Νίκος Κούνδουρος: Στον τόπο μας η σκέψη καταδιώχτηκε χρόνια και χρόνια, οι ιδέες στηθήκανε στον τοίχο
Ό,τι πρόκοψε στην Ελλάδα, πρόκοψε στο περιθώριο της γραφειοκρατίας και σε πείσμα του κράτους
[…]
Μεγάλη ευθύνη σηκώνω στους ώμους μου μ’ αυτό το έργο. Από τη μέρα που πρωτομαθεύτηκε πως γυρίζω ταινία απ’ τη μικρασιατική περιπέτεια νιώθω τα μάτια των Μικρασιατών στραμμένα πάνω μου με υποψία. Νιώθω όμως και την ικανοποίησή τους που μέσα από την ταινία θα ξαναζωντανέψει η αγαπημένη τους κουβέντα, η ατέλειωτη κουβέντα τους για τη χαμένη πατρίδα.
Ψάχνοντας υλικό για την ταινία μου γνώρισα πολλούς Μικρασιάτες. Γέρους Μικρασιάτες που έζησαν οι ίδιοι τη φρίκη της μεγάλης σφαγής, νεώτερους που ήτανε μικρά παιδιά τότε αλλά μεγάλωσαν μέσα στις ζεστές ακόμα ιστορίες των γονιών τους, και άλλους πιο νέους, απ’ αυτούς που γεννήθηκαν εδώ, αλλά τραφήκανε με το όραμα της επιστροφής στη γη των πατεράδων τους.
Είναι περίεργο που, ενώ η δυναμική ράτσα τους ενσωματώθηκε γρήγορα και ενεργητικά στο κορμί της ευρωπαϊκής Ελλάδας, η ψυχή τους μένει πεισματάρικα προσκολλημένη στην πατρίδα τους από την άλλη μεριά του Αιγαίου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.9.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είναι ακόμα περίεργο πόσο λίγα πράγματα ξέρουμε εμείς οι υπόλοιποι για την εθνική περιπέτεια που συνηθίσαμε να τη λέμε «Μικρασιατική Καταστροφή», χωρίς ποτέ να μάθουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτή η κουβέντα.
Πόσοι από μας άραγε ξέρουν τι ακριβώς ήτανε η ανθηρή Ελλάδα της Μικρασίας, ποια ήταν τα τρία, ίσως και τέσσερα, εκατομμύρια Ελλήνων που για τριάντα αιώνες κατοικήσανε τις δυτικές ακτές της Ασίας, πριν οι τωρινοί τους κάτοικοι, οι Τούρκοι, αποκτήσουν ενότητα και χαρακτηριστικά έθνους;
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.9.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το θέμα της ταινίας μου είναι μια ομάδα από εκατό ανθρώπους που με το πρόσχημα της μεταφοράς τους από τα παράλια της Μικρασίας στην ενδοχώρα εξολοθρεύονται στο δρόμο από τους φρουρούς τους και από τους φανατισμένους Τούρκους χωρικούς. Η συμβολική ομάδα της ταινίας είναι μία μονάχα από τις χιλιάδες ομάδες που πήραν το δρόμο προς τα βάθη της Ανατολής χωρίς γυρισμό.
Ένα εκατομμύριο Έλληνες άφησαν τα κόκαλά τους στις πεδιάδες του Ουσάκ, στο Εσκί Σεχίρ, στην Κιουτάχεια, στη Μαγνησία, στην Προύσα. Θυσιάστηκαν για να μπορέσουν οι Τούρκοι να αποδείξουν στους μεγάλους της εποχής πως δεν υπάρχουν πια ελληνικοί πληθυσμοί στην Ιωνία, πως οι Τούρκοι ήταν ανέκαθεν οι μοναδικοί κάτοικοι των ακτών της Μικρασίας. Αυτόν τον ισχυρισμό εξυπηρέτησε η φοβερή σφαγή που πήρε έκταση γενοκτονίας.
Η ιδέα της γενοκτονίας ήτανε πρόταση και μελέτη των Γερμανών συμβούλων του τουρκικού επιτελείου. Αυτοί επινόησαν τις περίφημες «λευκές σφαγές», τις πορείες θανάτου στα βάθη της Ανατολής. Ο ελληνικός πληθυσμός, ξεριζωμένος βίαια μέσα από τα σπίτια του, σχημάτισε φάλαγγες από 100 ως και 5.000 ή 6.000 ανθρώπους, που εξολοθρεύτηκαν αλύπητα στην εφιαλτική πορεία τους ανάμεσα στις πεδιάδες και στα βουνά της Ανατολής.
Όσοι δεν πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες σκοτώθηκαν από τους φανατισμένους χωρικούς. Έτσι εξολοθρεύτηκε το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων που δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν απ’ τη θάλασσα στα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.9.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η Μικρασία δεν μπορεί να γίνει ταινία με την έννοια της αναπαράστασης. Ούτε εκατό ταινίες δεν θα φτάνανε να διηγηθούν τα πάθη του μικρασιατικού ελληνισμού, τις ατέλειωτες ιστορίες που ακόμα διηγούνται οι γέροι και οι γριές της Σμύρνης, της Προύσας, του Αϊβαλιού, της Περγάμου.
Εγώ διάλεξα τη φόρμα της μπαλάντας για την ταινία, γιατί έτσι μου επιτρέπεται να χτίσω το έργο με αφαίρεση, πυκνώνοντας το πολιτικό και ιστορικό στίγμα του έργου στα δραματικά πρόσωπα που διαλέχτηκαν να εκπροσωπήσουν δυο λαούς και δυο ιδεολογίες. Με όλη της την απλότητα, όμως, η ταινία έχει τρία, ίσως και τέσσερα παράλληλα θέματα. Το ένα είναι το ιστορικό. Αυτά που βλέπουμε είναι αληθινά, γίνανε σ’ αυτόν τον τόπο και σ’ αυτήν την ορισμένη ημερομηνία. Τον Αύγουστο – Σεπτέμβρη του ’22.
Το άλλο θέμα είναι οι άνθρωποι στον πόλεμο. Είναι η βία. Θύτες και θύματα ισοπεδώνονται κάτω απ΄την ανελέητη μοίρα του πολέμου και της βίας.
Τρίτο θέμα είναι η γλώσσα. Η κινηματογραφική γλώσσα θέλω να πω. Για μένα δεν έχει σημασία μονάχα τι λέμε, έχει σημασία και πώς το λέμε.
Τέταρτο θέμα είμαστε εμείς που κάνουμε την ταινία και αυτοί που θα τη δουν.
Πέμπτο θέμα είναι η εικόνα. Η εικαστική δηλαδή περιπέτεια μιας ταινίας.
[…]
Με ρωτάς ποιες πρέπει να είναι οι σχέσεις κράτους και κινηματογράφου, και ακόμα αν νομίζω πως το κράτος μπορεί στ’ αληθινά να χρηματοδοτήσει έναν εθνικό κινηματογράφο χωρίς συγχρόνως να παγιδέψει την ελευθερία έκφρασης του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη.
Εγώ έχω βαθιά απιστία σ’ ό,τι είναι κράτος. Το ελληνικό κράτος στάθηκε ανέκαθεν εχθρός του πολίτη, όταν μάλιστα τυχαίνει αυτός ο πολίτης να είναι φορέας ιδεολογιών ασύμφορων για την εξουσία.
Εμείς, η γενιά η δική μου, τι κράτος εγνώρισε; Εγνώρισε τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τη δικτατορία του Παπάγου και της νικήτριας Δεξιάς, την αναιμική δημοκρατία του ’64-’65 κι ύστερα την κλίκα των στρατιωτικών. Εγνώρισε το παρακράτος και την υπερεξουσία των μυστικών υπηρεσιών. Εγνώρισε την τρομοκρατία του χωροφύλακα και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Η ιδεολογία της Δεξιάς ήτανε το αλφαβητάρι ενός λαού κρατημένου για χρόνια έξω από τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής μας.
Έτσι μεγαλώσανε γενιές και γενιές Ελλήνων, και ας φύσηξε ο αέρας της λευτεριάς για τους λαούς του κόσμου, τους μαύρους, τους καφετιούς, τους κίτρινους.
Στον τόπο μας η σκέψη καταδιώχτηκε χρόνια και χρόνια, οι ιδέες κυνηγηθήκανε αλύπητα, περάσανε από στρατοδικεία, στηθήκανε στον τοίχο. Να τι κράτος γνωρίσαμε εμείς, τα παιδιά της Κατοχής και του Εμφύλιου. Τώρα, μέσα στις καινούργιες ανακατατάξεις, κάτι μοιάζει να αλλάζει. Οι φωνές δεν πνίγονται πια από τον χωροφύλακα και τον στρατοδίκη. Οι μέθοδοι τώρα είναι πιο σύγχρονες, αλλά οι τρόποι πίεσης και εξαγοράς υπάρχουν πάντα. Η εξουσία είναι πάλι αυταρχική και αυθαίρετη και διεφθαρμένη, και δεν ενδιαφέρεται να κρύψει το πρόσωπό της.
Εμείς ό,τι κάνουμε, ό,τι πετύχαμε αυτά τα χρόνια, το πετύχαμε παλεύοντας με το επίσημο κράτος, παλεύοντας με τις εξουσίες καταπίεσης, παλεύοντας με τις ασφυκτικές συνθήκες υπανάπτυξης που μας πνίγανε.
Ό,τι πρόκοψε στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια, πρόκοψε στο περιθώριο της γραφειοκρατίας και σε πείσμα του κράτους.
*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον καλλιτεχνικό συντάκτη και συγγραφέα Γιάννη Φλέσσα το Σεπτέμβριο του 1978 ο αείμνηστος Νίκος Κούνδουρος, με αφορμή αφενός το γύρισμα της ταινίας του «1922» και αφετέρου τη συμπλήρωση πενήντα έξι ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εν λόγω συνέντευξη είχε φιλοξενηθεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1978.
Ο κρητικής καταγωγής σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κούνδουρος υπήρξε κατά κοινή παραδοχή μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1926 και απεβίωσε στις 22 Φεβρουαρίου 2017.
- ΟΗΕ: Ζητά από το Διεθνές Δικαστήριο γνωμοδότηση για τις υποχρεώσεις του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων
- Κίεβο: Ισχυρές εκρήξεις μετά από συναγερμό για πυραυλική επίθεση
- Αρκάς: Η χριστουγεννιάτικη καλημέρα της Παρασκευής
- Τα ζώδια σήμερα: Δες το αλλιώς
- Αυτοκίνητο καρφώθηκε σε φανάρι στη Θεσσαλονίκη
- Κώστας Χαρδαβέλλας: «Δεν λέω λοιπόν ούτε αντίο, ούτε καλό ταξίδι»