Ο Λορέντζος Μαβίλης είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές των γραμμάτων μας και όχι μόνο. Υπήρξε κάποτε αγαπημένος ποιητής πολλών και η σχετική βιβλιογραφία για το έργο του δεν είναι ευκαταφρόνητη. […] Ολιγογράφος αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής σονέτων, ανήκει στην επτανησιακή παράδοση, όπως διαμορφώνεται από τον Σολωμό και τους επιγόνους του και κυρίως από τον δάσκαλό του και στενό φίλο, τον Πολυλά. Γνωρίζει πολλές γλώσσες και μεταφράζει ποικίλα κείμενα: από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη», τον Σαούλ του Ρ. Μπράουνιγκ, αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου και από έργα των Schiller, Goethe, Βύρωνα, Φώσκολου κ.ά.

Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους: το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη, το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται. Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το 1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β’ Αναθεωρητική Βουλή. Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος». Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά […].

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο ποιητής-πολεμιστής Λορέντζος Μαβίλης», εφ. «Το Βήμα», 13 Οκτ. 2002.


Εξαίρετος, αβρός καλλιεργητής του σονέτου στάθηκε ο Κερκυραίος Λορέντσος Μαβίλης (1860-1912). […] τα ωριμότερα και τα πιο αγαπητά σονέτα του πέφτουν στην πενταετία 1895-1900: «Λήθη», «Καλλιπάτειρα», «Μούχρωμα», «Ελιά».

Στα λιγοστά του αυτά σονέτα ολοκληρώνεται η ποιητική προσφορά του Μαβίλη. Από τα σπάνια παραδείγματα όπου έργο ποσοτικά τόσο μικρό έχει τέτοιο βάρος. Γιατί τα σονέτα του Μαβίλη, άψογα δουλεμένα, κατέχουν πραγματικά κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση: γλώσσα μεστή, στίχος επίμονα λεπτουργημένος, «πλούσια» (στην τεχνική σημασία του όρου) ομοιοκαταληξία.

Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 221-222.


Στον Μαβίλη έχουμε την τελευταία μεγάλη αναλαμπή της λυρικής δημιουργίας των Επτά Νησιών. Οι φιλοσοφικές σπουδές που έκανε στη Γερμανία δυνάμωσαν τον ιδανισμό, που είναι από τα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής Σχολής. Πολυδιαβασμένος, μας άφησε μεταφράσεις από διάφορες γλώσσες, ακόμη κι από τα σανσκριτικά. […]

Από το λιγοστό πρωτότυπο έργο του, ξεχωριστή θέση πήραν γλήγορα [sic] στην κοινή συνείδηση τα σονέτα του Μαβίλη. Σ’ έναν κόσμο που είχε μοιρασθεί την σολωμική κληρονομιά, ο Μαβίλης ξαναβρίσκει τον χαμένο παλμό και κατορθώνει να δώσει και πάλι την υψηλή έμπνευση με την ταιριασμένη μορφή της. Ακούραστος δουλευτής του στίχου, μεταρσίωνε την σοφία του και την γνώση της τεχνικής σε λυρισμό· με όλη την μορφική τους τελειότητα, τα σονέτα του δεν έχουν κρατήσει τίποτε από την οδυνηρή επεξεργασία που τα έφερε στο φως. Η έμπνευσή του, που ξεκινάει σταθερά από άμεσες προσωπικές εμπειρίες, υψώνεται κατακόρυφα και αγγίζει άνετα τις κορυφές της εσωτερικής ζωής. […]

Κ.Θ. Δημαράς, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας», Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 551-552.


[…] Το κατεξοχήν έργο του, αυτό που του εξασφάλισε το όνομα του λυρικού ποιητή, είναι τα σονέτα του, και μάλιστα όχι όλα. […] Πειθαρχεί στη λιτή και αυστηρή μορφή των δεκατεσσάρων στίχων και της υποχρεωτικής ομοιοκαταληξίας, που ασφαλώς περιορίζουν την έκφραση και την ευρύτερη διατύπωση συναισθημάτων και ιδεών. Είναι αυστηρά παρνασσιακός και στέκει δίπλα στο Γάλλο Heredia, με ισάξιους ομοτέχνους του —άλλου όμως είδους— το Γρυπάρη και τον Παλαμά (Σκαραβαίοι και Δεκατετράστιχα).

[…]

Οι πηγές της έμπνευσης του Μαβίλη είναι η ομορφιά, η γυναίκα, ο έρωτας, η φύση, τα οράματα του νου και της ψυχής, η Ελλάδα, η Κέρκυρα, η φιλία, η αρετή, η πίκρα της ζωής —αυτή προπάντων—, η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, ο μηδενισμός, και ο θάνατος «ο ωραίος». Τα ποιήματά του δηλ. είναι ερωτικά, φιλοσοφικά και «ηθικά», «μυστικά», πικραμένα και απαισιόδοξα, υμνητικά της μικρής και μεγάλης πατρίδας, δοξαστικά της αρετής, και επιμνημόσυνα σε φίλους. Υπάρχει πολλή φυσιολατρία, έξαρση ψυχής, αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων στην ποίησή του, ενώ δεν υπάρχουν θρησκευτικά βιώματα και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο Μαβίλης είναι ποιητής αβρός, γήινος, αρρενωπός, πολύ πονεμένος και βαθύτατα ανθρώπινος.

Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, «Εισαγωγή». Λορέντζος Μαβίλης, «Τα ποιήματα», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990,  23-25 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].

(πηγή πληροφοριών: greek-language.gr)

Λήθη

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι!

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι απ’ ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Λ. Μαβίλης, «Τα ποιήματα», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη

Στο δημοσιευμένο το 1899 σονέτο του, τη «Λήθη», ο Μαβίλης καλοτυχίζει τους νεκρούς, επειδή έχουν πιει το νερό της λησμονιάς και δε θυμούνται τα βάσανα της επίγειας ζωής, αντίθετα με τους ζωντανούς που υποφέρουν, επειδή δεν μπορούν να λησμονήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Ποιος ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη, όπου υπηρετούσε τότε ο πατέρας του Παύλος, δικαστικός που είλκε την καταγωγή του από την Ισπανία.

Η μητέρα του, με καταγωγή από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, μετέδωσε στο γιο της την αγάπη της για τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη.

Η προσωπικότητα του Μαβίλη επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό και από τον κερκυραίο συγγραφέα Ιάκωβο Πολυλά, ο οποίος υπήρξε φίλος και δάσκαλός του.

Ο Μαβίλης μαθήτευσε στο κερκυραϊκό εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» και ακολούθως στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας.


Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών σπουδών του αναχώρησε για την Αθήνα, προκειμένου να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή.

Στην Αθήνα ο Μαβίλης γνωρίστηκε μέσω του Πολυλά με τον Χαρίλαο Τρικούπη.

Από το 1879 και επί δεκατέσσερα χρόνια ο Μαβίλης έζησε στη Γερμανία, όπου μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Σανσκριτικά.

Μάλιστα, το 1890 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen.


Το 1893  ο Μαβίλης επέστρεψε στην Κέρκυρα.

Εκεί εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή και συνδέθηκε προπάντων με τον κερκυραίο λογοτέχνη Κωνσταντίνο Θεοτόκη.

Εν συνεχεία στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας.


Στα κατοπινά χρόνια μετέβη στην Κρήτη, προκειμένου να ενισχύσει το επαναστατικό κίνημα στη μεγαλόνησο, αλλά και στην Ήπειρο, ως επικεφαλής σώματος ανταρτών.

Στις εκλογές του 1910 ο Μαβίλης απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτήν τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.


Τα χαρακτηριστικά του έργου του

Στο έργο του ποιητή και μεταφραστή Μαβίλη κυρίαρχη είναι η μεγάλη αγάπη για την πατρίδα, εμφανείς δε οι επιδράσεις από το έργο του Διονυσίου Σολωμού, τις παραδόσεις του γερμανού φιλοσόφου Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε και τη φιλοσοφία του γερμανού στοχαστή Ιμάνουελ Καντ.


Τα πιο γνωστά έργα του Μαβίλη είναι τα σονέτα του, που διακρίνονται για την πληρότητά τους από μορφολογικής απόψεως.

Το ηρωικό τέλος του Λορέντζου Μαβίλη

Το 1912, σε ηλικία πενήντα δύο ετών, ο Μαβίλης έλαβε μέρος στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.


Ο λοχαγός Μαβίλης έχασε τη ζωή του υπέρ πατρίδος στη μάχη του Δρίσκου (τοποθεσία πλησίον της πόλης των Ιωαννίνων), στις 28 Νοεμβρίου 1912, πολεμώντας κατά των Τούρκων μαζί με τους περίφημους Γαριβαλδινούς ή Γαριβάλδηδες, σώμα εθελοντών ιταλών αγωνιστών, που αποκαλούνταν και Ερυθροχίτωνες.