Βασίλης Βασιλικός [1934 – 2023] – Η άμμος στα γρανάζια του κόσμου
O Βασίλης Βασιλικός είχε υιοθετήσει, αν δεν είχε μεταβάλει σε γνώμονα δημιουργίας, τον στίχο ενός γερμανού ποιητή «Να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου»
- Τροχαίο στην Πειραιώς: Τι λέει ο 77χρονος που σύρθηκε δεκάδες μετρά στην άσφαλτο από φορτηγό
- Δύο νεκροί από έκρηξη σε εργοστάσιο ελβετικού ομίλου στο Κεντάκι
- Κυκλοφορούσε με Porche και λήστευε κοσμηματοπωλεία - Κρύφτηκε στο φρεάτιο ασανσέρ για να μην συλληφθεί
- Στον πάτο της ΕΕ τα ελληνόπουλα στην ψηφιακή κατάρτιση
Ο ποιητής Ν.Δ. Καρούζος συνήθιζε σε μεγάλη ηλικία, όταν τον ρωτούσε κανείς «πώς είναι;», να απαντά με μια στεντόρεια επιθετική φωνή λέγοντας: «Μελαγχολώ». Αντίθετα με τον Βασίλη Βασιλικό που την τελευταία δεκαετία η μελαγχολία της μεγάλης ηλικίας έκανε την έμφυτη ευγένειά του ακόμη μεγαλύτερη.
Ισως να μελαγχολούσε λιγότερο αν είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει ένα σχέδιό του και το έργο του που αριθμεί εκατόν είκοσι τόμους – αν όχι περισσότερους – δεν το αισθανόταν με το να είναι μοιρασμένο σε πολλούς εκδοτικούς οίκους, σχεδόν «αδέσποτο», και είχε συγκεντρωθεί, όπως ακριβώς έχει συμβεί με τον Νίκο Καζαντζάκη, σε έναν εκδοτικό οίκο που θα έφερνε το όνομά του.
Βασίλης Βασιλικός, ο πιο πολυμεταφρασμένος μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Γιάννη Ρίτσο έλληνας συγγραφέας
Θα ήταν το λιγότερο άστοχο να θελήσει να παρηγορήσει μεταθανάτια κανείς έναν δημιουργό που οι επτά τουλάχιστον δεκαετίες της ζωής του μοιάζουν τόσο πυκνοκατοικημένες ώστε θα χρειαζόταν ένα πολυμελές επιτελείο μελετητών, φιλολόγων και ερευνητών προκειμένου να κάνει την πεζογραφική, ποιητική, δοκιμιογραφική και δημοσιογραφική – μην την ξεχνάμε – παρακαταθήκη του όχι μόνο πηγή αναγνωστικής απόλαυσης – που έτσι κι αλλιώς ισχύει – αλλά και ένα χρηστικό εργαλείο ώστε οι εποχές που μέσα τους δημιουργήθηκε η παρακαταθήκη αυτή να φωτίζονται χάρη στο εντελώς προσωπικό και εν πολλοίς ανεπανάληπτο αποτύπωμα, όπως αυτό του Βασίλη Βασιλικού.
Αντί να ταξινομεί κανείς σε εποχές το έργο του Βασίλη Βασιλικού, θα ήταν προτιμότερο να περιοριστεί σε μια παρατήρηση τόσο ειδικής όσο και γενικής σημασίας, γράφοντας πως η έκπληξη που αποτέλεσε η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα με τα δύο βιβλία του «Η διήγηση του Ιάσονα» και «Το φύλλο, το πηγάδι, το αγγέλιασμα» δεν τον καθήλωσε συγγραφικά ώστε να θέλει να διαιωνίζεται ως έκπληξη – γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα τη ρουτίνα και την κοινοτοπία.
Πέρασε, θα έλεγε κανείς, σε μια συγγραφική «κανονικότητα» με την έννοια πως τα θέματά του δεν χαρακτηρίζονταν ως πρωτότυπα λόγω του περιεχομένου τους αλλά κυρίως λόγω του τρόπου γραφής τους. Γνώριζε να ανανεώνει έννοιες όπως αυτή της «οργής», που η εμφάνιση και η καθιέρωσή της ως ένα sine qua non συγγραφικό προαπαιτούμενο πιστώνεται αποκλειστικά στον Βασίλη Βασιλικό.
Με έναν τρόπο όμως που η συνδυασμένη με τη νεανική ηλικία έκφρασή της να παραμένει ένα αξετίμητο χαρακτηριστικό, οποιαδήποτε ηλικία κι αν έχει κανείς, και ένας εξηντάχρονος ή εβδομηντάχρονος συγγραφέας να μπορεί να εμφανίζεται ως επαναστατημένος, χωρίς να προκαλεί την καχυποψία ή την επιφύλαξη, αν και έχει ανδρωθεί και ενδεχομένως έχει χρησιμοποιήσει τις συνθήκες που ευθέως τώρα αμφισβητεί.
Αν και πολίτης του κόσμου με ταξίδια και κατά περιόδους παραμονή για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε πολλές χώρες του κόσμου – σπούδασε στην Αμερική –, δεν ξιπάσθηκε ποτέ για τις μεταφράσεις των πεζογραφικών του κυρίως βιβλίων σε πάνω από σαράντα γλώσσες – είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Γιάννη Ρίτσο έλληνας συγγραφέας –, είχε την ικανότητα οι παραπομπές του, είτε γίνονταν στον Αντρέ Ζιντ και τον Αλμπέρτο Μοράβια είτε σε έναν τυπογράφο της δεκαετίας του ’50 ή σε έναν φίλο του εστιάτορα, να ακούγονται ισοδύναμες και το ίδιο πειστικές.
Εχοντας την τύχη να έχω συνεργαστεί μαζί του για χρόνια, στην εξαιρετικά μακρόβια τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο «Αξιον εστί», είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την εντιμότητά του σε σχέση με τους συναδέλφους του συγγραφείς. Με την έννοια ότι για θέματα που ενδέχεται να είχε μετέλθει ο ίδιος στα βιβλία του δεν δίσταζε να τους επαινέσει για μια πιο ρηξικέλευθη σε σχέση με τη δική του ανάπτυξη.
Δεν θα τον άκουγες ποτέ να χαρακτηρίζει έναν συγγραφέα ως ατάλαντο, μέτριο ή κακό και όταν οι άλλοι επέμεναν στα πολλά μειονεκτήματα ενός βιβλίου, ο Βασιλικός υπερέβαλλε ως προς τις λίγες, έστω και κατά τύχη γραμμένες, καλές του σελίδες. Ενας φύσει και θέσει προοδευτικός, ακόμη και με την πιο στενή έννοια του όρου δημιουργός που είχε υιοθετήσει, αν δεν είχε μεταβάλει σε γνώμονα δημιουργίας, τον στίχο ενός γερμανού ποιητή που λέει «Να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου», ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος να ορθωθεί στη Μεταπολίτευση, ενώ ζητούσαν «επί πίνακι» την κεφαλή τού πολύ σπουδαίου κριτικού της λογοτεχνίας Ανδρέα Καραντώνη – είχε γράψει και είχε προτείνει μεσούσης της χούντας να ψηφίσουμε «Ναι» στο δημοψήφισμα –, υπογραμμίζοντας, ο Βασιλικός, την τεράστια σημασία του καθαυτό δημιουργικού έργου του Καραντώνη.
Δεν θα ήταν υπερβολή να γράψει κανείς ότι ξεφυλλίζοντας την πολύτομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως συγκροτήθηκε μέσα στον 20ό αιώνα, πολύ περισσότερες σε σχέση με τις ρητές αναφορές του ονόματος του Βασίλη Βασιλικού ως πεζογράφου και μιας πολυδύναμης γενικότερα πνευματικής παρουσίας θα παραμένουν οι αναφορές που χωρίς καν να τον υπαινίσσονται – θα τον έχουν ως κύρια προϋπόθεσή τους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις