Πενήντα χρόνια από το τολμηρό «Σέρπικο» για τη διαφθορά της αστυνομίας με τον Αλ Πατσίνο
Το «σκληροτράχηλο» ντοκιμαντέρ για την κατάχρηση της εξουσίας από τους αστυνομικούς, θα μπορούσε να κυκλοφορήσει τη σημερινή εποχή;
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
«Πολλοί από τους συναδέλφους του τον θεωρούσαν τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο εν ζωή – έναν έντιμο αστυνομικό». Αυτό ήταν το μότο για το θορυβώδες αστυνομικό ντοκιμαντέρ «Serpico», όταν έκανε την πρεμιέρα του πριν από πενήντα χρόνια και είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι η Paramount Pictures τοποθέτησε πάνω στην αφίσα και τη διαφήμιση της ταινίας, τη φράση «το κοινό προσήλθε μαζικά για να το δει».
Το σύνθημα αντικατοπτρίζει επακριβώς την «πυρηνική» θέση της ταινίας: ότι η θεσμική διαφθορά είναι τόσο εκτεταμένη στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης – και, κατ’ επέκταση, στα δημοτικά τμήματα όλης της χώρας – ώστε ένας αστυνομικός που τον νοιάζει απλώς να κάνει τη δουλειά του, – χωρίς αυτό να τον κάνει «αθώο» καθώς βλέπει αλλά δεν μιλάει – θα αντιμετωπίσει δυσβάσταχτα ίσως και θανατηφόρα εμπόδια.
Τα αληθινά μπλεξίματα αρχίζουν, όταν κάποιος του παραδίδει έναν φάκελο με τριακόσια δολάρια σε μετρητά
Tην σήμερον ημέρα, όταν η κουβέντα έρχεται στον mainstream κινηματογράφο, αναρωτιόμαστε: θα κυκλοφορούσε άραγε ταινία που «κατακεραυνώνει» τον θεσμό της αστυνομίας και όσους δόλιους τον απαρτίζουν; Θα διακινδύνευε άραγε το Χόλιγουντ, να «απομακρύνει» από κοντά του, τους «Blue Lives Matter»; Τους οπαδούς ενός κινήματος, που ζητάει να αναγνωριστούν ως «εγκλήματα μίσους» οι πράξεις βίας – πολλές φορές και αντίδρασης – εναντίων αστυνομικών, την ίδια ώρα που «σφυρίζουν κλέφτικα» όταν οι μαύροι των ΗΠΑ δολοφονούνται βιαίως από τις «αρχές» του τόπου;
Ρίσκαρε το τομάρι του για να ξεσκεπάσει ένα διεφθαρμένο καθεστώς
Το 1973, το έτος που μεσολάβησε ανάμεσα στον Νονό και το Νονό Μέρος ΙΙ, ο Αλ Πατσίνο βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του και στην αρχή μιας καριέρας που θα συνεχιζόταν και μετά από αυτό, όταν ο ίδιος και ο σκηνοθέτης του Serpico, Σίντνεϊ Λούμετ, θα ξανασμίξουν για την ταινία Dog Day Afternoon.
Στο ρόλο του Φρανκ Σέρπικο, του πραγματικού καταγγέλλοντα που ρίσκαρε το τομάρι του για να ξεσκεπάσει ένα διεφθαρμένο καθεστώς, ο Πατσίνο διοχετεύει λίγη από τη σκληράδα και την τόλμη του Μάικλ Κορλεόνε, είναι ωστόσο πολύ πιο τρωτός, με μια μαλλιαρή, αντικουλτουριάρικη αίγλη που δεν αντιπροσωπεύει μόνο τη μυστική φυσιογνωμία του χαρακτήρα του, αλλά βρίσκεται αρκετά κοντά στο ποιος είναι στην πραγματικότητα.
Το πραγματικό επίτευγμα της ταινίας είναι το πόσο έντονα αποτυπώνει τον αντίκτυπο που έχει η θεσμική «σαπίλα» σε κάθε αστυνομικό του τμήματος
Μολονότι ο Lumet θα επανερχόταν στο «κινηματογραφικό» μονοπάτι της αστυνομικής «βρωμιάς» με την παραγωγή των δύο σπουδαίων ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του 1980 Prince of the City και Q&A, το Serpico ξεκίνησε ως σχέδιο του John G Avildsen – ο οποίος είχε γυρίσει το συνταρακτικό Joe και στη συνέχεια θα σκηνοθετούσε το Rocky – πριν ο Avildsen συγκρουστεί με τον παραγωγό Martin Bregman. Ο Bregman ανακάλυψε τον Πατσίνο σε ένα θεατρικό έργο εκτός Μπρόντγουεϊ και οι δυο τους επρόκειτο να δημιουργήσουν αρκετές ακόμα ταινίες μαζί, όπως το Dog Day Afternoon, το Scarface, το Sea of Love και το Carlito’s Way.
Παρορμητικό και ακατέργαστο
Ένα από τα προτερήματα του Serpico αποτελεί το γεγονό; ότι μοιάζει σαν ο Lumet να επιστρατεύτηκε την τελευταία στιγμή και να έπρεπε να αυτοσχεδιάσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Είναι συγκλονιστικά παρορμητικό και ακατέργαστο, με μια αστάθεια που εξυπηρετεί το ίδιο το περιεχόμενο.
Μάλιστα όταν ο Lumet έμαθε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης αποφυλακίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τον προσέγγισε ώστε να «υπογράψει» μουσικά την ταινία. Ο Θεοδωράκης έπειτα από «πιέσεις» του σκηνοθέτη δέχτηκε και έτσι «χάρισε» τη μαεστρία του στην πλέον κλασσική ταινία «Serpico».
Καθώς ο Σέρπικο πασχίζει να κατακτήσει το «χρυσό σήμα» του ντετέκτιβ, επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του τμήματος και των κοινοτήτων που υπηρετεί. Εμφανίζεται στο «σώμα», φορώντας πολιτικά ρούχα, γεγονός που τον φέρνει σε αντιπαραθέσεις με τους συντηρητικούς, κουρεμένους συναδέλφους του.
Ξαφνικά «εισχωρεί» στο Γραφείο Εγκληματολογικών Ερευνών (BCI) και τα αληθινά μπλεξίματα αρχίζουν, όταν κάποιος του παραδίδει έναν φάκελο με τριακόσια δολάρια σε μετρητά. Εκείνος αρνείται να πάρει το μερίδιο που του αναλογεί από τα χρήματα παροχής προστασίας που διακινούνται μέσω της αστυνομικής μονάδας, αλλά το να μιλήσει στον προϊστάμενό του, πόσο μάλλον στον Τύπο ή σε εξωτερικές υπηρεσίες, θα τον έκανε «παρελθόν». Επιλέγει τον τίμιο δρόμο και παραλίγο να δολοφονηθεί.
Το σθένος του πραγματικού Φρανκ Σέρπικο τελικά οδήγησε σε ένα ευρύ ξεκαθάρισμα στο Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης, αλλά το πραγματικό επίτευγμα της ταινίας είναι το πόσο έντονα αποτυπώνει τον αντίκτυπο που έχει η θεσμική «σαπίλα» σε κάθε αστυνομικό του τμήματος, ακόμη και σε εκείνους που μπορεί να έχουν έρθει στη δουλειά με ένα ψήγμα του ιδεαλισμού του Σέρπικο. Ακόμη και όταν η εχθρική στάση απέναντι στον Σέρπικο δεν εκδηλώνεται ανοιχτά, γίνεται αντιληπτή κάθε φορά που μπαίνει σε ένα τμήμα και ο παρ’ ολίγον θάνατος του μοιάζει με μια απόπειρα «παθητικής» ανθρωποκτονίας, με τους δήθεν συναδέλφους του να τον εκθέτουν εσκεμμένα σε κίνδυνο.
Χάρη στην εξαιρετική δουλειά του Lumet με τις τοποθεσίες, οι δρόμοι της Νέας Υόρκης μοιάζουν να αποτυπώνουν την επιπολαιότητα εκείνων που την «φυλάνε», καθώς οι υπεύθυνοι για τον «καθαρισμό» της επιτρέπουν στη σήψη να φουντώσει. Και ποιος ξέρει, ίσως η σήψη της Νέας Υόρκης, να οφείλεται σε εκείνους.
*Με πληροφορίες από Guardian | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Wikimedia Commons via Picryl.com
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις