαϊκός κόσμος εμάθαινε πως κι’ εκεί κάτω υπήρχε φτώχεια, πόνος, πάλη για την ύπαρξη, έρωτας, αγωνία. Έκπληκτος αλλά και γοητευμένος: Ώστε η γριά ήπειρος δεν είταν ολομόναχη, έρημη! Κι’ άλλοι, κάτω από άλλους ουρανούς, ζούσαν κάτι από το μαρτύριό της! Η συντροφιά στη δυστυχία είναι μισή παρηγοριά. Αγαπήσαμε τον Ο’Νηλ γιατί μας πληροφόρησε πως ο ανθρώπινος ιδρώτας περιρρέει την υδρόγειο, δεν «πίνεται» ούτε από τους εύφορους κάμπους της Καλιφόρνιας. Μια Αμερική μόνο με δολλάρια είτανε κόσμος ξένος. Μια Αμερική με πόνο κι’ αγωνία είτανε κόσμος αδερφικός.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.12.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο αίσθημα αυτό προσθέσετε μια μαγεία, αναγκαστικά καινούργια, όταν πια όλες οι γεωγραφικές εκπλήξεις της Ευρώπης είχαν εξαντληθεί. Η ανθρωπότης μένει πάντοτε παιδική, ζητάει από τον εξωτισμό ό,τι δεν της προσφέρει πια το παραμύθι. Το δεύτερο θεωρείται απλοϊκό, ο πρώτος ραφινάτος. Η χάρη του Ο’Νηλ είναι πως έφερε ανεπίγνωστα ίσως έναν εξωτισμό που δεν είταν ζευγαρωμένος με τη ζωική ερασιτεχνία. Ούτε Λοτί, ούτε Σαντούρν ή Φωκονιέ. Ο συγγραφέας της «Άννας Κρίστι» δεν είναι περιηγητής. Είναι εργάτης, που έκανε ναυτικός, και που θα είναι πάντα φυματικός. Οι φωτογραφίες του δείχνουν ένα βασανισμένο πρόσωπο, ρουφηγμένα μάγουλα, μάτια πυρακτωμένα από εσωτερική, υψωμένη θερμοκρασία. Οι πιο γνήσια συγκινητικοί τόνοι του είναι αυτοί που αναδίνονται από τα θαλασσινά του μονόπρακτα και τα ρεαλιστικά πολύπρακτα: το «Πέρα από τον ορίζοντα», την «Άννα Κρίστι», τους «Πόθους κάτω από τις λεύκες». Εκεί που ο συγγραφέας κάνει τη μαρτυρική του κατάθεση δεν έχει ακόμα γίνει διανοούμενος.

Σύνθεση παράδοξη από ρώμη κι’ αδυναμίες. Κάθε τόσο βλέπουμε τον Ο’Νηλ να ξεκινάει αρρενωπός, και να ξεπέφτει στην αισθηματολογία. Τον βλέπουμε να σχεδιάζει συμπλέγματα αδρά, συγκρούσεις προορισμένες να φτάσουν στον παροξυσμό, στο σπασμό, και ξάφνου να διαλύονται σε θηλυκή έκλυση. Είναι ειλικρινής κ’ είναι γνήσιος, σ’ αυτό δε χωράει καμμιά αμφιβολία, όμως είναι ανίκανος να συλλάβει το βαθύτερα συνταρακτικό, επαφίεται λοιπόν στο «συγκινητικό». Ξεκινάει πάντα για την Τραγωδία. Προσγειώνεται στο Δράμα. Συγχέει την ανθρωπιά με την περιπάθεια. Του λείπει η εσωτερική αυστηρότητα της μεγαλοφυΐας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.12.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Με τα ρεαλιστικά του μόνο έργα ο Ο’Νηλ θα γινόταν γνωστός ίσως, δεν θα εδέσποζε. Έφτασε να δεσπόσει με τους πειραματισμούς του. Εγκαινιάζοντας τον αβανγκαρντισμό της χώρας του, μεταπηδάει από τον εξπρεσσιονισμό στο συμβολισμό, και πάλι πίσω, δοκιμάζει τις μάσκες, το Χορό, τον μονόλογο, πασχίζει να δημιουργήσει καινούργια εκφραστικά μέσα, σπάζει τα προπλάσματά του, περνάει από τεχνική σε τεχνική. Ουσιαστικά, η μόνη τεχνική που του είναι οικεία μένει πάντοτε η κληρονομημένη, η ιψενική. Με ζήλο όμως αξιέπαινο, συγκινητικό, αγωνίζεται να βρει το εκφραστικό όργανο της εποχής του. Θέλει το θέατρο ικανό να εκφράσει πολύ περισσότερα από όσα χωράει η σκηνή-κουτί κ’ η σκηνογραφία-σαλόνι. Ορθά διαισθάνεται πως, αν από τον 19ο αιώνα κι’ εδώθε έχουμε φιμωθεί, πεδικλωθεί, καθηλωθεί, σ’ αυτό δεν φταίει το θέατρο σαν είδος, αλλά το θέατρο σαν αντίληψη. Η τεχνική που καθιέρωσαν, πρακτικά και θεωρητικά, ο Γάλλοι, με τον Σκριμπ, τον Ωζιέ και τον Δουμά γιο πάνω στη σκηνή, το γερο-Σαρσαί στην πλατεία, έχει γίνει ασφυχτική. Είναι το κρεββάτι του Προκρούστη, όπου δεν χωράει παρά μόνο το απολύτως μέτριο και το επί μέτρω. Ο Ο’Νηλ, όπως κι’ ο Ίψεν της ηρωικής περιόδου, θέλει ν’ αερίσει αυτόν το χώρο, ν’ αφήσει να κυκλοφορήσουν πάλι μέσα του ρεύματα οικουμενικά, ωκεάνεια, μεταφυσικά. Αποτυχαίνει. Ο «Μάρκο Πόλο» του μοιάζει με κακέκτυπο του «Πέερ Γκυντ» και το «Παράξενο Ιντερμέδιο» καθηλώνεται σε μια θανάσιμη ακινησία. Μονάχα την Ιστορία μπορούν πια να ενδιαφέρουν «Ο Λάζαρος που γέλασε», η «Μαλλιαρή μαϊμού», «Ο μέγας θεός Μπράουν»…


Η περιπλάνηση, η περιπέτεια, άξιζε λοιπόν τον κόπο; Τελικά, σαν περίπτωση αντιπροσωπευτική μιας εποχής, πρέπει να θεωρήσουμε πως ναι. Ο Ευγένιος Ο’Νηλ δεν θέλησε να ξιππάσει, όπως και δεν εφησύχασε. Εύκολο θα του είταν, όπως γίνεται συχνά με τους συγγραφείς, να φιλοτεχνήσει ένα ορισμένο θεατρικό ύφος και είδος, και μ’ αυτό για βάση σίγουρη να κάνει τις περιοδικές του εξορμήσεις για την κατάκτηση της επιτυχίας. Όμως, μια τέτοια μέθοδο, είταν φανερό πως η παλλόμενη καλλιτεχνική ψυχή του την απέκρουε. Προτίμησε την ποντοπορία, την αέναη περιπλάνηση, την παράφορη αναζήτηση, κι’ έστρεψε αποφασιστικά τη ράχη του σε κάθε λιμάνι. Έτσι αξιώθηκε, μία τουλάχιστον φορά, να προσεγγίσει το παράτολμο ιδανικό του, στην τριλογία των Μάννον «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Ίσως αυτό θα είναι το έργο του που θα τον θυμίζει όταν δεν θα είναι πια ο ίδιος παρών.

Και θα τον θυμίζει ακόμα όσο τουλάχιστον θα υπάρχουμε εμείς η αγωνία του, η αγρύπνια της συνείδησής του, η φλόγα του πυρετού του, ο σπαραγμός ενός κόσμου δίχως υπερβατικά πια ερείσματα, και που αγωνίζεται, για να υπάρξει, να δημιουργήσει στηρίγματα στο Χάος.

*Κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, που έφερε τον τίτλο «Μετά την περιπλάνηση» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 1953.

Ο Ευγένιος Ο’Νηλ (Eugene O’Neill), ένας από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1888 σε ένα ξενοδοχείο του Mανχάταν, στην πόλη της Νέας Υόρκης.

Ο αποκληθείς και πατέρας του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου, γιος τού ιρλανδικής καταγωγής διάσημου ηθοποιού Τζέιμς Ο’Νηλ (James O’Neill) και της Έλλα Κουίνλαν (Mary Ellen Ella Quinlan), διήγαγε στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα έναν ταραχώδη βίο εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών.


Κυνηγώντας το προσωπικό του όνειρο, και έχοντας επίγνωση της θεατρικής πραγματικότητας και των υψηλών προσδοκιών του αμερικανικού θεάτρου εκείνη την περίοδο, ο Ο’Νηλ άρχισε να γράφει το φθινόπωρο του 1913.

Έργο του Ο’Νηλ («Πλέοντας ανατολικά για το Κάρντιφ», Bound East for Cardiff, μονόπρακτο γραμμένο την άνοιξη του 1914) ανέβηκε πρώτη φορά από θίασο της Νέας Υόρκης το φθινόπωρο του 1916.


Στο Μπρόντγουεϊ ο Ο’Νηλ πρωτοεμφανίστηκε το 1920 με το έργο «Πέρα απ’ τον Ορίζοντα» (Beyond the Horizon), με το οποίο έμελλε να κερδίσει πρώτη φορά το βραβείο Πούλιτζερ.

Ύψιστη τιμητική διάκριση για τον Ο’Νηλ υπήρξε το Νομπέλ Λογοτεχνίας, το οποίο απέσπασε το 1936.


Στα σημαντικότερα δημιουργήματά του συγκαταλέγονται τα έργα του «Ο Μαλλιαρός Πίθηκος» (The Hairy Ape, 1922), «Άννα Κρίστι» (Anna Christie, 1922, βραβείο Πούλιτζερ), «Πόθοι Κάτω από τις Λεύκες» (Desire Under the Elms, 1924), «Παράξενο Ιντερμέτζο» (Strange Interlude, 1928, βραβείο Πούλιτζερ), «Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (Mourning Becomes Electra, 1931), «Ο Παγοπώλης Έρχεται» (The Iceman Cometh, 1939) και «Το Μεγάλο Ταξίδι της Μέρας Μέσα στη Νύχτα» (Long Day’s Journey into Night, 1956).

Ο Ευγένιος Ο’Νηλ απεβίωσε στη Βοστώνη στις 27 Νοεμβρίου 1953.