Συνολική ποινή κάθειρξης 16,5 ετών επέβαλε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης στον 27χρονο οδηγό που παρέσυρε, τραυμάτισε θανάσιμα και εγκατέλειψε την 21 ετών Έμμα, πέρσι τον Νοέμβριο, στην Καμάρα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Η απόφαση για την ποινή ήταν ομόφωνη και το ίδιο κι η ετυμηγορία των δικαστών ως προς την ενοχή για τις πράξεις της επικίνδυνης οδήγησης που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο, της εγκατάλειψης τροχαίου ατυχήματος και της οδήγησης χωρίς άδεια.

Σύμφωνα με την απόφαση, η έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη στην εκτέλεση της ποινής, με συνέπεια ο 27χρονος καταδικασθείς να επιστρέψει στις φυλακές.

Νωρίτερα η εισαγγελέας είχε προτείνει την ενοχή του

Την ενοχή του για το σύνολο των παραπάνω πράξεων με απόρριψη ελαφρυντικού είχε ζητήσει και η εισαγγελέας της Έδρας.

Κατά την αγόρευσή της,εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος οδηγός έτρεχε πάνω από το νόμιμο όριο ταχύτητας, αλλιώς -όπως είπε- δεν θα εκσφενδόνιζε την πεζή στο αέρα. «Δεν έτρεχε ούτε με 104 χλμ/ώρα (σ.σ. όπως εκτίμησε ο πραγματογνώμονας) αλλά ούτε με 55 χλμ/ώρα (σ.σ. σύμφωνα με τον τεχνικό σύμβουλο). Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Η ταχύτητα ήταν σημαντική για να προκαλέσει αυτές τις βλάβες» σημείωσε.

Κατά την αγόρευσή της, η εισαγγελέας στάθηκε επίσης στην απόφαση των γονιών της Έμμας να δωρίσουν τα ζωτικά της όργανα μετά τον θάνατό της.

«Ήταν πολυτραυματίας, κατέληξε μετά από πέντε μέρες. Οι γονείς, παρά τον πόνο τους, βρήκαν τη δύναμη να προσφέρουν ζωή σε άλλους ανθρώπους που είχαν ανάγκη, δωρίζοντας τα ζωτικά της όργανα» ήταν τα χαρακτηριστικά λόγια της εισαγγελέως.

Η παραπάνω αναφορά, σε συνδυασμό με άλλες αναφορές για τη ζωή της Έμμας, προκάλεσαν συγκινησιακή φόρτιση στους γονείς, που ξέσπασαν σε δάκρυα.

Τι ισχυρίστηκε στην απολογία του

«Δεν ήταν σταματημένη, προχωρούσε. Δεν την είδα παρά μόνο όταν βγήκε μπροστά μου», είπε μεταξύ άλλων στην απολογία του ο κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που η οικογένεια και οι φίλοι της άτυχης φοιτήτριας αντέδρασαν στις περιγραφές του κατηγορούμενου.

Απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας, ο κατηγορούμενος άρχισε την απολογία του λέγοντας πως βρίσκεται στη χώρα σχεδόν 13 χρόνια και εργάζεται σε οικοδομές. Για το επίμαχο αυτοκίνητο σημείωσε πως το είχε από τις 17 Νοεμβρίου, χωρίς όμως να το έχει αγοράσει ακόμα.

«Πετάχτηκε απότομα…»

«Θα το πήγαινα σε έναν μηχανικό στις 22 του μήνα. Συμφωνήσαμε στα 3,5 – 4 χιλιάρικα. Οδηγάω από τα 18 όμως εδώ δεν είχα δίπλωμα γιατί δεν είχα χαρτιά», είπε και πρόσθεσε πως δήλωνε παρών στην αστυνομία για άλλη υπόθεση ναρκωτικών.

«Δεν ήξερα ότι ήταν πειραγμένο, δεν γνωρίζω από αυτοκίνητα. Καταλάβαινα όμως ότι έχει κάτι από τον θόρυβο», ανέφερε.

Ο κατηγορούμενος σημείωσε πως εκείνο το βράδυ βρισκόταν στην Τούμπα και θα πήγαινε στο σπίτι του στις Συκιές και προσφέρθηκε να αφήσει μια κοπέλα (την 20χρονη συνοδηγό) στο κέντρο της πόλης.

«Ήμουν σταματημένος στο φανάρι στα πανεπιστήμια. Ξεκινάω στο πράσινο και στο ύψος της Καμάρας την είδα για δύο δευτερόλεπτα. Πετάχτηκε απότομα και πάτησα φρένο. Έστριψα το τιμόνι για να μην τη χτυπήσω με το σασμάν και έτσι χτύπησα στο άλλο αυτοκίνητο. Δεν έκανα ποτέ ελιγμό. Δεν είχε άλλους στον δρόμο. Το πολύ να πήγαινα με 55 χιλιόμετρα», σημείωσε.

«Είχε ταξί από τη μια και αυτοκίνητα από την άλλη. Οποιοσδήποτε ήταν εκεί δεν θα μπορούσε να δει. Δεν ήταν σταματημένη, προχωρούσε, δεν την είδα παρά μόνο όταν βγήκε μπροστά. Δεν περίμενα να βγει από εκεί γιατί δεν είχε διάβαση», είπε απολογούμενος.

«Δεν ξέρω τι ρούχα φορούσε. Την είδα στο ένα μέτρο», πρόσθεσε και τόνισε ότι όση ώρα ήταν στο αυτοκίνητο δεν μιλούσε με τη συνοδηγό «γιατί ήταν απασχολημένη με το κινητό».

«Μετά την εγκατέλειψα… θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την οικογένεια της κοπέλας»

Απαντώντας στις επίμονες ερωτήσεις της προέδρου για την πορεία του αυτοκινήτου, ο 27χρονος είπε πως «έφυγε το πισινό μέρος του αμαξιού και βγήκα στο άλλο ρεύμα, όπου χτύπησα δύο αυτοκίνητα».

«Όταν χτύπησα την κοπέλα ήταν στο ρεύμα που ήμουν εγώ. Πήγα να την αποφύγω, τη βρήκα με το δεξί φανάρι, από την πλευρά του συνοδηγού», είπε.

«Μετά την εγκατέλειψα. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να χτυπάμε ανθρώπους. Ήταν λάθος, ό,τι έγινε από εκεί και μετά ήταν όλο λάθος. Έφυγα από εκεί. Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου χτύπησε στο άλλο αμάξι. Και να ήθελα να κάνω όπισθεν εκεί δεν γινόταν. Εκεί κατάλαβα ότι ήταν πειραγμένο. Πάτησα γκάζι φεύγοντας μετά από 20 μέτρα γιατί φοβήθηκα. Όταν έφυγα από εκεί το αμάξι δεν ήταν φυσιολογικό. Τρόμαξα, όχι για να μη με βρουν, μόνος μου πήγα στην αστυνομία», ανέφερε.

«Μετά έμεινε το αμάξι σε ένα μέρος κοντά στο Φιλίππειο. Έβγαλα τις πινακίδες για να τις κρύψω. Για μια ώρα σκεφτόμουν να μην με βρουν. Η συνοδηγός ήταν τρομαγμένη. Εκείνη την ώρα δεν ξέρω γιατί έβγαλα τις πινακίδες, τρόμαξα με όσα είδα, όσα έγιναν, σκεφτόμουν αν ζει η κοπέλα. Πέρασε ένας και του είπα να μας πάει στο Ωραιόκαστρο. Ήθελα να μάθω νέα για αυτό δεν γύρισα. Αν ήμουν στα κρατητήρια δεν θα μπορούσα να μάθω. Περίμενα την άλλη μέρα να δω τι θα γίνει. Την επόμενη μέρα έψαχνα τον δικηγόρο μου και δεν τον έβρισκα. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την οικογένεια της κοπέλας», κατέληξε.