[…]

— Από ό,τι θυμάμαι, βρισκόσουν στο εξωτερικό την ημέρα της «εθνοσωτηρίου». Πού ακριβώς;

— Ήμασταν στη Νυρεμβέργη, κατά ειρωνική σύμπτωση στην πόλη των μεγάλων δικών του ναζιστικού φασισμού. Εκεί μάθαμε την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Βρισκόμασταν σε ένα αυτοκίνητο και ακούγαμε από το ραδιόφωνο τον αμερικάνικο σταθμό. Είναι περίεργο λοιπόν: την πρώτη στιγμή που ακούς κάτι τόσο τραγικό σαν κι’ αυτό, δεν μπορείς να συλλάβης την έκτασή του. Ποτέ δεν παίρνεις τα πράγματα στην πραγματική τραγική τους διάσταση από την αρχή. Η διαδικασία τούτη γίνεται αργά. Σε μένα συνέβη όταν συνεχίζοντας το ταξίδι προς τα κάτω —γυρίζαμε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή— διάβασα στη «Μοντ» την είδηση της συλλήψεώς μου. Τότε συνειδητοποίησα ότι κάτι αναπότρεπτο, για την ώρα, είχε συμβή στον τόπο μου. Κάτι που θα με ανάγκαζε να αλλάξω τη ζωή μου.

— Πώς ένοιωσες στη μεταβολή αυτή;

— Πολλοί από τους λογοτέχνες στην Ελλάδα εκείνη την εποχή, όπως και πάντοτε άλλωστε, συνήθιζαν να πηγαινοέρχονται στο εξωτερικό. Εγώ ποτέ μου δεν είχα τη συνήθεια αυτή, κι’ έτσι τα πάντα μου φάνηκαν καινούργια. Στην αρχή η πρώτη μου αντίδραση ήταν να γράφω σε εφημερίδες, κυρίως σκανδιναβικές. Κανείς δεν ήξερε ακριβώς λεπτομέρειες και παρελθόν αυτού που είχε συμβή στην Ελλάδα. Προσπαθούσα λοιπόν να κάνω μια ψυχρή πληροφοριακή ανάλυση του γεγονότος. Μετά άρχισα να καταγράφω το τι έλεγαν και το πώς αντιδρούσαν οι άνθρωποι —οι Έλληνες του εξωτερικού— που συναντούσα, γύρω από το γεγονός. Έτσι γεννήθηκε το «Καφενείον Εμιγκρέκ», που έχει ήδη κυκλοφορήσει. Σε λίγο όμως κατάλαβα το σοκ που είχε συμβή μέσα μου: σταμάτησα να γράφω. Μου ήταν αδύνατον να το καταφέρω και να το δικαιολογήσω στον εαυτό μου. Μου φαινόταν ανώφελο. Τελικά όμως κι’ αυτό ξεπεράσθηκε. Με την τέχνη γιατρεύεσαι, λένε — και το πιστεύω. Άρχισα να γράφω συνέχεια, βρίσκοντας παράλληλα και κάποια ισορροπία. Μαζεύθηκε ένας τεράστιος όγκος σημειώσεων, χειρογράφων, τετραδίων, που χρειάσθηκε να περάσω ένα χρόνο ολόκληρο στο Βερολίνο, για να τα ταξινομήσω. Μετά είχα το πρόβλημα της τοποθέτησής τους. Διερωτώμουν αν αυτή έπρεπε να είναι ειδολογική ή χρονολογική. Τελικά προτίμησα το πρώτο. Άρχισα να τα εκδίδω, σιγά-σιγά.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Θα μπορούσες να δώσης έναν γενικό χαρακτηρισμό αυτών των χρόνων που πέρασες έξω, τώρα που έχουν περάσει;

— Νομίζω πως η αυτοεξορία μου στάθηκε πηγή εμπνεύσεως. Αν δεχτή κανείς πως σε μένα, όπως σε όλους, λειτουργούν τέσσερις-πέντε πηγές —ο στρατός, ο έρωτας, η πολιτική—, τότε θα πρέπει να τοποθετήσω και τα χρόνια αυτά στην ίδια θέση. Θα μπορούσε βέβαια να είχε καταστροφικό αποτέλεσμα η εξορία. Ευτυχώς πάνω μου λειτούργησε θετικά. Τελικά όμως το πρόβλημά μου — τα χρόνια εκείνα και σήμερα ακόμη— είναι άλλο: δεν πιστεύω πια στη δύναμη του λόγου, του κειμένου.

— Δηλαδή;

— Έχω τον φόβο πως οι λέξεις είναι στην ουσία άχρηστες όταν δεν έχουν τη δύναμη να εκτοπίζουν κάτι συγκεκριμένο. Να αντιπροσωπεύουν κάτι απτό. Διαπιστώνω πως η γλώσσα —και η γλώσσα μας ακόμη περισσότερο— δεν μπορεί να έχη μεγάλη δύναμη πια. Όταν παρατηρής ένα πολιτικό, οικονομικό ή οποιουδήποτε άλλου χαρακτήρα δράμα να συμβαίνη, καταλαβαίνεις ότι η τέχνη του συγγραφέα —της γλώσσας— είναι κάτι που σου θυμίζει πολυτέλεια. Μια εικόνα, ας πούμε, έχει, νομίζω, πολύ μεγαλύτερη αξία πια σήμερα. Μετά είναι και κάτι άλλο: η δική μας γλώσσα και ο «εγγενής» της περιορισμός. Το στοιχείο «μετάφραση» για μένα αποτελεί άλλη μια απόδειξη αδυναμίας.

— Αυτή τη στιγμή όμως βρίσκεσαι και πάλι στην Ελλάδα.

— Κι’ εδώ ισχύει, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο και κυριώτερο στοιχείο που είπαμε πιο πάνω: της αδυναμίας της γλώσσας να σταματήση κάτι που συμβαίνει. Μπόρεσε ένα βιβλίο ή ένα κείμενο να σταματήση τα τανκς; Όταν έμαθα και συνειδητοποίησα τι είχε συμβή στην Ελλάδα, ένοιωσα εντελώς ανίσχυρος. Μου φαινόταν γελοίο να κάθομαι μπροστά στη μηχανή και να γράφω… Υπάρχει και κάτι ακόμη: έχω την άποψη πως, όταν τα βασικώτερα στοιχεία που απαρτίζουν τον «ζωντανό οργανισμό» μιας χώρας, όπως είναι η οικονομία, το πολιτικό σύστημα, δεν είναι αυθύπαρκτα και μη εξαρτώμενα, είναι δύσκολο να μην πέφτη στην ίδια κατηγορία και η γλώσσα. Θα σου φανή περίεργο, αλλά πολύ συχνά σκεφτόμουν τη φράση που είπε κάποτε ο Σεφέρης στον Λορεντζάτο: «Ζήσιμε, έχω τον φόβο ότι θα είμαστε οι τελευταίοι Έλληνες που θα μιλάμε ελληνικά…» Τείνω να πιστεύω ότι η τέχνη έχει την πραγματική της αξία όταν αποτελεί κομμάτι μιας γερής και ανόθευτης πραγματικότητας. Όταν αυτή η πραγματικότητα είναι φτιαχτή, τότε νοιώθεις αληθινά αδύναμος. Φυσικά, δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να «αλλαξοπιστήσω» — να γράψω σε μια οποιαδήποτε άλλη γλώσσα.

— Δηλαδή φθάνεις στο σημείο να αμφισβητήσης την από εδώ και μπρος έκφρασή σου;

— Όχι, δεν φθάνω μέχρι εκεί, στην πράξη. Όλα αυτά που σου είπα βρίσκονται βαθειά μέσα μου, είναι για μένα ο πυρήνας ενός προβλήματος. Τώρα που βρίσκομαι και πάλι στην Ελλάδα, καταλαβαίνω ότι τη μαχητικότητά σου τη βρίσκεις και πάλι όταν βρίσκεσαι στο πεδίο της μάχης.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Πώς μπορείς να χαρακτηρίσης την επταετία που περάσαμε, αυτή τη στιγμή;

— Το 1967 είχαμε πη, έξω, ότι η δικτατορία έμοιαζε με την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Γιατί βοηθούσε στην αναβάπτιση της Δεξιάς, που τελικά θα ξαναρχόταν ανανεωμένη πίσω. Και τελικά αυτό έγινε. Πάντως, πρέπει να είμαστε, ειδικά τώρα, εξαιρετικά πρακτικοί και ρεαλιστικοί. Αυτή τη στιγμή είμαι μαζί με τον Καραμανλή. Θα ήταν φοβερό να συναντούσε η σημερινή κυβέρνηση μια σοβαρή αντίδραση από τον κόσμο.

— Τι νομίζεις ότι προέχει, μετά το ξεπέρασμα των σοβαρωτέρων εξωτερικών προβλημάτων;

— Το ξήλωμα της επταετίας. Μόνο έτσι θα νοιώσουμε απόλυτα, ή σχεδόν απόλυτα, σίγουροι.

— Νοιώθεις ότι θα υπήρχε πιθανότητα να συμμετάσχης στην πολιτική με ενεργό τρόπο;

— Πιστεύω ότι τούτο θα μπορέση να ισχύση μόνο για κάτι το οποίο θα κρίνω ότι θα μπορώ να καλύψω με σωστό και θετικό τρόπο. Εκεί που θα χρειάζομαι και που έχω τη δυνατότητα θα μετάσχω. Δεν βλέπω όμως πως είναι πολύ πιθανό να μετάσχω σαν πολιτικός. Άλλωστε δεν είμαι στα «νερά μου» με τον πολύ κόσμο. Η μάζα δεν μου ταιριάζει από την άποψη του χαρακτήρα μου. Ίσως είναι απομεινάρια και εμπειρίες της Κατοχής αυτά, δεν ξέρω. Σε τελική ανάλυση όμως δεν νομίζω ότι πολιτική είναι μόνο το να πολιτεύεσαι. Πολιτική είναι τα πάντα, ακόμη και να πίνης έναν καφέ. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μ’ αρέσει να με αποκαλούν «πολιτικό συγγραφέα». Μου φαίνεται περιοριστικό. Σαν να σε αποκαλούν «ερωτικό συγγραφέα» ή νέγρο συγγραφέα. Ή είσαι συγγραφέας απλός ή όχι. Και φυσικά είναι αδύνατον να γράφης απέχοντας από την ευρύτατην έννοια της πολιτικής. Είναι λίγο ρατσιστικοί αυτοί οι χαρακτηρισμοί…

[…]

Η ώρα περνάει και έξω από το παράθυρο ο ήλιος όλο και ανεβαίνει, πάνω από μια μοναδική θέα της πόλης, μέχρι τη θάλασσα.

Ο Βασίλης Βασιλικός δύσκολα κρύβει κάποια πίκρα, ένα ίχνος μόνο, καθώς λέει κυττάζοντας προς τα έξω:

— Για σκέψου λοιπόν… Αν μούλεγαν εκείνη την ημέρα στη Νυρεμβέργη, που πρωτάκουσα για τη δικτατορία, πως θα κρατούσε επτά χρόνια, δεν θα το πίστευα… Έτσι περιμέναμε από μέρα σε μέρα πως κάτι θ’ αλλάξη. Και πέρασαν επτά χρόνια. Έτσι κάπως θα περνούν και οι άνθρωποι στις φυλακές, περιμένοντας κάτι που θα τους ελευθερώση. Αυτό είναι που μας κρατάει τελικά: η μη γνώση του τέλους.

*Συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Βασίλης Βασιλικός στο δημοσιογράφο Κώστα Πάρλα (1936-2006) λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του στην πατρίδα ύστερα από την επτάχρονη αυτοεξορία του στα χρόνια της χούντας των συνταγματαρχών. Το σχετικό άρθρο έφερε τον τίτλο «Από το 1967 στην Αθήνα του ’74» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 1974.

Το παρόν δημοσίευμα αφιερώνεται στη μνήμη του Βασίλη Βασιλικού, ο οποίος έφυγε σήμερα από τη ζωή, πλήρης ημερών.