Η αβασίλευτη Δημοκρατία είναι η μόνη αληθινή Δημοκρατία. Κι αυτό γιατί έχει σαν θεμέλιο ένα συλλογισμό πολύ απλό αλλά και πολύ ακλόνητο: όταν για κάθε αξίωμα του κράτους πρέπει να διαλέγωνται οι πιο κατάλληλοι, εκείνοι που έχουν τα περισσότερα προσόντα και τις περισσότερες ικανότητες, ποια λογική επιτρέπει για το ανώτερο απ’ όλα τα αξιώματα, το αξίωμα του ανωτάτου άρχοντος όπως λένε ή του αρχηγού του κράτους, να μην εκλέγεται, κατά κάποιο τρόπο, ο καλύτερος, αλλά να το παίρνη αυτόματα όποιος έτυχε να γεννηθή γιος του προηγούμενου αρχηγού; Σκεφθήτε να εφαρμοζόταν αυτό το σύστημα αναδείξεως και σ’ άλλα αξιώματα κι αν το σύστημα είναι σωστό, γιατί να μην εφαρμοσθή; Ο γιος του υπουργού θα γινόταν αυτόματα και κατ’ ευθείαν υπουργός, ο γιος του στρατηγού στρατηγός μόλις θα πέθαιναν οι πατέρες τους.

Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να δικαιολογήση τον βαθύτατο παραλογισμό της κληρονομικής διαδοχής στο ανώτατο κρατικό αξίωμα. Γιατί, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να πιστέψη, στον τόπο μας μάλιστα, ότι η βασιλεία είναι εγγύηση συνταγματικής σταθερότητας ή εθνικής ενότητας και ομαλότητας. Κι όταν ακούμε ότι ο βασιλιάς είναι ουδέτερος απέναντι στα κόμματα και μπορεί να παίξη ρόλο διαιτητή στους πολιτικούς αγώνες, δεν μπορούμε παρά να αναλογισθούμε πόσες φορές, στις τελευταίες δεκαετίες και μόνο, ο βασιλιάς από διαιτητής βρέθηκε παίκτης, με την μπάλα στα πόδια. Και η ζαβολιά του διαιτητή που έδιωξε τον Παπανδρέου από πρωθυπουργό το 1965, είχε διώξει και τον Καραμανλή, λίγο πριν πάντα η ίδια αυταρχική νοοτροπία του θρόνου. Ως και τον Αρχιεπίσκοπο της Ελλάδας έφτασε να διώξη για να επιβάλη τον δικό του, τον Ιερώνυμο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.12.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τον τελευταίο καιρό, για την υποστήριξη της βασιλείας ακούγεται ένα επιχείρημα παράξενο και αντιφατικό. Η βασιλεία, λένε, δεν πρόκειται να βλάψη, γιατί οι εξουσίες του βασιλιά θα είναι πάρα πολύ περιορισμένες θα ωφελήση μάλιστα, γιατί θα πειθαρχήση τον Στρατό και θα τον εμποδίση να ξανακάνη πραξικοπήματα. Πρώτον, αν οι εξουσίες του ανωτάτου άρχοντα πρόκειται να είναι τόσο περιορισμένες και ασήμαντες, για να μην κινδυνεύουν οι ελευθερίες μας, τότε γιατί πρέπει οπωσδήποτε να είναι βασιλιάς δηλαδή, ισόβιος και κληρονομικός κι όχι Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δηλαδή να τον διαλέγουμε εμείς, ο λαός, κάθε φορά τον καλύτερο; Αλλά η αντίφαση παρουσιάζεται αμέσως: θα πειθαρχή, λέει, τον Στρατό, τις Ένοπλες Δυνάμεις είδαμε δα και πόσο κατάφερε να τις πειθαρχήση. Αλλού όμως είναι το θέμα: αν ο Στρατός πρόκειται να υπακούη και να πειθαρχή στον βασιλιά (κι όχι στην κυβέρνηση που έχει διαλέξει ο λαός), τότε ο βασιλιάς θα έχη τη μεγαλύτερη εξουσία από όσες υπάρχουν σ’ ένα κράτος, τότε θα έχη τον Στρατό όργανό του, για να τον χρησιμοποιή σε κάθε περίπτωση διαφωνίας του με την κυβέρνηση. Τότε η καινούργια δικτατορία μάς περιμένει στη στροφή του δρόμου.

Τα λογικά επιχειρήματα που στηρίζουν τη Δημοκρατία και βέβαια, εννοώ πάντα την αβασίλευτη δεν είναι η μοναδική της δύναμη. Δύναμη της Δημοκρατίας είναι, προπάντων, οι αρετές της ψυχής που τη γεμίζουν με ανθρώπινο περιεχόμενο, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη.


Δύναμη της Δημοκρατίας είναι η πίστη, η πίστη στον άνθρωπο γενικά και στον σημερινό Έλληνα ειδικώτερα. Πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος, ο Έλληνας, είναι ικανός να κρατήση τη μοίρα του στα χέρια του και να βαδίση μόνος του στους δρόμους της ευτυχίας και της δημιουργίας. Δεν έχει ανάγκη να προσκυνάη κάποιον άλλο άνθρωπο που θα ισχυρίζεται και θα πιστεύη ότι είναι κάτι περισσότερο από άνθρωπος, ότι στις φλέβες του τρέχει αίμα αλλιώτικο από το αίμα του καθενός μας, ότι είναι βασιλιάς «ελέω Θεού». Χωρίς την κηδεμονία της δυναστείας που μας επέβαλαν οι ξένοι, και ίσως θάθελαν να μας επιβάλουν και πάλι, σαν περιορισμό και σαν αντίβαρο για τη λαϊκή μας κυριαρχία, εμείς πιστεύουμε ότι θα τα βγάλουμε πέρα μοναχοί μας, απείρως καλύτερα.

Δύναμη της Δημοκρατίας είναι ακόμα η ελπίδα. Η πρακτική πολιτική σοφία που όλοι μας αποκτήσαμε κατά τα τελευταία δύσκολα χρόνια, ακριβοπληρωμένη με πόνον και δάκρυα και αίμα, μας κάνει να ελπίζουμε ότι τελικά όλα θα πάνε καλά κι ο τόπος μας θα βαδίση το δρόμο του, χωρίς περιττές συγκρούσεις και οξύτητες, ανάμεσα στη συντήρηση των καθιερωμένων που αξίζει να περιφρουρηθούν και στην εξέλιξη προς καινούργιες αναζητήσεις. Προπάντων όσοι εύχονται τη συντήρηση και τη σταθερότητα έχουν κάθε λόγο να ελπίζουν ότι οι προσδοκίες τους θα επαληθευτούν ύστερα από το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών.


Δύναμη της Δημοκρατίας είναι τέλος η αγάπη. Αγάπη για τον πλησίον μας, αγάπη για τον κάθε άνθρωπο, χωρίς περιορισμό και χωρίς εξαίρεση. Χωρίς εξαίρεση κι εκεί ακριβώς βεβαιώνεται το μεγαλείο της Δημοκρατίας μας ούτε για τον ίδιο τον τελευταίο βασιλιά ή για την οικογένειά του. Όση πίκρα και αν νοιώσαμε από τα απίθανα και τόσο προσβλητικά για μας λάθη ας πούμε, λάθη που έκανε, μίσος για τον πολιτικό αντίπαλο δεν βρίσκει θέση στη δημοκρατική μας συνείδηση. Παραπονέθηκε γιατί να μη γυρίση κι αυτός, όπως οι άλλοι εξόριστοι, στην Ελλάδα όπου βρίσκονται οι τάφοι των προγόνων του. Και βέβαια να γυρίση ελεύθερος άνθρωπος κι αυτός, καλοδεχούμενος στο φιλόξενο τόπο μας. Να γυρίση, να μείνη όσο θέλει, να πάρη αν θέλη και την ελληνική υπηκοότητα, τίμια και ανυστερόβουλα, αναγνωρίζοντας το καινούργιο πολιτικό καθεστώς, και να εγκατασταθή εδώ, να ζήση από τα εισοδήματά του ή να δουλέψη κατά τα προσόντα του, πολίτης ίσος στα δικαιώματα μ’ όλους εμάς. Κανείς δεν τον εξόρισε και κανείς δεν τον κρατάει στην εξορία. Μόνο το παλιό του αξίωμα δεν θα πρέπει να αναζητήση: η θέση θάχη καταργηθή.


Ο Γιώργος Κουμάντος

Γιατί η αγάπη μας, η απέραντη δημοκρατική αγάπη αυτού του λαού, δεν φτάνει για να σβήση το φιλότιμό του. Κι αν ακόμα ξεχάσουμε το παρελθόν στραμμένοι αποκλειστικά προς το μέλλον, δεν μπορούμε να παραδεχθούμε ότι εμείς οι Έλληνες, μόνοι από όλους τους λαούς της Γης, είμαστε ανίκανοι να κυβερνηθούμε μόνοι μας, να διαλέξουμε κάθε φορά ανάμεσά μας έναν, τον πιο κατάλληλο, για αρχηγό του κράτους μας, αλλά πρέπει, εμείς μόνοι, να γυρίσουμε πίσω στην ξένη δυναστεία και στους θεόπεμπτους βασιλιάδες. Μα είδατε κανένα κράτος, είδατε κανένα λαό, σήμερα ή στα τελευταία δέκα ή στα τελευταία εκατό χρόνια ή ποτέ στην ιστορία, να καλήται να διαλέξη ανάμεσα στη βασιλεία και στη δημοκρατία, και να διαλέγη τη βασιλεία; Είναι δυνατόν να καταντήσουμε εμείς οι Έλληνες, μόνοι μας, τον εαυτό μας φαινόμενο πολιτικής ανικανότητας μοναδικό μέσα στην παγκόσμια ιστορία; Βεβαίως, υπάρχουν ακόμα μερικά κράτη στον κόσμο που έχουν βασιλεία. Γιατί βρέθηκε ριζωμένη από τους αιώνες και γιατί κατάφερε να μη δημιουργήση προβλήματα. Αν δημιουργούσε ή αν έφτανε, για όποιον λόγο, να γίνη κι εκεί δημοψήφισμα, δημοκρατία θα ψηφιζόταν κι εκεί.


Την ώρα που θα ψηφίζουμε στο δημοψήφισμα, πρέπει να σκεπτόμαστε και το μέλλον. Όλοι μας ξέρουμε πως η Δημοκρατία η αβασίλευτη, φυσικά έτσι καθώς επιβάλλεται από την ανθρώπινη λογική και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι το πολίτευμα του μέλλοντος. Η Δημοκρατία έτσι και αλλιώς θα επικρατήση. Ας δώσωμε στη νίκη της μια τεράστια πλειοψηφία για να κλείση οριστικά το ζήτημα, να λυτρωθούμε από την κατάρα του διχασμού. Ας απαλλάξουμε τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας από τις ανωμαλίες και τις οδύνες των πολιτειακών μεταβολών. Ας κάνουμε το μέλλον, ομαλά, μεθαύριο κιόλας, ένα χαρούμενο παρόν για όλους μας.

*Τα ανωτέρω αποτελούν το κείμενο της ομιλίας που είχε εκφωνήσει από την τηλεόραση ο διαπρεπής νομικός Γιώργος Κουμάντος το βράδυ της Παρασκευής 6ης Δεκεμβρίου 1974, δύο μόλις ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του κρίσιμου δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, όπου οι Ελληνίδες και οι Έλληνες κλήθηκαν να λάβουν τις αποφάσεις τους αναφορικά με τη μορφή του πολιτεύματος και την τύχη της μοναρχίας στη χώρα μας.

Το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε με αδιάβλητο κατά κοινή ομολογία τρόπο έλυσε διά παντός το πολιτειακό ζήτημα που ταλάνιζε την Ελλάδα επί ολόκληρες δεκαετίες και είχε διχάσει κατ’ επανάληψιν τους Έλληνες. Μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς για τον ελληνικό πολιτικό βίο ελευθερίας, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας.

Ο τότε υφηγητής και μετέπειτα καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Κουμάντος υπήρξε ένας διακεκριμένος επιστήμονας, ένας λαμπρός διανοούμενος, αλλά και ένας ακάματος επιφυλλιδογράφος.

Ο Γιώργος Κουμάντος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 1925 και απεβίωσε στο αγαπημένο του Άστρος Κυνουρίας στις 16 Αυγούστου 2007.