Εντίθ Πιαφ: Υπνωτικά τη νύχτα, διεγερτικά την ημέρα
Το θύμα, το μεγάλο θύμα, ήταν η Εντίθ
Πολλοί και διάσημοι έχουν μιλήσει έως τώρα για την Εντίθ Πιαφ. Ο μόνος που σιωπούσε είναι ο αδελφός της Ερμπέρ Λυσιέν Γκασσιόν, ηλικίας 51 χρονών, που είναι ανώτερος υπάλληλος μιας γερμανικής εταιρίας χημικών προϊόντων, στα γραφεία της στο Παρίσι. Ο αδελφός της διάσημης Γαλλίδας τραγουδίστριας απεφάσισε, όπως λέει, να λύση τη σιωπή του, «για να βάλη ωρισμένα πρόσωπα και πράγματα στη θέση τους». Ο Ερμπέρ Λυσιέν Γκασσιόν αφηγείται:
Ήταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1959. Η Εντίθ μόλις είχε συνέλθει από μια βαρειά αρρώστια. Τα ναρκωτικά που έπαιρνε της είχαν προκαλέσει δηλητηρίαση και σε κακά χάλια είχε μεταφερθή σε μια κλινική στο Μεντόν. Τα Χριστούγεννα τα είχε περάσει σχεδόν αναίσθητη στο κρεβάτι της, αλλά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ήθελε να την περάση με φιλικά της πρόσωπα στο σπίτι της. Κατοικούσε τότε σ’ ένα διαμέρισμα του βουλεβάρτου Λαν.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Την είχα ζητήσει λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στο τηλέφωνο, για να της ευχηθώ για τον καινούργιο χρόνο. Με έκπληξη άκουσα τη φωνή της. Σπάνια ερχόταν η ίδια στο τηλέφωνο. Τα τηλεφωνήματα τα έπαιρναν η γραμματεύς ή οι φίλοι της. Κι’ όλοι αυτοί, κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο, έτρεχαν και σήκωναν το ακουστικό. Δεν την άφηναν να επικοινωνή η ίδια τηλεφωνικώς, από φόβο μη τυχόν και τους την ξελόγιαζε κάποιο νέο πρόσωπο. Ήθελαν το μονοπώλιο της φιλίας και της οικειότητας μαζί της.
— Ευτυχισμένο το Νέο Έτος, Εντίθ! της είπα.
— Εσύ είσαι, Ερμπέρ; Πού είσαι;
— Σ’ ένα φιλικό σπίτι.
—Δεν μπορείς να πεταχτής έστω και για λίγες στιγμές; Θέλω τόσο πολύ να σε δω!
Την άκουσα να ξεσπάη σε λυγμούς. Δεν ήξερα τι της συνέβαινε. «Έρχομαι αμέσως!» της είπα.
Περίμενα να βρεθώ σε μια χαρούμενη εορταστική ατμόσφαιρα, ν’ ακούσω γέλια και μουσική, να βρω την αδελφή μου περιστοιχισμένη από ένα γαλαξία φίλων της.
Μέσα στο σπίτι βασίλευε νεκρική σιγή. Καθισμένη σε μια πολυθρόνα, σκεπασμένη ως επάνω στα γόνατα με μια κουβέρτα, η Εντίθ με περίμενε κοντά στο τζάκι, μέσα στο αδειανό σαλόνι.
Έσκυψα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Φιληθήκαμε χωρίς να πούμε λέξη. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της.
— Βλέπεις; μου είπε με μεγάλη πικρία, ύστερα από λίγο. Φαίνεται πως με έχουν για ξοφλημένη, για ανίκανη πια για τραγούδι. Ποιος ξέρει; Ίσως να πιστεύουν πως βρίσκομαι στα τελευταία μου! Δεν με έχουν πια ανάγκη! Ποιος τρελλάθηκε για να χάση την ώρα του κάνοντας συντροφιά σε μια ετοιμοθάνατη, και μάλιστα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς; Με εγκατέλειψαν όλοι!
Για να την καθησυχάσω της είπα:
— Γιατί τους παρεξηγείς, Εντίθ; Ίσως και να μην ξέρουν πως γύρισες σπίτι σου. Μην ξεχνάς πως μόλις σήμερα το απόγευμα έφυγες από την κλινική.
— Κακά είναι τα ψέματα, Ερμπέρ! Με ξέχασαν, με εγκατέλειψαν όλοι τους! Πώς δεν το ξέρουν πως γύρισα, αφού τους τηλεφώνησα και τους κάλεσα; Ξέρεις τι μου είπαν; Προσχήματα και προφάσεις! Άλλος δικαιολογήθηκε πως δυστυχώς είχε δώσει το λόγο του να πάη σ’ ένα φιλικό πάρτυ, άλλος πως δεν ήταν φρόνιμο, στην κατάσταση που βρίσκομαι, να ξενυχτήσω. Φαντάσου! Μου έδωσαν και συμβουλές: το καλύτερο που έχεις να κάνης, μου είπαν, είναι να πλαγιάσης νωρίς!
Τι να της πω; Δεν ήταν από κείνες που παρηγοριούνται με τα λόγια. Και, προ παντός, δεν ήθελε να κινή τον οίκτο. Είχαμε αρκετό καιρό να ιδωθούμε. Μας χώριζαν… οι φίλοι της.
— Δεν φταίνε αυτοί! Κανένας δεν φταίει! Μόνο το κεφάλι μου! μου είπε.
Μου έκανε κακό να την ακούω να μιλάη έτσι, με τόση πικρία, και μάλιστα χρονιάρα μέρα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ήμουν ο αδελφός της. Σ’ εμένα μπορούσε ν’ ανοίξη την καρδιά της.
— Γιατί μιλάς έτσι, Εντίθ; της είπα. Συμβαίνει πάλι τίποτε;
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και πέταξα στη μέση εκείνο το «πάλι».
— Σωστά τα λες, Ερμπέρ! Έχεις δίκιο. Πάλι! Δυστυχώς, έτσι είμαι εγώ. Γι’ αυτό την παθαίνω κάθε φορά, γι’ αυτό με έχουν εκμεταλλευθή τόσοι και τόσοι. Ναι, η αδελφή σου, η ανόητη αδελφή σου, την έπαθε και πάλι…
Κι’ άρχισε να μου εξιστορή τη νέα της περιπέτεια. Πριν από λίγους μήνες είχε τύχει στο δρόμο της κάποιος που της άρεσε. Ήταν τραγουδιστής, είχε ζεστή φωνή, ήταν ένας όμορφος άντρας 38 χρονών, αλλά δεν τα είχε ακόμη καταφέρει να βρη το δρόμο του. Φυτοζωούσε.
Η Εντίθ δεν ήθελε και πολύ για να πάρη φωτιά. Ενθουσιάστηκε, κυριολεκτικά ξετρελλάθηκε μαζί του. Του έδωσε μαθήματα τραγουδιού, του έμαθε πώς να στέκεται στη σκηνή, πώς να «εξοικονομή τα χέρια του», του παρήγγειλε ένα καινούργιο κοστούμι, τον επέβαλε για παρτεναίρ της στο θέατρο «Ολύμπια», με το οποίο είχε τότε συμβόλαιο. Και το αποτέλεσμα;
Μια μέρα, εκεί που κουβέντιαζαν για το μέλλον, ο εραστής της τής ξεφούρνισε πως ήταν παντρεμένος.
«Και πώς δεν φοράς βέρα;» τον ρώτησε. «Γιατί μου το έκρυβες τόσο καιρό;»
Εκείνος κατάλαβε πως η αποκάλυψη ήταν πολύ οδυνηρή για την Εντίθ. Την ήξερε πια καλά, ήξερε πως δεν συνήθιζε να χωρατεύη, και ίσως να φοβήθηκε πως θα του έδινε, από τη μια στιγμή στην άλλη, τα παπούτσια στο χέρι. Άρχισε να της δικαιολογήται.
«Γιατί στενοχωριέσαι;» της είπε. «Δεν σου το έλεγα για να μη σε πικράνω. Και δεν φορώ βέρα γιατί ο γάμος μου έχει ουσιαστικά διαλυθή. Η γυναίκα μου δεν αντιπροσωπεύει πια τίποτα, απολύτως τίποτα για μένα, και το ξέρει. Βρισκόμαστε στα χωρίσματα…»
— Αυτό με καθησύχασε κάπως, μου είπε η Εντίθ. Είμαι πάντοτε αφελής, κι’ αντί ν’ αγαπώ αυτούς που πιστεύω, αγαπώ αυτούς που αγαπώ! Τον αγαπούσα! Αυτό είναι όλο.
Ο καιρός περνούσε και μια μέρα ο φίλος είχε το θράσος να μου παρουσιάση τη γυναίκα του. «Θέλει πολύ να σε γνωρίση!» μου είχε πη.
Εγώ δεν του είπα ούτε ναι ούτε όχι. Αυτός μου την κουβάλησε. Όταν έφυγε η γυναίκα του και μείναμε οι δυο μας μόνοι, του είπα: Κάπως παχουλή είναι η γυναίκα σου! Γιατί δεν της λες να κάνη λίγη δίαιτα; Εκείνος κάτι μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έλεγε εκείνη τη στιγμή, αλλ’ ύστερα από κάμποσες εβδομάδες μού είπε πως η γυναίκα του ήταν σ’ ενδιαφέρουσα. Περίμενε παιδί.
Ωστόσο εξακολουθήσαμε να έχουμε σχέσεις. Τον αγαπούσα, τον λάτρευα, τ’ ακούς; Η αδελφή σου είναι μια τρελλή ή μια παλιογυναίκα, που αγαπούσε έναν παλιάνθρωπο!
Όταν τον παρέλαβα ήταν, παρ’ όλο που ήταν ένας μαντράχαλος 38 χρονών, άσημος και άγνωστος. Στα χέρια μου έγινε διάσημος και περιζήτητος.
«Αυτό», μου έλεγε, «δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Σου οφείλω το παν. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μας χωρίση!»
Μεγάλα λόγια. Στο τέλος εξαντλήθηκε η υπομονή μου. Δεν ανεχόμουν να τον μοιράζωμαι με μια άλλη. Εγώ τον θεωρούσα άντρα μου, τον ήθελα δικό μου, όλο δικό μου!
Μου είπε πως το διαζύγιό του ήταν ζήτημα ημερών ή το πολύ-πολύ λίγων εβδομάδων. Και μου έκανε την ακόλουθη πρόταση: ήξερε πως μου είχαν προτείνει μια σειρά εμφανίσεων στη Στοκχόλμη, από τις οποίες κι’ εγώ δεν ήξερα τι θα κέρδιζα. Δεν είχα πη ούτε ναι ούτε όχι. Εκείνος μου πρότεινε να δεχτώ το συμβόλαιο.
«Θέλεις», του είπα, «να με ξεφορτωθής; Θέλεις να φύγω;»
«Θα έρθω να σε βρω!» απάντησε. «Μόλις τελειώση η υπόθεση του διαζυγίου μου, θα σου γράψω. Και θα έρθω κι’ εγώ στη Στοκχόλμη και θ’ αναχωρήσουμε αμέσως για την Γκρέτνα Γκρην, στη Σκωτία, όπου οι γάμοι γίνονται χωρίς καμμιά σχεδόν διατύπωση, στο άψε-σβήσε».
Έφυγα, λοιπόν, μόνη για τη Στοκχόλμη. Περίμενα το γράμμα του. Και, επί τέλους, μια μέρα το γράμμα ήρθε. Το διάβασα, και θα με πιστέψης; Ακόμη τρέμω! Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο φίλος μού ζητούσε και ρέστα! Δεν είχα, μου έγραφε, κανένα δικαίωμα να καταστρέψω τη συζυγική του ευτυχία! Τώρα, μάλιστα, που θ’ αποκτούσε και παιδί είχε περισσότερες ευθύνες. Η γυναίκα του τον αγαπούσε και θα ήταν πολύ δυστυχισμένη αν την εγκατέλειπε.
Από τη στιγμή εκείνη τον σιχάθηκα. Έσχισα το γράμμα του και τα κομματάκια τα πέταξα στη φωτιά. Τέτοια κακοήθεια, τόσα ψέματα! Πίστεψέ με, τον σιχάθηκα, αλλ’ ωστόσο η καρδιά μου ακόμη στάζει αίμα. Γιατί, μπορείς να μου πης, γιατί οι άνθρωποι κάνουμε τόσο κακό ο ένας στον άλλο;
Ο κύριος έκανε, κατάλαβες, τη δουλειά του. Δεν με είχε πια ανάγκη. Κατά βάθος δεν έφυγε, με έδιωξε! Καταλαβαίνεις τι θα πη με έδιωξε; Ούτε υπηρέτριά του να ήμουνα! Νόμιζα πως θα τρελλαθώ. Εγώ μόνο το ξέρω πώς τα κατάφερνα να τραγουδώ κάθε βράδυ, για να φανώ συνεπής στις υποχρεώσεις μου από το συμβόλαιο. Οι κριτικοί με αποθέωναν. Θυμάμαι πως κάποιος τους έγραψε: «Ποτέ άλλοτε η Εντίθ δεν τραγούδησε με τόσο πάθος. Το τραγούδι της έχει κάτι το σπαρακτικό, λες κι’ αντανακλά μια αληθινή τραγωδία, ένα προσωπικό της δράμα».
Γύριζα, ξέρεις, από το θέατρο, έπεφτα στο κρεβάτι, ξάπλωνα μπρούμυτα, με τα μούτρα στο μαξιλάρι, κι’ έκλαιγα, έκλαιγα… Πού να κλείσω μάτι. Έτσι κι’ αλλιώς υπέφερα από τρομερές αϋπνίες. Άρχισα να δυναμώνω τις δόσεις των υπνωτικών. Ξυπνούσα, αλλά περασμένο μεσημέρι, πτώμα. Για να συνέλθω, για να μπορέσω να τραγουδήσω το βράδυ, έπαιρνα διεγερτικά. Υπνωτικά τη νύχτα, διεγερτικά την ημέρα, φαντάζεσαι το αποτέλεσμα. Δεν έβλεπα την ώρα πότε να γυρίσω στο Παρίσι. Επιτέλους γύρισα, σε κακά χάλια. Η κατάστασή μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Εξακολουθούσα να κάνω σαλάτα τα υπνωτικά και τα διεγερτικά — υπνωτικά τη νύχτα, διεγερτικά την ημέρα. Άρχισα να έχω διαλείψεις στο μνημονικό μου. Ένα βράδυ, εδώ στο σαλόνι, που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, έκανα πρόβες για ένα καινούργιο τραγούδι, όταν έξαφνα ένοιωσα σαν να παρέλυσαν τα χείλη μου. Αδύνατο ν’ αρθρώσω ούτε λέξη. Έκανα να σηκωθώ για να πάω να πέσω στο κρεβάτι, αλλά τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Λιποθύμησα και σωριάστηκα κάτω στο πάτωμα. Μου είχε έρθει, όπως μου είπαν αργότερα οι γιατροί, κώμα του συκωτιού.
Όταν συνήλθα και άνοιξα τα μάτια μου, βρέθηκα σε μια κλινική — την κλινική από την οποία γύρισα απόψε. Μια νοσοκόμα ήταν σκυμμένη επάνω μου. Χθες είχαμε Χριστούγεννα! μου είπε. Είχαν περάσει αρκετές μέρες από τότε που με πήγαν σηκωτή στην κλινική. Κι’ όλες αυτές τις μέρες ήμουν βυθισμένη σε λήθαργο. Δεν άκουγα, δεν έβλεπα, δεν ένοιωθα τίποτα.
Αυτή ήταν η αδελφή μου. Το ξέρω, πως και τώρα που δεν υπάρχει, πολλοί λένε πως «καταβρόχθιζε τους άντρες», πως ήταν ακόρεστη στον έρωτα, πως… αλλοίμονο στον άντρα που έμπλεκε μαζί της! Από τη ζωή της Εντίθ πέρασαν πολλοί άντρες. Δεν το έκρυβε ούτε η ίδια. Κανένας τους δεν βγήκε ζημιωμένος από τη φιλία της. Αν εξαιρέση κανείς έναν και μόνο, όλοι οι άλλοι επωφελήθηκαν. Το θύμα, το μεγάλο θύμα, ήταν η Εντίθ. Όχι μόνο καταστρεφόταν οικονομικά, αλλά κατέστρεψε και την υγεία της.
Όλοι λένε για την Εντίθ πως είχε φωνή. Αν με ρωτούσαν εμένα, τον αδελφό της, θα έλεγα αδίστακτα πως είχε καρδιά, μια μεγάλη καρδιά. Αυτό ήταν το δράμα της.
Για έναν μόνο από τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή της Πιαφ κάνει εξαίρεση ο αδελφός της: τον δεύτερο σύζυγό της, τον κατά 20 χρόνια μικρότερό της, ελληνικής καταγωγής δεύτερο σύζυγό της, τον Τεό Σαραπό (παραφθορά των ελληνικών λέξεων «σε αγαπώ»).
Οι φίλοι της τον θεωρούσαν για ένα ζιγκολό. Αλλ’ ήταν ο μόνος αφιλοκερδής και ανυστερόβουλος, ο μόνος που την αγαπούσε και την καταλάβαινε. Ο μόνος που δεν επωφελήθηκε.
*Άρθρο για την περίφημη Εντίθ Πιαφ, που έφερε τον τίτλο «Οι άνδρες έστειλαν στον θάνατο την Εντίθ Πιαφ» και είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 27 Μαρτίου 1970.
Η γαλλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός Εντίθ Πιαφ (Εντίθ Γκασιόν ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου 1915 και απεβίωσε στην Κυανή Ακτή (στο χωριό Plascassier, πλησίον της πόλης Grasse) στις 10 Οκτωβρίου 1963.
- Καιρός: Πώς θα επηρεάσει τη χώρα η «καλοκαιρία» Elena – Πού θα εκδηλωθούν βροχές
- Συρία: Διαδηλώσεις χριστιανών μετά την πυρπόληση χριστουγεννιάτικου δέντρου – Η υπόσχεση των νέων αρχών
- HIIΤ ή cardio σταθερού ρυθμού; Ποια άσκηση βοηθάει περισσότερο
- Κηφισός: Αποκαταστάθηκε η κυκλοφορία των οχημάτων
- Ποιο είναι το must-see μέρος που πρέπει να επισκέπτεστε σε κάθε σας ταξίδι;
- Single στις γιορτές: Οδηγός επιβίωσης για να τις ζήσεις όπως πρέπει