Στὶς 27 Ἀπριλίου 1941, καθὼς ἔμπαιναν οἱ Γερμανοὶ στὴν Ἀθήνα, ὁ Χρῆστος καὶ ἡ Σέμνη Καρούζου παραιτήθηκαν ἀπὸ μέλη τοῦ Κεντρικοῦ Γερμανικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου. Τὸ πρωτότυπο τῆς παραίτησης σώζεται σήμερα στὸ Βερολίνο καὶ ἀπευθύνεται «Πρὸς τὴν Κεντρικὴν Διεύθυνσιν τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Γερμανικοῦ Κράτους, Βερολῖνον» καὶ συνεχίζει: «Διὰ τῆς παρούσης μας ἀνακοινοῦμεν Ὑμῖν ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦμεν πλέον νὰ ἀνήκωμεν εἰς τὰ μέλη τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Γερμανικοῦ Κράτους· καὶ παρακαλοῦμεν, ὅπως παύσητε καταλέγοντες ἡμᾶς εἰς τὰ ἀντεπιστέλλοντα μέλη αὐτοῦ. | Μετὰ τιμῆς | Σέμνη Παπασπυρίδη-Καρούζου | Χ. Καροῦζος» καὶ ἀκολουθοῦν τὰ ὀνόματα ὁλογράφως μὲ τοὺς ὑπηρεσιακοὺς τίτλους τους καὶ τὴ διεύθυνσή τους, Ἀλωπεκῆς 54, στὴ γωνία μὲ τὴν ὁδὸ Μαρασλῆ.


(Πηγή: «Ο Μέντωρ», τεύχος 44, Δεκέμβριος 1997)

Τὸ πρόχειρο ποὺ βρίσκεται στὴν Ἑλλάδα εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὴ Σέμνη μὲ τὶς μονογραφὲς τῶν δύο, τὸ ἐπίσημο εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν Χρῆστο. Ἡ ἐπιστολὴ διαβιβάστηκε στὸ Βερολῖνο μέσῳ τοῦ Walther Wrede, Διευθυντοῦ τοῦ Ἰνστιτούτου τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀντιπρόσωπου τοῦ ναζιστικοῦ κόμματος στὴν Ἑλλάδα, μὲ ἕνα μικρὸ σημείωμα: «Ἀπρίλιος 1941. Πρὸς τὸν κ. Wrede κλπ. Θὰ σᾶς εἴμεθα πολὺ εὐγνώμονες ἂν φροντίσετε νὰ διαβιβασθῇ ἀσφαλῶς εἰς τὴν ἐν Βερολίνῳ κεντρικὴν Διεύθυνσιν τοῦ Ἰνστιτούτου ἡ ἐσώκλειστος παραίτησίς μας ἀπὸ τῆς ἰδιότητός μας ὡς μελῶν αὐτοῦ. Σέμνη Καρούζου, Χ. Καρούζος».


(Πηγή: περιοδικό «Θέματα Αρχαιολογίας», τόμος 5, τεύχος 3, Σεπτέμβριος/Δεκέμβριος 2021)

Γιὰ τὸν Wrede, τὸν φανατικότερο τῶν ναζὶ στὴν Ἀθήνα, ὅπως μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανεὶς διαβάζοντας τὸ ἡμερολόγιό του τῶν ἡμερῶν τοῦ Πολέμου, χωρὶς νὰ ἀναλογίζεται ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς, ὡς ἀρχαιολόγος καὶ ὡς Διευθυντὴς τοῦ Γερμανικοῦ Αρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου, ὅτι ἦταν φιλοξενούμενος τῆς χώρας μας καὶ μελετοῦσε, εὐδόκιμα μάλιστα, τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμό, τὸ αἴτημα αὐτὸ τῶν Καρούζων ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἔγκλημα.


(Πηγή: περιοδικό «Θέματα Αρχαιολογίας», τόμος 5, τεύχος 3, Σεπτέμβριος/Δεκέμβριος 2021)

Ὁ Wrede διαβίβασε τὴν ἐπιστολὴ στὸ Βερολίνο ὅπου, ὅπως εἶπα, βρίσκεται σήμερα, συγχρόνως ὅμως ἐνημέρωσε καὶ τὶς ἐδῶ Ἀρχὲς Κατοχῆς. Γλίτωσαν καὶ οἱ δύο Καροῦζοι τὸν ἐγκλεισμὸ σὲ στρατόπεδο συγκέντρωσης χάρη σὲ κάποιους σημαίνοντες Γερμανοὺς ἀρχαιολόγους, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Εmil Κunze, πρῶτος Διευθυντὴς τοῦ ἐδῶ Ἰνστιτούτου μετὰ τὸν Πόλεμο, καὶ ὁ Robert Βoehringer, μορφωτικὸς ἀκόλουθος τῆς Γερμανικῆς Πρεσβείας, Διευθυντὴς τοῦ Κεντρικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Βερολίνου, ἐπίσης μετὰ τὸν Πόλεμο.


(Πηγή: περιοδικό «Θέματα Αρχαιολογίας», τόμος 5, τεύχος 3, Σεπτέμβριος/Δεκέμβριος 2021)

Ὁ ἴδιος ὁ Καροῦζος τὸ 1945, ὅταν ρωτήθηκε σχετικῶς, εἶπε πὼς τὸ ἔκανε γιατί «ἔπρεπε νὰ τοὺς κοπεῖ ἡ ἐλπίδα [τῶν Γερμανῶν] ὅτι θὰ πετύχαιναν τίποτε στὴν προσπάθεια ποὺ τὴ μάντευα συστηματικὴ καὶ μεθοδική, νὰ μᾶς λερώσουν ὅλους μὲ ἀθῶες προτάσεις εἰρηνικῆς καὶ πολιτιστικῆς συνεργασίας». Ἡ περίοδος τῆς Κατοχῆς, ποὺ ὁρισμένοι ἐδῶ μέσα ζήσαμε σὲ νεαρὴ ἡλικία, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς καὶ τῆς θέσης τῶν Καρούζων καὶ τῆς σχεδὸν ὁλότητας τῶν ἀρχαιολόγων ὑπῆρξε θλιβερή. Δὲν ἦταν μόνο τὰ ἀρχαῖα ποὺ τοὺς ἔλειπαν, ἀλλὰ ὁ ζυγὸς ποὺ τοὺς εἶχε ἐπιβληθεῖ, ὁ λιμὸς καὶ ὁ θάνατος ποὺ παραμόνευε μὲ διάφορες μορφές.


(Πηγή: περιοδικό «Θέματα Αρχαιολογίας», τόμος 5, τεύχος 3, Σεπτέμβριος/Δεκέμβριος 2021)

*Απόσπασμα από ομιλία του αρχαιολόγου Βασιλείου Χ. Πετράκου στην Ακαδημία Αθηνών, στις 30 Μαρτίου 2017, με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από το θάνατο του αρχαιολόγου Χρήστου Καρούζου (το κείμενο της ομιλίας είχε δημοσιευτεί στο χρονογραφικό και ιστοριοδιφικό δελτίο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας «Ο Μέντωρ», τεύχος 120, Απρίλιος 2017).

Ο ακαδημαϊκός Χρήστος Καρούζος, σημαίνουσα προσωπικότητα στο χώρο της ελληνικής αρχαιολογίας, διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) από το 1942 έως το 1964.


Σύζυγος του διακεκριμένου επιστήμονα υπήρξε η επίσης αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου (το γένος Παπασπυρίδη), η οποία κατάφερε να διαγράψει αξιοπρόσεκτη πορεία στο επιστημονικό πεδίο όπου δραστηριοποιήθηκε επί πολλές δεκαετίες (χρόνος υπηρεσίας 1921-1964).


Η Καρούζου, αφού εργάστηκε αρχικά ως επιμελήτρια αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, διετέλεσε έφορος της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνίας του ΕΑΜ από το 1933 έως το 1964.


Η γεννηθείσα το 1897 Σέμνη Καρούζου έφυγε από τη ζωή στις 8 Δεκεμβρίου 1994.


Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Σέμνη Καρούζου διά χειρός Μηνά Μαυρικάκη (έκθεση εικαστικών «Οι Σκαπανείς»).