Όπλα μαζικής μετανάστευσης – Όταν αποτυγχάνει η πολιτική, ποιος επωφελείται από τα συντρίμμια;
Πώς ο πόλεμος κατά της μετανάστευσης τροφοδοτεί το λαθρεμπόριο ανθρώπων
Αν παρατηρήσει κανείς την επιχείρηση αντιμετώπισης της μεταναστευτικής κρίσης στην Ευρώπη, θα βρει εύκολα αποδείξεις, όχι για κάποια μεμονωμένη αποτυχία σχεδιασμού εκ των προτέρων ή για μια πολιτική πρωτοβουλία, που πήγε στραβά λόγω απροσδόκητων περιστάσεων, αντίθετα, θα δει κάτι που μοιάζει με μια περίπλοκη… σκηνή εγκλήματος, όπου οι ζημιές, τα φαινομενικά «λάθη» και οι συγκαλύψεις ήταν όλα συστηματικά.
Τα στρεβλά αποτελέσματα του πολέμου κατά του λαθρεμπορίου – συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων θανάτων στα σύνορα, της κλιμάκωσης του πολιτικού μπρα ντε φερ και της επαγγελματοποίησης της επιχείρησης λαθρεμπορίας ανθρώπων – είναι κάτι περισσότερο από ένα σφάλμα ή μια ανωμαλία, αφού όταν οι πολιτικές αποτυγχάνουν επίμονα, πρέπει να εξετάσουμε όχι μόνο «τι πήγε στραβά» αλλά και «τι πήγε σωστά», όπως και το ποιος επωφελείται από τα συντρίμμια, σημειώνει ο βρετανικός Guardian στην ανάλυσή του.
Πουθενά δεν φαίνεται καλύτερα η αποτυχία της προσέγγισης του «πολέμου κατά των πάντων» από τον αγώνα κατά της μετανάστευσης
Η συνήθεια να διεξάγουμε «πόλεμο» κατά των πάντων έχει εξαπλωθεί, από τις πρώτες ημέρες του πολέμου κατά του κομμουνισμού και του πολέμου κατά των ναρκωτικών, στις «μάχες» κατά του εγκλήματος, της τρομοκρατίας, της παράτυπης μετανάστευσης και πολλών πιο σύνθετων πολιτικών προβλημάτων. Αυτοί οι πόλεμοι δεν φαίνεται να κερδίζονται ποτέ και συχνά έχουν καταστροφικά αποτελέσματα, ωστόσο οι πολιτικοί συνεχίζουν να τους κηρύσσουν.
Τι κρατάει σε λειτουργία τέτοιες καταστροφικές επεμβάσεις και πολιτικές; Τι τις καθιστά αποδεκτές; Γιατί επανεφευρίσκονται από τη μια εποχή στην άλλη; Και γιατί δεν φαίνεται να μαθαίνουμε ποτέ; Χρησιμοποιώντας τις γνώσεις μας στην ανθρωπολογία και την ιστορία/κοινωνιολογία, τα τελευταία χρόνια, προσπαθήσαμε να φτάσουμε στην ουσία αυτών των ερωτημάτων. Πουθενά δεν φαίνεται καλύτερα η αποτυχία της προσέγγισης του «πολέμου κατά των πάντων» από τον αγώνα κατά της μετανάστευσης.
Κλιμάκωση των αγώνων, κλιμάκωση των απαιτήσεων
Ένας από τους σημαντικότερους «παίκτες» ήταν ο συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχε ήδη ανακαλύψει ότι βρισκόταν πάνω σε μια πολύτιμη περιουσία. Εν μέσω του διεθνούς εμπάργκο όπλων, είχε στρέψει το βλέμμα του προς τους Αφρικανούς γείτονές του.
Το να κοιμάται σε μια μεγάλη σκηνή των Βεδουίνων στη Νέα Υόρκη, πριν από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, ήταν ό,τι πρέπει για τον νεοαποκτηθέντα ρόλο του ως κύριου εκπροσώπου των καταπιεσμένων αφρικανικών εθνών, που απελευθερώνονται από τα παλιά αποικιοκρατικά δεσμά. Είχε δημιουργήσει στενούς επιχειρηματικούς δεσμούς με κράτη του Σαχέλ και είχε προσκαλέσει Αφρικανούς εργάτες στην ανθηρή οικονομία της Λιβύης.
Ωστόσο, καθώς η Ιταλία και οι βόρειοι γείτονές της άρχισαν να εξετάζουν με αγωνία τη Μεσόγειο για σημάδια μεταναστευτικών πλοίων, ο Καντάφι άρχισε να βλέπει τους Αφρικανούς εργάτες της χώρας του ως διπλό πλεονέκτημα. Από τη μία πλευρά, οι εργάτες μπορούσαν ακόμη να αξιοποιηθούν – από την άλλη, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα.
Μέχρι το 2008, είχε συναφθεί συνθήκη φιλίας μεταξύ του Καντάφι και του Ιταλού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η οποία είχε αξία 5 δισ. δολάρια για 20 χρόνια. Υποτίθεται ότι αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση των αποικιακών αδικιών, εξομάλυνε τον δρόμο για την εξωτερική περιπολία των συνόρων στην κεντρική Μεσόγειο. Ακόμα κι έτσι, ο Καντάφι, ο οποίος είχε πια πλήρως ενστερνιστεί την καρικατούρα του Ρόναλντ Ρέιγκαν, που τον χαρακτήριζε ως το «τρελό σκυλί της Μέσης Ανατολής», κλιμάκωσε τη ρητορική και απείλησε ότι η Ευρώπη θα «μαυρίσει», αν δεν του γίνονταν κι άλλες χάρες.
Μετά ήρθε ο πόλεμος. Εν μέσω της αραβικής άνοιξης, το ΝΑΤΟ και διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής επενέβησαν στρατιωτικά στη μάχη για την εξουσία στη Λιβύη. Η βίαιη απομάκρυνση του Καντάφι και η σύγκρουση που ακολούθησε οδήγησαν σε έναν καταιγισμό εκτοπισμών και μετανάστευσης – κλιμάκωσαν επίσης τα παιχνίδια και το μπρα ντε φερ.
Παιχνίδι με τη μεταναστευτική «εμμονή» της Ευρώπης
Το διακύβευμα επρόκειτο να αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Το 2015, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της Τουρκίας βρισκόταν σε δύσκολη θέση: είχε προκηρύξει πρόωρες εκλογές και πολιορκούνταν από όλες τις πλευρές. Αλλά ο Ερντογάν είχε το ατού: το μεταναστευτικό.
Αν και οι λεπτομέρειες επρόκειτο να παραμείνουν θολές, μέχρι την άνοιξη του 2016 γινόταν σαφές ότι η απειλή να ανοίξει τη «στρόφιγγα» της μετανάστευσης ήταν μια σημαντική τακτική για την τουρκική ηγεσία. Η συνοριακή κρίση του 2015-16 θα ενίσχυε τη λαβή του Ερντογάν στην εξουσία, καθώς απέσπασε υποσχέσεις από την ΕΕ – που τηρήθηκαν μόνο εν μέρει, αλλά αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για βραχυπρόθεσμους εκλογικούς σκοπούς – για ταξίδια χωρίς βίζα για τους Τούρκους και για οικονομική στήριξη δισεκατομμυρίων ευρώ για τις επιχειρήσεις της Τουρκίας για τους πρόσφυγες.
Το να πουλάς τον εαυτό σου ως ένα αναξιόπιστο προπύργιο κατά της μετανάστευσης είχε γίνει από το 2015 μεγάλη επιχείρηση. «Όπλα μαζικής μετανάστευσης» χαρακτήρισε μελετητής, η Kelly Greenhill, αυτή τη χρήση των μεταναστών ως γεωπολιτικό εργαλείο.
Όπως και να ονομάσουμε αυτό το παιχνίδι με τη μετανάστευση και τον αναγκαστικό εκτοπισμό, είναι ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός τρόπος για τα λιγότερο ισχυρά κράτη να ασκούν πίεση στα ισχυρότερα. Ένα ακόμη παράδειγμα προέρχεται από το Μαρόκο, το οποίο το 2022 κατάφερε τελικά να μετατοπίσει την πολιτική της Ισπανίας για την κατεχόμενη Δυτική Σαχάρα υπέρ του, με αντάλλαγμα την περαιτέρω επιβολή της μετανάστευσης – σταματώντας, τουλάχιστον προσωρινά, το μπρα ντε φερ που είχε υποδαυλίσει πολιτικά υποκινούμενες «συνοριακές κρίσεις» στους ισπανικούς θύλακες Θέουτα και Μελίλια, καθώς και στα στενά του Γιβραλτάρ, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Στη μελέτη της, η Greenhill υποστηρίζει ότι ορισμένα χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων δημοκρατιών – συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των δικαιωμάτων και του ανοικτού δημοκρατικού διαλόγου – τις καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτες στον εμπαιγμό. Ωστόσο, είδαμε στη Λιβύη και την Τουρκία πώς η ανελεύθερη τάση της αντιμετώπισης της μετανάστευσης ως απειλής αποτέλεσε βασικό μέρος του παιχνιδιού.
Από τη στιγμή που η καταπολέμηση της μετανάστευσης έχει γίνει αντιληπτή ως πρωταρχικός πολιτικός στόχος στα κράτη προορισμού, και από τη στιγμή που δαπανώνται τεράστιοι πόροι σε αυτή την προσπάθεια, τα κράτη-φύλακες θα εντοπίσουν τα τρωτά σημεία και τις ευκαιρίες να παίξουν με αυτή την υπαρξιακή απειλή, κλείνοντας και ανοίγοντας επιλεκτικά τις πύλες.
Τα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες από το 2023 επιβεβαιώνουν μια ευρύτερη τάση: το 83% των προσφύγων παγκοσμίως φιλοξενούνται από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος και το 72% από χώρες που γειτνιάζουν με ζώνες συγκρούσεων.
Ενώ η ασφάλεια των συνόρων απέτυχε θεαματικά να αντιμετωπίσει τη διεθνή μετανάστευση (και δημιούργησε μια σειρά από καταστροφικές συνέπειες), εντούτοις «πέτυχε» να κρατήσει τους πρόσφυγες μακριά από την προστασία που θα μπορούσαν να παρέχουν τα πλουσιότερα κράτη, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι καθόλου το μόνο κοντόφθαλμο κέρδος για τα κράτη προορισμού. Ένα άλλο προέρχεται από την ισχυρή πολιτική τής απόσπασης της προσοχής και του δράματος που παρέχει ο έλεγχος των συνόρων.
Η αναπτυσσόμενη «μπίζνα» της φύλαξης των συνόρων
Αξίζει να αναλογιστούμε πόσο γρήγορα τα σύνορα έγιναν προπύργια κατά της ανεπιθύμητης μετανάστευσης. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου υποσχέθηκε κάποτε, στους αισιόδοξους φιλελεύθερους στοχαστές, έναν κόσμο χωρίς σύνορα – αντί γι’ αυτό, μας χάρισε μια όλο και πιο παγκοσμιοποιημένη επιχείρηση συνόρων.
Φράγματα χωρίζουν σήμερα τους γείτονες όχι μόνο στη Δύση, αλλά και πολύ πέρα από αυτήν. Ενώ υπήρχαν 15 τείχη στα σύνορα των εθνών-κρατών σε όλο τον κόσμο στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το σύνολο είχε αυξηθεί σε περισσότερα από 70 μόλις τρεις δεκαετίες αργότερα. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες συνοριακές οχυρώσεις, τα νέα δεν έχουν κατασκευαστεί για να κρατήσουν μακριά τους εχθρούς του κράτους (ή για να κρατήσουν τους πολίτες μέσα, όπως στην περίπτωση του Τείχους του Βερολίνου): στοχεύουν στο να κρατήσουν τους ανθρώπους έξω.
Οι εκκλήσεις για «ασφάλεια» και «προστασία των συνόρων» δεν δικαιολογούν μόνο την κατασκευή τειχών, αλλά και μια ευρύτερη αρχιτεκτονική ελέγχου, διαχωρισμού και επιτήρησης στα εθνικά σύνορα και πολύ πέρα από αυτά.
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν επαναχρησιμοποιηθεί από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» για την επιτήρηση των συνόρων στις ΗΠΑ και τη Μεσόγειο – πολύπλοκες συμφωνίες υπεράκτιας κράτησης και θαλάσσιας περιπολίας έχουν αναπτυχθεί από την Αυστραλία έως τον Ατλαντικό – ο προηγμένος εξοπλισμός ραντάρ και η δορυφορική επιτήρηση έχουν αποδειχθεί ευλογία για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ενώ στον αυξανόμενο αριθμό «εκθέσεων» για την ασφάλεια των συνόρων, οι εταιρείες ασφαλείας έχουν παρουσιάσει στους πελάτες τους όλο και πιο παρεμβατικές τεχνολογίες – σαρωτές καρδιακών παλμών, ανιχνευτές οξυγόνου, επίγειους αισθητήρες, επιγραμμική επιτήρηση – σε μια αγορά που, σύμφωνα με μια εκτίμηση, σύντομα θα αξίζει περισσότερα από 65 δισ. δολάρια.
Εν τω μεταξύ, ο προϋπολογισμός του οργανισμού συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής της ΕΕ, Frontex, εκτοξεύτηκε από 19 εκατ. ευρώ το 2006 σε περισσότερα από 750 εκατ. ευρώ έως το 2022, έτος κατά το οποίο αντιμετώπιζε ένα πιθανό σκάνδαλο σχετικά με την υποστήριξη «παράνομων ελληνικών επαναπροωθήσεων» στη θάλασσα.
Ο λόγος είναι εντυπωσιακά απλός: καθώς έγινε πολύ πιο δύσκολο για τους εποχικούς μετανάστες εργάτες να κυκλοφορούν πίσω στην «πατρίδα», λόγω των σκληρών συνοριακών ελέγχων και φραγμών, οι άνθρωποι έμειναν. Γιατί, λοιπόν, αν οι συνοριακοί έλεγχοι απέτυχαν τόσο θεαματικά, οι διαδοχικές κυβερνήσεις ήταν τόσο αφοσιωμένες σε αυτούς;
Τα πολιτικά κέρδη από την καταπολέμηση της μετανάστευσης
Το χάσμα μεταξύ ρητορικής και πραγματικότητας στη μεταναστευτική πολιτική είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο όταν πρόκειται για την καταπολέμηση της μετανάστευσης. Τα πολιτικά οφέλη από μια ισχυρή στάση στα σύνορα είναι σαφή, ακόμη και όταν οι πολιτικοί αποτυγχάνουν να επιτύχουν τα αποτελέσματα που επιδιώκουν.
Ένα μεγάλο μέρος του κινήτρου για τη συνέχιση της κλιμάκωσης του αγώνα, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αφορούσε στα κέρδη που θα μπορούσαν να προκύψουν από την εμμονή και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.
Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, το κλείσιμο των συνόρων απέφερε οικονομικά κέρδη, καθιστώντας το διασυνοριακό εργατικό δυναμικό όλο και περισσότερο εκμεταλλεύσιμο.
Εν τω μεταξύ, τα πολιτικά κέρδη είναι διπλά. Από τη μία πλευρά, ένα σκληρό εθνικιστικό μήνυμα προσελκύει ψηφοφόρους – από την άλλη, προσφέρει αντιπερισπασμό από προβλήματα που οι κυβερνήσεις δεν μπορούν ή δεν θέλουν να λύσουν, όπως η ανισότητα, η οικονομική ανασφάλεια και η περιβαλλοντική καταστροφή.
Η παράτυπη μετανάστευση μέσω ξηράς και θάλασσας αποτέλεσε ευλογία γι’ αυτό το είδος πολιτικής στην Ευρώπη. Ωστόσο, οι αριθμοί ήταν σχετικά μικροί, εξαιρουμένου του 2015.
Οι κυβερνήσεις και τα υπουργεία Εσωτερικών θεώρησαν σκόπιμο, για τους δικούς τους πολιτικούς και θεσμικούς λόγους, να αντιμετωπίζουν ορισμένες ανθρώπινες μετακινήσεις ως πρόβλημα ασφαλείας που πρέπει να επιλυθεί με τη βία. Αντί να εξετάσουν τους σύνθετους παράγοντες της μετανάστευσης – συμπεριλαμβανομένης της επίμονης ζήτησης για εργαζόμενους – το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι πολιτικοί ήταν να φανούν ότι αντιμετωπίζουν τις αφίξεις.
Εν τω μεταξύ, νέοι φορείς εντόπισαν μια ευκαιρία…
Πώς ο πόλεμος κατά της μετανάστευσης τροφοδοτεί το λαθρεμπόριο
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επιθυμούν διακαώς να παρουσιάσουν τις προσπάθειες για την ασφάλεια των συνόρων τους ως πόλεμο κατά των λαθρεμπόρων, ιδίως από το 2015, όταν οι λαθρέμποροι (που συχνά χαρακτηρίζονται λανθασμένα ως μαφία ή διακινητές) κατηγορήθηκαν βολικά για μια σειρά φρικτών ναυαγίων κοντά στις ακτές της Ιταλίας και της Μάλτας.
Φυσικά, ουδείς επιθυμεί να παρουσιάσει τους λαθρέμπορους με ρόδινα χρώματα – η επιχείρησή τους είναι συνήθως μια επιχείρηση που «κόβει κεφάλι». Ωστόσο, πρόκειται για μια επιχείρηση που έχει γίνει μεγαλύτερη και πιο βίαιη, χάρη στην επιβολή της τάξης των συνόρων, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως.
Στη βόρεια Αφρική και το Σαχέλ, το μικρής κλίμακας λαθρεμπόριο των προηγούμενων ετών, που συχνά διευθύνεται από τους ίδιους τους μετανάστες, έχει δώσει όλο και περισσότερο τη θέση του σε οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες.
Στη Λιβύη, οι διακινητές κρατούσαν μετανάστες και πρόσφυγες ομήρους και τους βασάνιζαν, μέχρι οι οικογένειές τους να πληρώσουν τα τέλη απελευθέρωσης. Όσο πιο ψηλά είναι τα εμπόδια, τόσο πιο δέσμια είναι η αγορά σου, καθώς οι «πελάτες» δεν έχουν πού αλλού να στραφούν παρά μόνο στα χέρια επαγγελματικών εγκληματικών οργανώσεων.
Στο φτωχοποιημένο Μάλι και τον Νίγηρα, διάφοροι πολιτικοί ηγέτες έστειλαν σαφή μηνύματα ότι αν δεν λάβουν την απαιτούμενη πολιτική στήριξη και το οικονομικό κεφάλαιο, θα ακολουθήσει μεταναστευτική κρίση. Κράτη όπως το Μαρόκο και η Τουρκία ανοίγουν και κλείνουν τακτικά τη μεταναστευτική «βρύση», για να ενισχυθούν στις διαπραγματεύσεις τους με την ΕΕ.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι αυταρχικοί ηγέτες, τα υπουργεία Εσωτερικών και οι καταχρηστικές δυνάμεις ασφαλείας είναι οι μεγάλοι νικητές στον αγώνα κατά της μετανάστευσης – κερδίζοντας δύναμη, αναγνώριση και χρήματα. Αυτοί που υπέφεραν περισσότερο ήταν οι μετανάστες και οι πολίτες αυτών των χωρών, ενώ η περιφερειακή σταθερότητα αποδυναμώθηκε.
Ένα ευρύ φάσμα πολέμων και μαχών – είτε σε σχέση με τη μετανάστευση, την τρομοκρατία, τα ναρκωτικά ή το έγκλημα – έχει δημιουργήσει πλέον διεστραμμένα κίνητρα. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πει ότι η αποτυχία έχει γίνει η… νέα επιτυχία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις