Υποστηρίχθηκε από σοβαρούς ιστορικούς ότι οι θεωρίες των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων είναι «η επεξεργασμένη μορφή μιας πολύ αρχαιότερης σκέψης». Τα σπέρματα λ.χ. της Φυσικής του Θαλή υποτίθεται ότι υπάρχουν μέσα στο πολύ παλαιότερο μεσοποταμιακό «Έπος της Δημιουργίας»· εκεί λέγεται ότι πριν από τη γένεση και το διαχωρισμό ουρανού και γης τα ύδατα ενωμένα αποτελούσαν το σύμπαν.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.12.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η γνώμη αυτή δεν είναι νέα. Αντίθετα προς τον Αριστοτέλη, που πατέρα της φιλοσοφίας θεωρεί τον Θαλή και γενέτειρά της τη γη της Ιωνίας, ο Διογένης ο Λαέρτιος μιλεί για μια παλαιότερη ακόμη ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού στους Πέρσες και στους Αιγυπτίους, και ο Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός των Ελλήνων, πως αυτοί δημιούργησαν τη φιλοσοφία, είναι ιστορικό ψεύδος: την «έκλεψαν» από τους Εβραίους, τους Αιγυπτίους και τους Βαβυλωνίους. Φυσικά, η πνευματική ιστορία του κόσμου δεν αρχίζει από την ελληνική Μίλητο του 6ου αιώνα π.Χ. Τότε μια καμπή μόνο σημειώνεται στην πορεία της, αλλά η καμπή αυτή είναι τόσο σημαντική για τα ιστορικά της επακόλουθα, τη συμβολή της στη διαμόρφωση του πολιτισμού μας, ώστε δικαιολογημένα η στιγμή εκείνη θεωρείται αυγή μιας νέας εποχής. Το νέο γεγονός, που θα διαχωρίση έπειτα με αρκετή σαφήνεια το μέλλον από το παρελθόν, μπορεί συνοπτικά να διατυπωθή ως εξής: τον θρησκευτικό Μύθο έρχεται ν’ αντικαταστήση ο φιλοσοφικός Λόγος. Έως τότε, και στους πιο προχωρημένους ακόμη στον πολιτισμό λαούς της Ανατολής, ένας θρησκευτικός Μύθος, που αντλούσε το κύρος του από μια μακρά παράδοση και από τη γενική αναγνώριση του κοινωνικού σώματος και σημασιολογούσε τον κόσμο και τη ζωή με έννοιες και μέτρα ερμητικά κλεισμένα μέσα στον αποκρυφισμό των συμβόλων τους (για να μην εκτίθενται ούτε καν στην υποψία μιας αμφισβήτησης) δέσποζε στις συνειδήσεις και τις ησύχαζε με την εγγυημένη από τη θεία βούληση, τη «χαρισματική» βεβαιότητά του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.12.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πώς και από ποιες άμεσες και έμμεσες αιτίες άρχισε μια ωρισμένη ιστορική στιγμή και σ’ ένα ωρισμένο γεωγραφικό σημείο να κλονίζεται το κράτος του θρησκευτικού Μύθου μέσα στα πιο φωτισμένα και γενναιότερα πνεύματα ενός λαού· πώς και από ποιες άμεσες και έμμεσες αιτίες ύστερ’ από τούτο τον κλονισμό, αντί να επακολουθήση μια ολική πνευματική και ηθική κατάρρευση, αρχίζει ν’ ανατέλλη (στην αρχή μέσα σε μερικά προνομιούχα άτομα, ύστερα σε όλο και πιο ανοιχτούς λαϊκούς κύκλους, χωρίς φυσικά ποτέ να κερδίση ολόκληρη τη μάζα τούτο και τότε και τώρα είναι αδύνατο) ένας νέος κόσμος ιδεών και αξιολογήσεων που αμέσως προορίσθηκε για ένα λαμπρό και θαυμαστό μέλλον· αν η κύρια γενεσιουργική αιτία αυτής της κοσμογονικής μεταβολής πρέπει ν’ αναζητηθή στο θεωρητικό δαιμόνιο μιας φυλής ή στις βαθύτερες κοινωνικές ζυμώσεις που δημιουργήθηκαν σε ωρισμένη στιγμή του πολιτικού βίου της ή στις επιδράσεις ενός χώρου κ’ ενός κλίματος, που διαμόρφωσαν κατά ωρισμένο τρόπο το πνεύμα της, ή στην εκπληκτική μεγαλοφυΐα μερικών εξαίρετα προικισμένων ανθρώπων της, ή πιθανώτατα σε όλους μαζί αυτούς τους λόγους (άλλους με ίση και άλλους με άνιση συμμετοχή στο τελικό αποτέλεσμα) όλα αυτά είναι ζητήματα που βρίσκονται έξω από τα όρια τούτου του σύντομου σημειώματος και δεν πρόκειται να μας απασχολήσουν.


Τόσο μόνο θα τονίσωμε εδώ: ότι κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. μέσα στους κόλπους του ιωνικού ελληνισμού ο θρησκευτικός Μύθος αρχίζει να διαλύεται και μια νέα δύναμη ετοιμάζεται να δώση στη θέση του την ερμηνεία του κόσμου και τα μέτρα της ζωής: ο φιλοσοφικός Λόγος. Είναι ένας νέος πνευματικός προσανατολισμός η ορμή αυτή, μια νέα αξίωση και μια νέα ευθύνη. Την ώρα που άπλερη ακόμα, απλοϊκή στα πρώτα της σκιρτήματα και αβέβαιη έρχεται στο φως, κανείς ίσως (μαζί και οι κύριοι φορείς της) δεν θα ήταν σε θέση να προσδιορίση τα καινούργια στοιχεία που έφερνε στην πνευματική ιστορία του ανθρώπου, και να εκτιμήση την έκταση της σημασίας της. Τώρα που γνωρίζομε τις πραγματοποιήσεις της και το πώς με αυτές τις πραγματοποιήσεις βαθύτατα επηρέασε τα ανθρώπινα πεπρωμένα, μπορούμε να διακρίνωμε καθαρά πια τα χαρακτηριστικά της και να σταθμίσωμε την αξία της.


