Βασίλης Βασιλικός: Μια αβάσταχτη εξορία και γλυκύτατα ανεχτή
Θάνατος αργός και ηδονικός
«Με το να μην είναι εκ παραδόσεως αριστερός, μπορούσε να είναι μελαγχολικός». Ποιον ειρωνεύεται ο Βασιλικός; Την Αριστερά ή τη μελαγχολία; Τον εαυτό του ή τους αριστερούς; Ένα δάκρυ στην κώχη του μειδιάματος θα διατηρήση το διφορούμενο ως το τέλος. Με τον τρόπο του αυτό να αντιμετωπίζη την επικαιρότητα κατάφατσα, χωρίς πονηριές είτε κοκεταρίες, σου θυμίζει τον υπέροχο λακωνισμό του Σταντάλ. Μόνο που ο Σταντάλ ποτέ δεν αμφέβαλε ότι βρήκε αληθινούς άνδρες στην Ιταλία, γυναίκες απολύτως φυσικές, ξένες προς κάθε τύπου εξαπάτηση και παρισινούς υπολογισμούς, και η εξορία του στη Ρώμη τον καταδιασκέδαζε, σαν να βρισκόταν σ’ ένα πανηγύρι όπου ο πραγματικός κόσμος έβγαζε τη μάσκα του μπροστά του. Ο Βασιλικός απεναντίας, ο Έλληνας αυτός εξόριστος στην Ευρώπη, δεν ξέρει πια πού βρίσκεται ο πραγματικός κόσμος και η εξορία τον έχει αποπροσανατολίσει μια για πάντα. Περιφέρεται σαν ακυβέρνητο καράβι στις επαρχίες της Ευρώπης, στριμωγμένος ανάμεσα σ’ αυτά τα φανταστικά ζωντόβολα, τους Ελβετούς με τα γαλανά ξεθωριασμένα μάτια που μηρυκάζουν σιωπηλοί στα καφενεία της Ζυρίχης, και μια απρόσιτη και βασανιστική Ελλάδα, που έχει αποκτήσει την ομορφιά της φαντασιώσεως κι έπαψε να είναι μια χώρα. Στον Σταντάλ επιτρεπόταν η ειρωνεία. Αυτός μόνο χιούμορ μπορεί να έχη («την ευγένεια της απελπισίας» όπως λέει ο Μαρκέρ), γιατί η εξορία έγινε γι’ αυτόν μια άσκηση μαζοχισμού.
Ο μεγάλος συγγραφέας, όλος ο κόσμος το γνωρίζει, είναι μια αντίφαση που δεν παύει από το να εξηγή τον εαυτό της. Ο Βασιλικός διαιρεί τους εξόριστους σε «μονοφυσίτες» (αυτοί που δεν μπορούν να επιστρέψουν) και σε «αμφίβιους» (αυτοί που πηγαινοέρχονται μεταξύ Παρισιού και Αθήνας). Αυτός είναι μονοφυσίτης χωρίς πιθανότητες αλλαγής, αλλά ζη σαν αμφίβιος, κι αυτό είναι το δράμα του: είναι εκτός και εντός, Έλληνας για τους ξένους, ξένος για τους Έλληνες.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.5.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Βασιλικός διστάζει: είναι ένας πολιτικός που βλέπει τους καλλιτέχνες σαν χωρατατζήδες και συγχρόνως ένας καλλιτέχνης που δεν παίρνει τους πολιτικούς και πολύ στα σοβαρά, ένας Ευρωπαίος που πήρε απόφαση το τζουκ-μποξ κι ένας υπανάπτυκτος που διατηρεί τον ήλιο της Ελλάδος σφηνωμένο μέσα του.
Σε τι χρησιμεύουν οι μεγάλοι συγγραφείς; Στο να προσδιορίζουν ένα αίσθημα, στο να δίνουν ένα όνομα σ’ έναν ίλιγγο, μ’ άλλα λόγια στο να φτιάχνουν κομμάτι με κομμάτι τον χάρτη της ανθρώπινης εμπειρίας. Με το να είναι η θεμελιώδης δομή αυτής της εμπειρίας η φοβία του χρόνου, ο κάθε συγγραφέας βάζει το όνομά του σε κάποια ωρισμένη στιγμή της μέρας: ο Ζιρωντού στο γλυκοχάραμα, ο Φιτζέραλντ στο τέλος της νύχτας, ο Βασιλικός σ’ ένα χειμωνιάτικο απομεσήμερο, που είναι νομίζω η προνομιούχος στιγμή κατά την οποία μας καταλαμβάνει το συναίσθημα εκείνο που θα φέρη στο εξής το όνομά του, άσχετα αν ανήκη σ’ όλους τους αταίριαστους προς το περιβάλλον τους ανθρώπους, «ένα αίσθημα απόγνωσης που σε κυριεύει όταν στην ξενιτειά, στο μετρό, πλευρίζης άλλους ανθρώπους που πηγαίνουν στην εργασία τους, ενώ εσύ, στριμωγμένος επάνω τους, δεν έχεις καμμιά ωρισμένη δουλειά και υποχρεώνεσαι να γαντζώνεσαι σε φαντάσματα».
Αυτό λοιπόν που αντανακλάται στον καθρέφτη του «ψαροντούφεκου» είναι μια απουσία, μια αγωνία. Ξαφνικά, ο γνωστός κόσμος γίνεται απών, αν κι αυτό δεν είναι ακόμα παρά ένα διοικητικής μορφής χτύπημα της μοίρας. Το τρομερό αρχίζει τη στιγμή που ο εξόριστος αρχίζει να απουσιάζη από τον κόσμο, που ο πρωτόπειρος, μόλις φευγάτος από την αγαπημένη του πατρίδα, αρχίζει να ζη με το τραύμα του στο πλευρό, ένα τραύμα που σχεδόν το αγαπά. Τη στιγμή που ο Έλληνας συναντά τον Ισπανό δημοκρατικό και ανακαλύπτει ξαφνικά στην κλειστή μορφή του τη δική του μορφή, τριάντα χρόνια αργότερα. Στο βάθος του συνδρόμου της εξορίας βρίσκεται η πανικόβλητη ανακάλυψη του χρόνου που μάταια κυλά, η αγωνία της στιγμής εκείνης κατά την οποία, με μια ανεπαίσθητη σπρωξιά, μπαίνεις σε μια μόνιμη παγωνιά και αποδεκτή στο κάτω-κάτω («Όλες οι χώρες είναι ψυχρές όταν δεν είναι η πατρίδα, όταν δεν έχουν αυτήν την ξεχωριστή θερμοκρασία που εναρμονίζει την ανθρώπινη επιδερμίδα με το χρώμα, με την επιδερμίδα της γης»).
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.5.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Βασιλικός δεν καταγγέλλει την αδιαφορία των χορτάτων μπροστά στις συμφορές της Ελλάδος. Αυτός ο κλασικός ηθικός εξάψαλμος γρήγορα θα μας προκαλούσε την ανία. Αναγγέλλει την αδιαφορία που κυριεύει σιγά-σιγά τους Έλληνες, καθώς κολλούν την αρρώστια ή βαριεστούν. Αναγγέλλει τη στιγμή αυτή που κανένας δεν θα την αντιληφθή έγκαιρα και κατά την οποία τα πάντα θα έχουν σε βάθος αλλάξει γύρω από τις αμετάβλητες κινήσεις της καθημερινής ζωής: οι νεαροί Έλληνες θα πηγαίνουν για μπάνια στην Αίγινα ή στον Πειραιά όπως κάθε καλοκαίρι, θα πηγαίνουν το βράδυ για ένα ποτήρι ρετσίνα ή για να χορέψουν στην ταβέρνα, όπως πάντα, και δεν θα κρύβεται τίποτα διαφορετικό πίσω από τα φαινόμενα, ούτε καν το αίσθημα του αταίριαστου.
Και αν ο Βασίλης Βασιλικός, ο κατ’ εξοχήν Έλληνας, ο υποδειγματικός εξόριστος, μιλούσε σε μας και για μας, τους Γάλλους; Και αν, κι’ εδώ ακόμα, η βία και ο αγώνας γίνονταν μια μέρα «πράγματα για ξένους που γίνονται στο εξωτερικό»; Και αν, κι’ εμείς ακόμα, πολίτες, ψηφοφόροι και ελεύθεροι τηλεθεαταί, ανεχόμασταν το αβάσταχτο και άρχιζε και να μας αρέσει από πάνω; Αδιαφορούμε για τους Έλληνες και για τους άλλους, αυτό δα —ευχαριστώ πολύ— το ξέραμε και πριν. Όπως όμως οι Έλληνες στον τόπο τους, έτσι κι’ εμείς μπαίνουμε αργά, ανεπαίσθητα σ’ έναν κόσμο χειρότερο από τον φόνο, στον κόσμο της «Δολοκτονίας» (ο τίτλος της νουβέλλας του Βασιλικού): σ’ αυτόν τον κόσμο της τεχνητής ησυχίας, όπου η δολοφονία μεταμφιέζεται σε δυστύχημα ή, όπως στη Βηρυτό τελευταίως, σε κατόρθωμα χαρούμενης παρέας αλεξιπτωτιστών, όπου η πανταχού παρούσα τρομοκρατία αστράφτει για μια στιγμή στην τηλεοπτική οθόνη, πριν συνεχισθή το πρόγραμμα μ’ ένα ποδοσφαιρικό ματς και τον λόγο του υπουργού, όπου οι αγωνίες των λαών δεν φθάνουν ίσαμε μας παρά σαν μικρές φούσκες από αόριστες φήμες που έρχονται να σκάσουν αθόρυβα στην επιφάνεια των συνηθειών μας.
Η «Δολοκτονία» είναι αυτό που αρχίζει όταν τίποτα πια δεν είναι πραγματικά κόκκινο, ούτε καν το αίμα, όταν οι φίλοι χάνουν τις αρετές του φίλου και οι εχθροί τα χαρακτηριστικά του εχθρού, όταν οι γωνίες στρογγυλεύουν, όταν ο ΟΗΕ ή οι εντεταλμένοι και ανώνυμοι πληρεξούσιοι καταπίνουν και αφομοιώνουν τη μια μετά την άλλη τις αντεπαναστάσεις σαν τις φράουλες στα κουτάκια τους από σελοφάν. Είναι ο κόσμος της αδιαφορίας, όπου ο φόνος πολλαπλασιάζεται σε τέτοιο σημείο που καταντά αμφίρροπος, απών, «πολυσύνθετος».
«Η εξορία», γράφει ο Βασιλικός, «αρχίζει όταν δεν μπορείς πια να επιστρέψεις στην πατρίδα σου». Δεν πρόκειται για μια υλική αδυναμία, γιατί έχασες λόγου χάρη τα πολιτικά σου δικαιώματα ή γιατί δεν μπορείς ν’ ανανεώσης το διαβατήριό σου. Πρόκειται για μια αδυναμία που εδρεύει μέσα σου, ηθική στην αρχή και μετά σωματική: δεν μπορείς να επιστρέψης γιατί δεν έχεις πια τη δύναμη. Θα μπορέσωμε μια μέρα, εμείς οι Γάλλοι, να επιστρέψωμε στον τόπο μας; Δεν μας έχουν ήδη πειθαναγκάσει ν’ αποδεχθούμε το τηλεοπτικό νανούρισμα της βλακείας που θριαμβεύει, την ίδια μας τη ζωή κλεμμένη και αποβλακωμένη;
Αυτοί οι παρασημοφορεμένοι και εναλλασσόμενοι πνευματικά καθυστερημένοι, αυτοί οι σοβαροφανείς κοιλαράδες, μήπως δεν κοντεύουν να μας εξώσουν από την ιστορία μας, από τα όνειρά μας, από τη θέλησή μας, χτυπώντας μας φιλικά στον ώμο για να μην αντιληφθούμε το παραμικρό;
Ο Ρεζί Ντεμπρέ
Η Γκερνίκα μακραίνει, η Ελβετία είναι κοντά, μέσα μας ίσως. Οι Ελβετοί μάς διοικούν, θα μας κάνουν σιγά-σιγά Ελβετούς κατ’ εικόνα τους, θα είναι σε λίγο οι αδελφοί μας, οι συνένοχοί μας, οι φιλαράκοι μας, αυτοί οι Ντυπόν, ναι, έτσι θα τους βλέπουμε μια μέρα εμείς, οι Έλληνες της Γαλλίας, αν δεν φωνάξουμε «στοπ!» Ο Βασιλικός το ξέρει καλά το παραμύθι. Η Ελβετία είναι πιο ξελογιάστρα απ’ όσο το νομίζετε, επαναλαμβάνει από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του «Ψαροντούφεκου», και μιλάει εκ πείρας: είναι ο θάνατός σας, αργός και ηδονικός, σαν κυριακάτικη χώνευση. Το νου σας! μουρμουρίζει με θλιμμένο χαμόγελο. Θα καταντήσετε να αγαπήσετε τους Ντυπόν και σε λίγο την επανάσταση θα την κάνετε στον κινηματογράφο, διά παρεμβαλλομένων προσώπων, ή κάνοντας όνειρα στο κρεβάτι σας. Η εξορία αρπάζει τον εξόριστο όπως το παραγάδι το ψάρι. Κι’ όταν βρεθής μέσα, αντίο ιστορία!
Οι αποκλεισμένοι του κόσμου έχουν βρη στο πρόσωπο του Βασιλικού έναν οδηγό, που, με ύφος τάχα αδιάφορο, τους εξορκίζει ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΝ. Ξεγυμνώνεται μπροστά τους δείχνοντας τα τραύματά του, για να μη γίνουν και δικά τους τραύματα. Ας τον κυττάξωμε καλά: ίσως να επωάζωμε κι’ εμείς, ακραιφνείς δημοκράτες, την ίδια αρρώστια με τη δική του: μια αβάσταχτη εξορία και γλυκύτατα ανεχτή.
*Άρθρο του Ρεζί Ντεμπρέ για τον Βασίλη Βασιλικό, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 8 Μαΐου 1973.
Ο πολυγραφότατος γάλλος συγγραφέας και διανοητής Ρεζί Ντεμπρέ (Régis Debray) υπήρξε σύντροφος εν όπλοις του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, φίλος του Φιντέλ Κάστρο και του Σαλβαδόρ Αλιέντε, καθώς και σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις