Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις κυβέρνηση και συνδικάτων σε ο,τι αφορά την εξέλιξη των μισθών τα επόμενα χρόνια. Η κυβέρνηση θεωρεί πως είναι εφικτή η διαμόρφωση των μέσων μισθών στα 1.500 ευρώ έως το τέλος της τετραετίας, ενώ τα συνδικάτα εκτιμούν ότι η πρωθυπουργική υπόσχεση θα μείνει «κενό γράμμα», εάν δεν επανέλθει το προ οικονομικής κρίσης καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Το θέμα των μισθών έθεσε χθες στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας κυρία Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Γ. Παναγόπουλος επισημαίνοντας πως στην εποχή της ακρίβειας και της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των αμοιβών, την οποία διανύουμε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος ενίσχυσης των εργαζομένων.

Όμως για α συμβεί αυτό, θα πρέπει να αποκατασταθεί το πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων, το εργατικό δίκαιο και κυρίως να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις και η Εθνική Γενική Σύμβαση η οποία ρυθμίζει τον κατώτατο μισθό, σημείωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ.

«Οι κλαδικές συμβάσεις έχουν κυριολεκτικά διαλυθεί», ανέφερε στην αποστροφή του λόγου του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ

Ο κ. Παναγόπουλος εκτίμησε πως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας «βλέπει τα προβλήματα» και πως «ο λόγος της θα ακουσθεί».

Αυτό όμως απαιτεί να αποκατασταθεί το δίκαιο και το λογικό, όπως νομίζω αναγνωρίζει και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων, το εργατικό δίκαιο και κυρίως να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις και η Εθνική Γενική, η οποία   ρυθμίζει   τον   κατώτατο   μισθό   και   οι   Κλαδικές   Συμβάσεις   οι   οποίες κυριολεκτικά  έχουν  διαλυθεί.

Οι συμβάσεις

«Οι κλαδικές συμβάσεις έχουν κυριολεκτικά διαλυθεί», ανέφερε στην αποστροφή του λόγου του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ.

Οι μισθοί κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης υπέστησαν τεράστιες αριθμητικές απώλειες, αλλά το σημαντικότερο απώλεσαν και το θεσμικό καθεστώς διαμόρφωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Η κατάρρευση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας έχει ως αποτέλεσμα την απομείωση των μέσων μισθών. Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι από τις ελάχιστες κλαδικές συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2022 – συνολικά εικοσιτέσσερις –  μόλις οι εννέα προέβλεπαν αυξήσεις μισθών. Οι υπόλοιπες διατηρούν αμετάβλητες τις αμοιβές όπως είχαν διαμορφωθεί από τις προηγούμενες συμβάσεις.

Κι αυτό την ώρα που τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι Έλληνες εργάζονται 41 ώρες την εβδομάδα, δηλαδή περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο, ενώ αμείβονται λιγότερο.

Ο κ. Παναγόπουλος εκτίμησε πως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας «βλέπει τα προβλήματα» και πως «ο λόγος της θα ακουσθεί»

Αναπροσαρμογή

Η «επιστροφή των μισθών» και των μέσων αμοιβών – που προαναγγελει η κυβέρνηση για την επόμενη τετραετία -, προϋποθέτει την αναπροσαρμογή – όχι μόνο του κατώτατου μισθού – αλλά και των υπολοίπων μισθών, στους οποίους – έως τώρα – δεν «περνούν οι αυξήσεις», που δίδονται στα κατώτατα όρια.

Μπορεί – μετά την τελευταία αύξηση – οι κατώτατοι μισθοί να επανήλθαν  στα προ της κρίσης επίπεδα, αλλά οι λεγόμενοι «μέσοι μισθοί», ελάχιστα επηρεάσθηκαν από τις αυξήσεις που δόθηκαν στα κατώτατα όρια των αμοιβών. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο το 80% των εργαζομένων δεν έχουν «δει» καμία αλλαγή στις αμοιβές του, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις  του κατώτατου μισθού.

Αποκατάσταση

Για να επιτευχθεί αυτό – όπως και για να φθάσει ο μέσος μισθός τα 1.500 ευρώ θα πρέπει να αποκατασταθεί το νομικό καθεστώς (που κατήργησαν τα μνημόνια), το οποίο ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΦΚΑ – σήμερα – οι μέσες μεικτές αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται σε μόλις 1.038 ευρώ. Ένας στους τέσσερις μισθωτούς (26%) και συγκεκριμένα 640.718 άτομα σε σύνολο 2.455.046 που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, είναι με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και λαμβάνουν κατά μέσο όρο μισθό 430,81 ευρώ, που αντιστοιχεί «καθαρά» στην τσέπη τους, περί τα 346 ευρώ.

Τέλος, ο ΟΟΣΑ, κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη θέση από το τέλος –  σε σύνολο 38 χωρών – αναφορικά με το ύψος του μέσου μισθού.

Πηγή: OT