«Είχαν», γράφει για τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους ένας ιστορικός, «λιγώτερο να εφεύρουν παρά να ξεκαθαρίσουν και να διαλέξουν, ή μάλλον η εφεύρεση ήταν μέσα σ’ αυτό το ίδιο το ξεχώρισμα. Χωρίς αμφιβολία θα τους καταλαβαίναμε καλύτερα, αν ξέραμε τι είχαν απορρίψει, παρά αν γνωρίζαμε αυτά που έχουν διατηρήσει» (Émile Bréhier*). Πραγματικά, μια συγκριτική μελέτη των πρώτων ελληνικών φιλοσοφικών θεωρήσεων προς τις μυθο-θρησκευτικές δοξασίες, που θα μπορούσαν να είχαν διηθηθή στη συνείδηση του ελληνικού λαού της εποχής τους από την πανάρχαια ιστορία του και από τις πολιτιστικές επιδράσεις όμορων λαών, πολύ θα βοηθούσε τον ερευνητή να συλλάβη την ιδιορρυθμία τους. Το μέγεθος όμως της προσφοράς τους έγκειται όχι στο τι οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν διατηρήσει ή απαλείψει από τις δοξασίες που βρήκαν μέσα στην κοινή συνείδηση, καθώς και από τις ξένες ιδέες που έφτασαν στον τόπο τους από μακριά, αλλά στο ίδιο το γεγονός ότι στάθηκαν με βλέμμα κριτικό απέναντι στην οποιαδήποτε παράδοση και ότι στο μεγάλο κοσμολογικό θέμα (που τότε ακριβώς γίνεται πρόβλημα για τον εταστικό στοχασμό) δοκίμασαν να δώσουν μια λύση στηριγμένη στο «λογικό» και στα «πράγματα». Όπως πολλές κατακτήσεις του ανθρώπου μάς έγιναν με τον καιρό τόσο οικείες, ώστε σήμερα πια φαίνονται εντελώς φυσικές και αυτονόητες, έτσι ο χρόνος και η μακρά συνήθεια μάς εμποδίζουν να εκτιμήσωμε το μεγάλο γεγονός στις πραγματικές διαστάσεις του. Πριν να εκτελεσθή ένα ιστορικό βήμα, δεν είναι καθόλου «αυτονόητο» να γίνη όπως έγινε· και την αξία ενός μεγάλου αγαθού αρχίζει κανείς να τη λογαριάζη σωστά, όταν το χάση. Πριν από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους δεν ήταν «φυσικό» η θεωρητική σκέψη να αντιμετρηθή με τη μυθολογική παράδοση, ούτε «αυτονόητο» ο Λόγος ν’ αποκρούση κάθε ξένη προς τα ανθρώπινα νοητικά μέτρα αυθεντία και στην εξήγηση του κόσμου να στηριχτή στις δικές του δυνάμεις, να διεκδικήση τα δικά του δικαιώματα. Χίλια χρόνια αργότερα, όταν με τη διαταγή ενός βάρβαρου ηγεμόνα θανατώθηκε ο τελευταίος εκπρόσωπος της ελληνικής φιλοσοφίας, ο Boethius** (525 μ.Χ.), και το πνεύμα θυσίασε την ελευθερία του σε μια νέα θρησκευτικήν αξιοθεσία, για πολλούς αιώνες η Ευρώπη στερήθηκε το μεγάλο αγαθό της αυτοδύναμης, της κριτικής σκέψης, και στο τέλος μόνο ήρθε η ώρα να το εκτιμήση και να μοχθήση για να το κατακτήση πάλι. Αυτή είναι η τεράστια, η μοναδική στο είδος της, αξία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας για όσους θέλουν και μπορούν να εκτιμήσουν σωστά τη συμβολή της στη θεμελίωση του πολιτισμού μας.

*Εξαίρετο κείμενο του αειμνήστου Ευάγγελου Παπανούτσου για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τους πρώτους έλληνες φιλοσόφους. Έφερε τον τίτλο «Μια νέα αξίωση και ευθύνη» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» πριν από έξι ακριβώς δεκαετίες, στις 19 Δεκεμβρίου 1963, ημέρα Πέμπτη.


Το ζήτημα που πραγματεύεται ο Παπανούτσος, με μοναδική όπως πάντα επιστημονική εμβρίθεια, έχουμε αναπτύξει διά μακρών στη θεματική ενότητα της Γλώσσας & Λογοτεχνίας.

* Ο Émile Bréhier (1876-1952) ήταν διακεκριμένος γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και ιστορικός της φιλοσοφίας.

**Ο Boethius, ελληνιστί Βοήθιος, ήταν ρωμαίος συγκλητικός, φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ο οποίος έζησε στον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ. Εις τας δυσμάς του βίου του, φυλακισμένος, ο Βοήθιος συνέγραψε το Consolatio Philosophiae (Παραμυθία της Φιλοσοφίας ή Παρηγοριά της Φιλοσοφίας), που θεωρείται από πολλούς μελετητές ως το τελευταίο μεγάλο φιλοσοφικό έργο της αρχαιότητας.