Χάρης Παπαδημητρακόπουλος: «Eύκολα ξεχνάς αυτό που βλέπεις αλλά ποτέ αυτό που νιώθεις»
Ο βραβευμένος φωτογράφος αποκαλύπτει μυστικά της τέχνης του και ιστορίες πίσω από στιγμιότυπα της καραντίνας, του Ground Zero στο Μανχάταν και πορτρέτα διασήμων
Βασική του δουλειά είναι το πορτρέτο. Μάλλον, βασική του δουλειά, αδιαίρετη από τη ζωή του, είναι η φωτογραφία.
Ο Χάρης Παπαδημητρακόπουλος έχει διανύσει χιλιόμετρα με τη μηχανή του.
Το βασικό: ο Χάρης δεν φωτογραφίζει αυτό που βλέπουμε όλοι.
Κι εδώ έρχεται η λειτουργία και η ικανότητα που κάνει την εργασία του Τέχνη. Το έχει αποδείξει με πολέμους, με πορτρέτα θρύλων, με τόπους.
Με το σοκαριστικό Ground Zero, έναν χρόνο μετά την 11/9. Με τα κλειστά σπίτια και την αίσθηση της ερήμωσης και της ατομικότητας την περίοδο της καραντίνας που έγινε βιβλίο.
Ο Παπαδημητρακόπουλος θυμίζει πως για να είσαι καλός φωτογράφος πρέπει να έχεις διαβάσει πολύ.
Για να δεις αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν δεν απαιτεί απλώς καλά τεχνικά μέσα – στην ψηφιακή εποχή όλοι φωτογραφίζουν ε; –, απαιτεί και έναν βαθμό καλλιέργειας, ταλέντου, ματιάς στην ίδια τη ζωή.
Θα χαμογελά τώρα που θα διαβάζει αυτές τις γραμμές, το μαντεύω, είναι στην Κωνσταντινούπολη για τι άλλο: για φωτογραφίες.
Βρίσκει χρόνο να μας ξεκλειδώσει μυστικά και ιστορίες.
Πώς είναι να σε έχει εμπιστευθεί ο Μιγκ Τζάγκερ, ο Λέονταρντ Κοέν ή ο μελαγχολικός και σοφός Βέγγος; Πώς είναι να εξελίσσεται η καταστροφή μπροστά σου και να πρέπει να την περάσεις στην Ιστορία με τα κλικ σου; Πώς σπάει η τρέχουσα κάλυψη και γίνεται άχρονο ντοκουμέντο;
Ο Παπαδημητρακόπουλος έχει τις απαντήσεις.
Μια πρώτη ερώτηση έχει να κάνει με την ίδια τη φιλοσοφία της φωτογραφίας. Αναρωτιέμαι αν σήμερα με τα smart phones ζούμε τη φρενίτιδα της αποτύπωσης ή αντίθετα οι τόσοι τρόποι θέασης μας κρύβουν κι άλλο τον κόσμο μας, τα ήθη μας, την πραγματική μας διάθεση…
Σίγουρα τη ζούμε αυτή τη φρενίτιδα, ζούμε όμως και μέσα στην προέκτασή της, δηλαδή μέσα στα social media.
Και εκεί η κατάσταση αρχίζει και μπερδεύεται πολύ αφού για τα social media ταιριάζει απόλυτα η φράση του Τσαρούχη, το ότι δηλαδή «είσαι ό,τι δηλώσεις».
Ξέρω για παράδειγμα ανθρώπους ανελέητα μόνους κι έρημους που συντηρούν μια εντελώς αντίθετη εικόνα τους στο Facebook και στο Instagram.
Μην ξεχνάτε βέβαια πως αυτή η εξαντλητικά γρήγορη εναλλαγή των εικόνων βάζει όλες τις φωτογραφίες σε μία κατσαρόλα που θα φτιάξει ένα πολύ μέτριο φαγητό και όπου πάρα πολύ δύσκολα θα ξεχωρίσει μία πραγματικά καλή φωτογραφία.
Οταν όμως αυτό η συμβεί η φωτογραφία αυτή θα λάμπει σαν ένα διαμάντι στον βούρκο.
Αυτό εννοείται πως ισχύει και για τους αμέτρητους πλέον φωτογράφους και προφανώς και για κάποιους από τους πελάτες τους.
Ζείτε, εργάζεστε με τη μηχανή – σχεδόν προέκταση του χεριού σας. Καθημερινότητα, πόλη, ζωή. Τι σας κινητοποιεί μέσα σας κάθε πρωί να δείτε διαφορετικά όσα εξελίσσονται γύρω σας; Γιατί δηλαδή αγαπάτε τη φωτογραφία;
Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς να τραβάω φωτογραφίες.
Πάντοτε βρίσκω στη φωτογραφία κάτι καινούργιο για να παθιαστώ και στην επαγγελματική δουλειά μου προσπαθώ να κάνω την κάθε ημέρα σαν να είναι η πρώτη της καριέρας μου.
Κάθε φορά να είναι σαν να ξεκινάς από το απόλυτο σκοτάδι και με το φως να δημιουργείς τον δικό σου κόσμο μέσα στο κάδρο.
Πριν από λίγα χρόνια παραλίγο να πεθάνω από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας (που ευτυχώς πέρασε) και την ώρα που με πήγαιναν στο χειρουργείο εγώ σκεφτόμουν πόσες φωτογραφίες δεν έχω προλάβει ακόμη να τραβήξω.
Και – κακά τα ψέματα – ότι κι αν συμβαίνει γύρω σου εσύ ως φωτογράφος πρώτα και κατ’ αρχήν καδράρεις και μετά όλα τα υπόλοιπα.
Κάθε πρωί, πολύ πρωί και ανεξάρτητα με το τι θα φωτογραφίσω μέσα στην ημέρα μου επαγγελματικά, χαμογελώ στον καθρέφτη μου, του λέω «είμαι εδώ, χαρούμενος και τυχερός» και βγαίνω με την κάμερά μου στους δρόμους βρίσκοντας σχεδόν πάντα κάτι καινούργιο στις ίδιες σχεδόν διαδρομές.
Ξανά και ξανά, αχόρταγα.
Κι έχει σημασία, σε σχέση με το προηγούμενο, να μας πείτε πώς μυηθήκατε στην Τέχνη αυτή…
Ο αδερφός της μητέρας μου ήταν ο σκηνοθέτης Λάμπρος Λιαρόπουλος.
Η φωτογραφία τού καταπληκτικού Σταύρου Χασάπη στις ταινίες του θείου μου πάντα με εντυπωσίαζε και όπως καταλαβαίνετε το μικρόβιο εύκολα και γρήγορα μεταδόθηκε.
Ξεκίνησα πολύ μικρός, δεκαοκτώ χρονών ήμουν ήδη στα περιοδικά και έπεσα κατευθείαν στα βαθιά.
Ευτυχώς είχα την τύχη να με πάρει από το χέρι στα πρώτα μου χρόνια στον κραταιό τότε «Ταχυδρόμο» η συγκλονιστική διευθύντριά του, η Ρούλα Μήτροπούλου που δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας.
Ηταν ανελέητα πολλή η δουλειά στα χρυσά χρόνια των περιοδικών, ευτυχώς τα έζησα μέχρι το μεδούλι τους και είμαι περήφανος για αυτό, έχω βέβαια και γερό στομάχι.
Θεωρείτε πως το μέλλον θα ανήκει στη φωτογραφία ή στην απόσπαση ενός μέρους της κινούμενης εικόνας;
Ολα ξεκίνησαν από τη φωτογραφία, εξάλλου αυτό είναι και ο κινηματογράφος: είναι 24 φωτογραφικά καρέ το δευτερόλεπτο με ήχο ή χωρίς.
Η εξέλιξη του μέσου είναι προφανώς ιλιγγιώδης αλλά πάντοτε υπάρχει ο άνθρωπος που πατάει το κουμπί – το όποιο κουμπί – τη στιγμή που αυτός το αποφασίζει. Και εκείνη τη στιγμή ξεκινούν ή και τελειώνουν όλα.
Το Photoshop είναι παρεμβολή για εσάς στον ίδιο τον ιστορικό χρόνο που αποτυπώνει το κλικ ή αναγκαία παρέμβαση;
Κάποιες φορές είναι αναγκαία η παρέμβαση, κυρίως όμως για τεχνικούς λόγους, δηλαδή είτε για τα χρώματα είτε για το contrast για παράδειγμα.
Στην ειδησεογραφική όμως φωτογραφία το Photoshop μπορεί κυριολεκτικά να παραπλανήσει και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, κυρίως από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία εικόνας.
Σας θυμίζω την πρόσφατη και περιβόητη φωτογραφία του Πάππα με το μπουφάν.
Δημοσιεύτηκε παντού και τελικά αποδείχτηκε πως ήταν ένα προϊόν τεχνητής νοημοσύνης μαζί με Photoshop.
Τα σοβαρά πρακτορεία εικόνας ζητούν πλέον από τους photo reporters τα raw αρχεία, δηλαδή τις πρωτότυπες εικόνες που αποθηκεύονται στις κάρτες μνήμης και δεν επιδέχονται παρέμβαση λογισμικού.
Και πολύ καλά κάνουν.
