Η βία της αγοράς
Ένα πρόσφατο βιβλίο υπενθυμίζει τη διαρκή παρουσία της βίας στην ιστορία του καπιταλισμού
Η ανακοίνωση στις αρχές Νοεμβρίου ότι η Χάιντε Γκερστενμπέργκερ κέρδισε το ιδιαίτερου κύρους βραβείο Isaac and Tamara Deutscher Memorial Prize για το βιβλίο της Market and Violence. The Functioning of Capitalism in History (Αγορά και βία. Η λειτουργία του καπιταλισμού στην ιστορία), που κυκλοφόρησε το 2022 από τις εκδόσεις Brill (η πρώτη έκδοση στα γερμανικά έγινε το 2018), ήρθε απλώς να επικυρώσει τη σημασία της συγκεκριμένης θεωρητικής συνεισφοράς. Ούτως ή άλλως η Γκερστενμπέργκερ έχει κατακτήσει χρόνια τώρα σημαντική θέση στον ευρύτερο χώρο της πολιτικής κοινωνιολογίας και θεωρίας τόσο για τη θεωρητική της αυστηρότητα όσο και για την επιμονή της στη συγκεκριμένη εμπειρική τεκμηρίωση.
Σε αυτό το βιβλίο η Γκερστενμπέργκερ ξεκινά από την κριτική επερώτηση μιας θεμελιώδους αρχής η οποία υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει την αγορά στην εποχή του καπιταλισμού, δηλαδή αυτής που αφορά το γεγονός ότι αυτοί που συναλλάσσονται στην αγορά επιλέγουν ως ελεύθερα υποκείμενα τους συμβατικούς όρους που αυτή συνεπάγεται και επομένως χωρίς οποιαδήποτε μορφή βίας ή εξαναγκασμού. Σκοπός της είναι να δείξει ότι στην πραγματικότητα οι περιπτώσεις όπου η επέκταση της αγοράς και της οικονομίας της αγοράς συνδυάστηκαν με πλήθος μορφών βίας είναι πολύ περισσότερες από όσες μια ορισμένη απολογητική του καπιταλισμού θα ήθελε να παραδεχτεί και κάθε άλλο παρά σταμάτησαν με το πέρασμα του ιστορικού χρόνου.
Η βία στην πραγματική ιστορία
Για να τεκμηριώσει αυτή τη θέση, ότι δηλαδή σε πείσμα του όποιου αφηρημένου σχήματος μπορεί να έχουμε για την ανάπτυξη και επέκταση των καπιταλιστικών αγορών, η πραγματική ιστορία περιλαμβάνει τον συνδυασμό ανάμεσα στις αγοραίες μορφές και τις μορφές βίας, η Γκερστενμπέργκερ προχωράει σε μια μεθοδική ιστορική απαρίθμηση παραδειγμάτων που τεκμηριώνουν τη διαρκή επιστροφή της βίας στο προσκήνιο ως απαραίτητο συμπλήρωμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ξεκινά από τις μορφές βίας που σχετίζονται με την επέκταση του διεθνούς εμπορίου, ιδίως στην πρώιμη φάση όπου οι έμποροι που εμπλέκονται στο διαμετακομιστικό εμπόριο μεγάλων αποστάσεων μετατρέπονται σταδιακά σε καπιταλιστές, σε μια διαδικασία που είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική και συχνά πολύ βίαιη, όπως όταν προσπαθούσαν να διατηρήσουν μορφές μονοπωλιακής πρόσβασης σε συγκεκριμένες αγορές.
Στην συνέχεια εξετάζει την αντιφατική διαδικασία με την οποία απελευθερώνεται η εργασία στον καπιταλισμό. Αυτό που διαπιστώνει είναι ότι ενώ συνηθίζουμε να ταυτίζουμε τον καπιταλισμό με την έννοια του ελεύθερου εργαζόμενου που προσέρχεται «ισότιμα» στο συμβόλαιο εργασίας, ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού σφραγίστηκε από πλήθος μορφών μη ελεύθερης εργασίας. Αυτές περιλαμβάνουν τις μορφές δουλειάς, που διατηρήθηκαν μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα στις αποικίες, αρκετά μετά την τυπική κατάργηση της δουλείας, αλλά και ένα πλήθος μορφών εμφανώς εξαναγκαστικής εργασίας που διατηρήθηκαν ακριβώς γιατί μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια αυξημένη κερδοφορία.
Αντίστοιχα, η Γκερστενμπέργκερστέκεται στην περίοδο της αποικιοκρατίας και όλων των μορφών βίας που συνδυάστηκαν με αυτή, ιδίως στον 19ο αιώνα όταν παρά την τυπική κατάργηση της δουλειάς καταγράφηκαν πρωτοφανείς μορφείς βαναυσότητες σε βάρος των ιθαγενών πληθυσμών, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τη βαρβαρότητα της βελγικής αποικιοκρατίας στο Κονγκό.
Σε αυτές τις μορφές βίας η Γκερστενμπέργκερ προσθέτει τις μορφές βίαιης οικειοποίησης και απόσπασης που σχετίζονται με την επέκταση των καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών και ιδίως με την επέκταση των μορφών εποικιστικής αποικιοκρατίας που περιλαμβάνει τη βίαιη εκδίωξη των πληθυσμών που ζούσαν σε αυτές τις περιοχές και την εξίσου βίαιη οικειοποίηση εκτάσεων και πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως και όλο το ρεπερτόριο μορφών εξαρτημένης και συχνά εξαναγκαστικής εργασίας που δοκιμάστηκαν σε αυτό το πλαίσιο. Παράλληλα, δεν παραλείπει να υπενθυμίσει πώς οι αποικιακοί πληθυσμοί αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης ακόμη και στη διάρκεια των παγκοσμίων πολέμων του 20ου αιώνα όταν κλήθηκαν να συνεισφέρουν στην πολεμική προσπάθεια των μητροπολιτικών δυνάμεων.
Η Γκερστενμπέργκερ στρέφεται μετά στον 20ο αιώνα για να δείξει ότι παρότι εκεί υποτίθεται ότι πλέον είχαμε φτάσει σε μια εποχή αναγνώρισης βασικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, εμφανίστηκαν και πάλι μορφές βίαιης διαχείρισης της εργασίας και στέκεται ιδιαίτερα σε όλες τις μορφές καταναγκαστικής εργασίας, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές που δοκίμασε στην πράξη το καθεστώς της Ναζιστικής Γερμανίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι και στην εποχή μας, αυτή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού έχουν ξεπεραστεί οι μορφές βίας και εξαναγκασμού εντός των αγοραίων μορφών. Αντιθέτως, η Γκερστενμπέργκερ παρουσιάζει όλο το φάσμα των βίαιων μορφών που συνδυάζονται με τις παραλλαγές εμπορίου και διακίνησης ανθρώπων που συνοδεύουν τις μεταναστευτικές ροές, αλλά και τις βίαιες μορφές εκμετάλλευση που συνοδεύουν τις διάφορες μορφές ειδικών εξαγωγικών ζωνών, παράλληλα με τις συνεχιζόμενες μορφές βίαιης υφαρπαγής γης και φυσικών πόρων. Πράγμα που καταδεικνύει ότι η επέκταση της αγοράς κάθε άλλο παρά σημαίνει την απαλλαγή από μορφές βίαιου εξαναγκασμού και οικειοποίησης της εργασίας, της γης και των φυσικών πόρων.
Μια οικονομία πάντα πολιτική
Για την Γκερστενμπέργκερ η διαρκής αναπαραγωγή της βίας στο πλαίσιο των υποτίθεται ελεύθερων και συναινετικών μορφών που συνοδεύουν την επέκταση και ανάπτυξη των μορφών καπιταλιστικής αγοράς έρχεται να αποδείξει ότι η οικονομία δεν αποτελεί ένα πεδίο πλήρως διακριτό από αυτό της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των μορφών βίαιου εξαναγκασμού που η πολιτική εξουσία περιλαμβάνει. Πράγμα που για αυτήν αποδίδει και την πλήρη σημασία της έννοιας της «πολιτικής οικονομίας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις