Τριάντα επτά χρόνια λογοτεχνικής πορείας συνθέτουν τη φυσιογνωμία του Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος παρουσιάζει τώρα ένα βιβλίο με το απόσταγμα της τελευταίας δουλειάς του. Κείμενα μισά δοκιμιακά ή κριτικά και μισά αυτοβιογραφικά, που γράφτηκαν στο περιθώριο των μυθιστορημάτων του εδώ και δέκα χρόνια, περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα». Η περίσταση ενδείκνυται για να αναζητηθεί το λογοτεχνικό πορτρέτο του συγγραφέα στη σειρά των συνεντεύξεων ποιητικής.

— Λέμε συνήθως ότι υπάρχει ένα λογοτεχνικό «στυλ Κουμανταρέα». Ποια στοιχεία το χαρακτηρίζουν;

Παλιότερα με τους φίλους μου διαβάζαμε δυνατά από την ελληνική και την ξένη λογοτεχνία και έπρεπε από το ύφος να βρούμε τον συγγραφέα. Περισσότερο από ένα παιχνίδι συναναστροφών ήταν μια άσκηση συγγραφική για όσους από εμάς επρόκειτο να γράψουμε και αναγνωστική για όσους θα παρέμεναν ευτυχώς αναγνώστες. Σπάνια λαθεύαμε όταν επρόκειτο για τον Παπαδιαμάντη ή τον Χέμινγουεϊ, για τον Προυστ ή τον Κοσμά Πολίτη. Στους μικρότερους συγγραφείς όμως πέφταμε καμιά φορά έξω. Είναι όπως με τους συνθέτες στη μουσική: όταν έχει ασκημένο αφτί κανείς, τους αναγνωρίζει ακόμα και εάν δεν γνωρίζει το συγκεκριμένο έργο. Ελάτε όμως στη θέση μου: πώς να αναγνωρίσω το δικό μου στυλ; Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι εμένα μου είναι δύσκολο να με δω στον καθρέφτη. Είναι όπως μου δείχνουν κάποιον και μου λένε καμιά φορά: ο τάδε σου μοιάζει πολύ. Πώς να το καταλάβω;


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.3.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Τα περισσότερα βιβλία σας, λόγου χάρη, είναι γραμμένα στο τρίτο πρόσωπο. Σημαίνει κάτι αυτό για σας, υπάρχει ένας ιδιαίτερος λόγος;

Στον αιώνα που τελειώνει η τριτοπρόσωπη αφήγηση σταδιακά έχασε το κύρος της. Ευτυχώς για μένα τούτο υπήρξε, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, ένα ψευδοπρόβλημα. Ακολούθησα το ένστικτό μου, που σπάνια με γέλασε. Αν στη «Βιοτεχνία Υαλικών», λόγου χάρη, διηγούμαι όντας ο ίδιος απ’ έξω από την ιστορία, αντίθετα στα «Σεραφείμ και Χερουβείμ» δεν μπορούσα παρά να μιλήσω στο πρώτο πρόσωπο. Ήταν οι εμπειρίες της ίδιας μου της εφηβείας. Μπορείτε να το πείτε αυτοβιογραφικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι έκανα αυτοβιογραφία. Στην περίπτωση του «Ωραίου λοχαγού», μολονότι δεν πρόκειται για δικά μου βιώματα, μιλώ σαν Σύμβουλος της Επικρατείας. Κι εκεί όμως του έδωσα χαρακτηριστικά από την ψυχοσύνθεσή μου. Το ίδιο ισχύει για τον κουρέα στο «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω». Όλα αυτά, βλέπετε, ακολουθούν μια προσωπική τακτική και ανάγκη και δεν υπακούν σε ψυχρούς υπολογισμούς. Ο πεζογράφος δεν είναι αλχημιστής να παίζει με μπουκαλάκια. Τα πειράματα περίσσεψαν στις μέρες μας. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έγινε το βολικό άλλοθι για βιβλία που δεν έχουν καμιά σχέση με τη λογοτεχνία. Ο καθένας σκαρώνει μια εξομολόγηση και την πουλάει για μυθιστόρημα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, όσο κι αν συκοφαντήθηκε, είναι μια δύσκολη υπόθεση και απαιτεί ιδιαίτερη τέχνη. Να είστε βέβαιη ότι θα επανέλθουμε σε αυτήν χωρίς τύψεις.


— Συνήθως στην αφήγησή σας δεν καταφεύγετε σε τεχνάσματα ή εντυπωσιασμούς. Οι χαρακτήρες που πλάθετε είναι καθημερινοί. Πόσο προσφέρονται οι απλοί άνθρωποι για ήρωες μυθιστορημάτων;

Θα μπορούσα να γράφω για τους καθημερινούς ανθρώπους και να καταφεύγω σε τεχνάσματα όπως λέτε. Όμως οι απλοί άνθρωποι άθελά τους σού υπαγορεύουν την απλότητα. Είναι θέμα ήθους που περνάει υπόγεια και στον γραπτό λόγο. Απλοί ή όχι, οι άνθρωποι γίνονται καμιά φορά σύνθετοι και περίπλοκοι όταν τους κάνεις μυθιστόρημα. Όπως ξεφεύγουν από την καθημερινότητά τους και στις καλύτερες των περιπτώσεων γίνονται παραδείγματα. Ο άνθρωπος σε όλες τις εκφάνσεις του είναι δεξαμενή για τον συγγραφέα.

— Στα τελευταία σας αφηγήματα υπάρχει μετατόπιση προς πιο ακραίες κοινωνικές περιπτώσεις, ζιγκολό, τυχοδιώκτες… Τι σας έκανε να στραφείτε σ’ αυτούς;

Από πολύ νέος έμαθα να φεύγω από τα στερεότυπα της αστικής τάξης, στην οποία ανήκω. Ήταν μια ανάγκη να ξεφύγω από τις προκαταλήψεις και τα ταμπού της, να δω τον κόσμο με τα δικά μου μάτια. Δεν έχει παρά να ανατρέξει κανείς στα «Μηχανάκια» ή στο «Αρμένισμα», ένα βιβλίο για το οποίο δικάστηκα όπου υπάρχουν σαφή ίχνη. Γι’ αυτό και το περιθώριο δεν είναι για μένα καινούργιο θέμα. Όμως το περιθώριο στις μέρες μας έχει γίνει κανόνας. Κοιτάχτε γύρω μας. Η βία έγινε η αγαπημένη φίλη των ανθρώπων. Είναι η υπόκωφη βουή της που αφήνει την αίσθηση αυτή του ακραίου όπως λέτε. Όσο για τους ζιγκολό ή τους όποιους τυχοδιώκτες των ημερών μας, αυτοί δικαιούνται επιτέλους τρυφερότητα και κατανόηση. Είναι η ψυχή τους που προσπαθώ ν’ ανιχνεύσω και όχι τόσο οι πράξεις τους. Δεν είμαι δικαστής. Προσπαθώ να μείνω συγγραφέας.


— Στα πρώτα σας βιβλία υπολάνθανε ένα στοιχείο πολιτικό, το οποίο υποχωρεί στα τελευταία βιβλία. Αυτό συνδέεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα;

Νομίζετε ότι πρέπει να απασχολείται κανείς με το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Ιουλιανά, όπως έκανα στον «Λοχαγό», για να είναι πολιτικός; Και τι σημαίνει πολιτικός αν όχι το πώς οι άνθρωποι βιώνουν αυτή την πόλη και πώς φέρονται μεταξύ τους; Δεν είναι πολιτικό στοιχείο οι μετανάστες όπως τους βλέπω στα δύο προηγούμενα βιβλία μου; Διαφορετικά θα πρέπει να γυρίσουμε πάλι στα κόμματα και στη λογική τους. Η κοινωνία σήμερα ζητάει από τον συγγραφέα να είναι στρατευμένος γιατί αυτή είναι τελικά η λέξη, κι ας είναι παλιομοδίτικη στο πλευρό του ανθρώπου που κλυδωνίζεται και υποφέρει από τα δεινά της εποχής μας. Η ευμάρεια και η αφθονία, ο άκρατος ηδονισμός ζητούν τον συγγραφέα που θα μας δώσει το αντίδοτο, όπως ακριβώς όταν μας έχει τσιμπήσει δηλητηριώδες φίδι. Κάθε τι που συμβαίνει γύρω μας, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όπως λέτε κι εσείς, με αφορά και μπορεί να μ’ εμπνεύσει. Προσπαθώ να είμαι όχι ένα παράθυρο στην τηλεόραση, μα ένα παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο.

— Πόσο διαφοροποιείται το κοινωνικό τοπίο των έργων σας στη διάρκεια των 37 χρόνων που γράφετε;

Α, τώρα καταφέρατε να με κάνετε να μελαγχολήσω. Τριάντα επτά χρόνια… Πόσες αλλαγές δεν χώρεσαν σ’ αυτά. Λένε ότι η Ιστορία γράφεται πιο πιστά από τους λογοτέχνες παρά από τους ιστορικούς. Δεν έχετε παρά να πιάσετε τα «Μηχανάκια» λοιπόν ή κάποιο από τα ενδιάμεσα βιβλία ή και το τελευταίο μου, για να δείτε τη διαφορά. Μπορεί να είμαι ο ίδιος ο άνθρωπος που μιλάει, αλλά ο κόσμος έχει στο μεταξύ αλλάξει. Όχι, μη νομίζετε προς το χειρότερο. Θα πρέπει τότε να ξεχάσουμε πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, δικτατορία, άγρια ήθη και ταμπού. Το ότι σήμερα ζούμε την πραγματοποίηση όσων ο Κάφκα έγραφε για να τρομάζει και να διασκεδάζει τους φίλους του, αυτό δεν σημαίνει ότι φτάσαμε στο χάος. Αυτά είναι ταμπέλες και συνθήματα. Τρόποι να επιβιώνουν πληρωμένοι κονδυλοφόροι. Δεν μ’ αρέσει να αισθηματολογώ προς τα πίσω. Ούτε να κινδυνολογώ προς τα εμπρός. Κάθε εποχή έχει τις προκλήσεις της. Και μ’ αυτές μ’ αρέσει να καταπιάνομαι.


— Η φθορά της νεότητας, η φθορά των σχέσεων, η φθορά των πραγμάτων γενικότερα είναι θέμα που επανέρχεται στα βιβλία σας. Βρίσκετε κάποια γοητεία στην παρακμή;

Για να υποφέρει κανείς την αρρώστια του χρειάζεται να την αγαπήσει. Σήμερα που η παρακμή είναι κανόνας και όχι εξαίρεση, μου προξενεί λιγότερη γοητεία. Και τι σημαίνει παρακμή; Οι αναγνώστες πρέπει να μάθουν ότι αυτό που από πρώτη άποψη φαίνεται νοσηρό ή ανήθικο ίσως είναι το πιο αληθινό και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της κοινωνίας. Χωρίς να είμαι δάσκαλος, καμιά φορά αισθάνομαι ότι καταλήγω να διαπαιδαγωγώ το κοινό. Να μάθει ν’ αντέχει και στα πιο σκούρα χρώματα. Η ζωή δεν είναι διακοπές.

— Λέγεται ότι ο πεζογράφος φαίνεται από το πρώτο βιβλίο. Εσείς πιστεύετε ότι η τεχνική είναι κάτι που κατακτάται;

Εξαρτάται σε ποια ηλικία πρωτοδημοσιεύει κανείς και με τι καταπιάνεται. Ποιος θα πίστευε την εποχή που ο Ταχτσής έβγαζε τα ποιήματά του ότι θα γινόταν ο συγγραφέας του «Τρίτου Στεφανιού»; Και ποιος θα μάντευε σε τι είδος πεζογράφου θα εξελισσόταν ο πρώιμος Βασιλικός της «Διήγησης του Ιάσονα», ότι θα έγραφε δηλαδή το «Ζ» και το «Κ»; Η τεχνική είπατε; Μα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Είναι ένας μύθος. Απλώς εξασκείται κανείς με τα χρόνια. Αλλά και πάλι κάθε φορά αρχίζει από την αρχή. Η καλύτερη τεχνική είναι ο εαυτός σου. Πρέπει να τον ανακαλύψεις πρώτα, για να μπορείς να μιλάς για τρόπους και μεθόδους γραφής. Όποιοι πειραματίστηκαν μόνο με το συντακτικό και τη γραμματική μείνανε πίσω. Οι πιο σκληρές τεχνικές είναι να γίνεσαι πάντα καλύτερος, να μην κολλάς, να ανανεώνεσαι, να μένεις με δυο λόγια ζωντανός.


— Έχετε μεταφράσει Παπαδιαμάντη. Θα θέλατε να σας μεταφράσουν σε μελλοντικά ελληνικά;

Ρωτάτε; Και φυσικά θα δεχόμουν να με «μεταφράσουν». Κατ’ αρχήν, τότε κανείς δεν θα με ρωτήσει. Έπειτα, για να θελήσουν να το κάνουν αυτό, σημαίνει ότι, παρά το γεγονός ότι θα φαίνομαι «δυσνόητος», θα εξακολουθώ να είμαι ζωντανός. Και ποιος συγγραφέας δεν θα το ήθελε αυτό; Αν μάλιστα πέσω σε καλά χέρια και όχι σε δαγκάνες φιλολόγων, τότε τρίβω τα χέρια μου από τώρα.

* Συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Μένης Κουμανταρέας στη δημοσιογράφο Μαίρη Παπαγιαννίδου (1965-2012) το 1999, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (εκδόσεις Κέδρος). Το κείμενο της συνέντευξης, υπό τον τίτλο «Η γοητεία της παρακμής», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 14 Μαρτίου 1999.

Ο σπουδαίος συγγραφέας και μεταφραστής Μένης (Αριστομένης) Κουμανταρέας έφυγε από τη ζωή στις 5 Δεκεμβρίου 2014, σε ηλικία 83 ετών.