Στο λεύκωμά σας από τις ημέρες της καραντίνας, περάσατε στον ιστορικό χρόνο στιγμές από την ιδιότυπη τότε συνθήκη μας. Το πέρασαν όλο αυτό οι άνθρωποι στην πόλη με τον ίδιο τρόπο; Θυμάμαι το κλικ σας σε υπόγειο στην Καλλιθέα που έγινε viral…
Σίγουρα δεν περάσαμε όλοι το ίδιο.
Εγώ ζούσα με την πολυτέλεια του παρατηρητή αλλά άνθρωποι πέθαναν, δουλειές χάθηκαν, καριέρες ετών καταστράφηκαν.
Ναι, πράγματι τότε είχα φωτογραφίσει εκείνο το ημιυπόγειο των 28 τετραγωνικών στην Καλλιθέα όπου ζούσε ένα ζευγάρι απολυμένων με δύο μικρά παιδιά και είχα γράψει πως «Δεν είναι όλες οι καραντίνες ίδιες».
Και πράγματι δεν ήταν, η εικόνα που είδα ήταν εξοργιστική, δεν είχαν ούτε καν μία τηλεόραση αυτοί οι άνθρωποι.
Δεν ήταν όλα γύρω μας ένα χαζοχαρούμενο συνθηματάκι «Μένουμε σπίτι ». Πώς να μείνει στο σπίτι του ένας άνθρωπος που δεν έχει χρήματα για να φάει αυτός και τα παιδιά του;
Μπορεί να περιμένει την όποια κυβέρνηση που θα του κάνει τη μεγάλη χάρη να του δώσει ένα επίδομα;
Αν θυμάστε, εκείνες τις ημέρες βλέπαμε συνεχώς στην τηλεόραση πόσο πολύ δύσκολα βίωναν την καραντίνα διάφοροι ανθυποσελέμπριτις και μερικοί αστείοι πολιτικοί στις βίλες τους.
Βέβαια, μόνο το δωμάτιο υπηρεσίας στις βίλες τους ίσως και να ήταν μεγαλύτερο από εκείνη την γκαρσονιέρα – τάφο των είκοσι οκτώ τετραγωνικών μέτρων…
Ευτυχώς οι συγκεκριμένοι συμπολίτες μας βοηθήθηκαν αμέσως επειδή η ανάρτησή μου συγκίνησε πολύ κόσμο που έτρεξε αμέσως να βοηθήσει.
Σας ομολογώ πως δεν το περίμενα, πολλά από τα likes που έδωσαν στην εικόνα μου μετατράπηκαν σε πραγματική και χειροπιαστή βοήθεια με αποκορύφωμα το ότι ο σύζυγος βρήκε μέσα σε μια μέρα καλύτερη δουλειά από την προηγούμενη.
Εχετε μακρά πορεία και στον Τύπο, στα περιοδικά, σε δουλειές με πορτρέτα ανθρώπων, σε αποστολές. Ξεχωρίζει μεταξύ άλλων το 2002 και η τότε εργασία σας στον έναν χρόνο από το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και βέβαια μια εργασία που έγινε μια πολύ επιτυχημένη έκθεση το 2005. Τι θυμάστε από τη στιγμή που πλησιάζετε το Ground Zero;
Θυμάμαι μία διαφορετική Νέα Υόρκη από αυτήν που ήξερα, ξαφνικά αυτή η πόλη ήταν βουβή, σχεδόν δεν άκουγες κιχ.
Δεν ξέρω αν έφταιγε ο φόβος, το πένθος, η οργή ή όλα αυτά μαζί, το σκέφτομαι πολύ συχνά αυτό, ειλικρινά ακόμα δεν ξέρω.
Θυμάμαι το δέος και τον ίλιγγο που αισθανόμασταν παρέα με τον φίλο δημοσιογράφο Θανάση Τσίτσα μόλις είδαμε το τεράστιο πηγάδι που έχασκε στο Ground Zero στη θέση των Δίδυμων Πύργων που κι οι δυο μας είχαμε χαρούμενοι επισκεφτεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Θυμάμαι τους απελπισμένους συγγενείς των θυμάτων να είναι γαντζωμένοι πάνω στα συρματοπλέγματα της περίφραξης των ερειπίων που μερικά ακόμη κάπνιζαν.
Ηταν όμως γαντζωμένοι εκεί κι επέμεναν κι ας είχαν ήδη περάσει σχεδόν οκτώ μήνες από το τρομοκρατικό χτύπημα.
Παντού βλέπαμε φωτογραφίες αγνοουμένων λες και υπήρχε ακόμα περίπτωση να βρεθούν κάποιοι. Κι όμως, οι συγγενείς τους επέμεναν κόντρα σε οποιαδήποτε λογική.
Εχει ενδιαφέρον να μας πείτε αν το συναίσθημά σας συμπεριλαμβάνεται στην εικόνα που τραβάτε, αν η ίδια εικόνα έχει τη θερμοκρασία της και άρα απλά απαιτεί μια τεχνική…
Δεν μπορεί να μη συμπεριλαμβάνεται όταν φωτογραφίζεις μέσα στο Ground Zero για παράδειγμα.
Αλλά και σχεδόν παντού, σε οποιαδήποτε λήψη, ειδικά στα πορτρέτα, ασυναίσθητα ή όχι, το συναίσθημα είναι εκεί, δεν γίνεται αλλιώς, κυριαρχεί, άλλοτε υποχωρεί, αλλά υπάρχει.
Η τεχνική όσο περνάει ο καιρός σε βοηθά στο να το ραφινάρεις ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε δουλειάς.
Με τα χρόνια δεν το σκέφτεσαι καν, απλά συμβαίνει. Πάρα πολλές φορές χαίρομαι όταν οι αναγνώστες το καταλαβαίνουν και πλάθουν τις δικές τους ιστορίες με αφορμή μια φωτογραφία μου.
Θα σας πω τρία ονόματα: Λέοναρντ Κοέν, Θανάσης Βέγγος, Μικ Τζάγκερ. Εχετε κάνει πορτρέτα τους. Τι κρατάτε από τον καθένα;
Από τον Cohen κρατώ το φοβερό δώρο που μου έκανε αφήνοντάς με να παρακολουθήσω και να φωτογραφίσω το soundcheck πριν από τη συναυλία του στον Λυκαβηττό τον Ιούλιο του 1988. Είπε 3-4 τραγούδια και οι θεατές ήμασταν 3-4 άνθρωποι. Μας ρώτησε κιόλας τι θέλουμε να ακούσουμε, φανταστείτε τύχη! Εγώ ήμουν πολύ ερωτευμένος με ένα κορίτσι τότε και του είχα ζητήσει βεβαίως να μας παίξει το πολύ φρέσκο εκείνη την εποχή «There’s no cure for love».
Από τον Θανάση Βέγγο κρατώ τον επαγγελματισμό του μέχρι και την τελευταία στιγμή. Τον είχα φωτογραφίσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη.
Στις κορυφές του Γράμμου, μέσα στον χειμώνα, δούλευε πραγματικά πολύ σκληρά αυτός ο καλός άνθρωπος και το μόνο που ζητούσε ήταν λίγο τσάι για να ζεσταθεί.
Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρύψει στα γυρίσματα τη σωματική του αδυναμία, είχαν πια περάσει τα χρόνια και όμως απαιτούσε πεισματικά την ισότιμη μεταχείριση.
Κρατώ όμως και τη δική του ζεστασιά, ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος.
Από τον Mick Jagger κρατώ το δέος που ένιωσα όταν τον πρωτοείδα από κοντά, αγαπούσα τους Stones από πολύ μικρός, για την ακρίβεια μόνο αυτούς αγαπούσα.
Ξαφνικά λοιπόν βρέθηκα να του σφίγγω το χέρι και λίγο πιο μετά τον είχα μέσα στον φακό μου και τραγουδούσε μπροστά μου το «Start me up».
Φανταστείτε (πάλι) τύχη! Κρατώ επίσης την απλότητά του αλλά και το γέλιο και τις ατάκες που μοίραζε απλόχερα στα καμαρίνια και στις συνεντεύξεις Τύπου.
Μακάρι να μπορούσαν να δουν αυτήν την εικόνα οι πρωταγωνιστές του ελληνικού star system (αν αυτό έχει ποτέ υπάρξει) και έτσι να καταλάβαιναν ίσως και το πραγματικό τους μέγεθος.
Για χρόνια στον «Ταχυδρόμο» και στον ΔΟΛ τι κάνει μια φωτογραφία να σπάει τον χρόνο και την επικαιρότητα του τρέχοντος ρεπορτάζ;
Πιστεύω πως πολύ εύκολα ξεχνάς αυτό που βλέπεις αλλά ποτέ δεν ξεχνάς αυτό που νιώθεις.
Και για εμένα ακριβώς εκεί είναι το κλειδί της δουλειάς μας. Μία φωτογραφία μπορεί να γίνει διαχρονική μόνον εάν μας προκαλέσει πάρα πολύ δυνατά συναισθήματα.
- ΟΗΕ: Ζητά από το Διεθνές Δικαστήριο γνωμοδότηση για τις υποχρεώσεις του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων
- Κίεβο: Ισχυρές εκρήξεις μετά από συναγερμό για πυραυλική επίθεση
- Αρκάς: Η χριστουγεννιάτικη καλημέρα της Παρασκευής
- Τα ζώδια σήμερα: Δες το αλλιώς
- Αυτοκίνητο καρφώθηκε σε φανάρι στη Θεσσαλονίκη
- Κώστας Χαρδαβέλλας: «Δεν λέω λοιπόν ούτε αντίο, ούτε καλό ταξίδι»