Τζον Στάινμπεκ: «Έχω συνηθίσει να είμαι νέγρος»
Είμαστε τόσοι λαοί και διδαχθήκαμε να γίνουμε ένας
Έζησα και ταξίδεψα σε πολλές ξένες χώρες, όπου στις φλέβες των ανθρώπων κυλά το αίμα που μου κληροδότησαν οι πρόγονοί μου, αίμα ιρλανδέζικο, σκωτσέζικο, αγγλικό, γερμανικό. Το πρόσωπό μου φέρει τα αχνάρια, ωραία ή άσχημα, των μακρινών γεννητόρων μου. Έχω τα γαλάζια μάτια του «βορείου». Τα μαλλιά μου, προτού ασπρίσουν, είχαν εκείνο το άχρωμο χρώμα που συνηθίζουμε να το αποκαλούμε καστανό. Έχω ανθηρά μάγουλα με έντονες λεπτές φλεβίτσες, χαρακτηριστικό των Σκωτσέζων και των Ιρλανδών του Βορρά. Παρ’ όλα αυτά όμως, ποτέ, ούτε μία φορά, δεν με πέρασαν για Ευρωπαίο. Ο κάθε Ευρωπαίος που πλησίασα, κι’ αν ακόμη δεν ήταν προικισμένος παρά με ελάχιστη ευαισθησία, αναγνώριζε αμέσως σ’ εμένα τον Αμερικανό. Γνώριζα έναν νεαρό από την Οκλαχόμα που δεν μου έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο: τα κατάμαυρα μάτια του, τα κορακάτα και γυαλιστερά μαλλιά του, τα ανασηκωμένα ζυγωματικά του, το μελαψό δέρμα του, όλα πρόδιναν πεντακάθαρα την καταγωγή του από τους Ινδιάνους Τσερόκι, το αίμα των οποίων έτρεχε στις φλέβες του. Κι’ όμως, αν βρισκόταν σε μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη, ο νεαρός αυτός θα αναγνωριζόταν αμέσως σαν Αμερικανός. Σε όλους εμάς υπάρχει κάτι που καθορίζει το «αμέρικαν λουκ», την αμερικάνικη όψη. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό, και ούτε οι ξένοι μπορούν να με βοηθήσουν να το καθορίσω. Ωστόσο υπάρχει.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 10.1.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένας από τους ορισμούς που συχνότερα αναφέρονται για μας τους Αμερικανούς είναι ότι είμαστε άνθρωποι πάντοτε ανικανοποίητοι, ότι δεν σταματούμε ποτέ, ότι βρισκόμαστε σε αέναη αναζήτηση κάποιου πράγματος. Αληθινά, αφιερώνουμε όλη μας τη ζωή στην αναζήτηση της σιγουριάς. Και όταν την κατακτήσουμε, την απεχθανόμαστε. Για να μιλήσω γενικά, είμαστε ένας λαός ακρατής: όποτε μπορούμε τρώμε πολύ, πίνουμε πολύ, και χαιρόμαστε τις αισθήσεις μας με όλους τους τρόπους μας. Είμαστε ακρατείς ακόμη και στις αρετές μας. Αυτός που δεν πίνει δεν αρκείται στο να απέχη ο ίδιος από το αλκοόλ: κάνει επίσης ό,τι μπορεί ώστε να απέχη και όλος ο άλλος κόσμος. Ο χορτοφάγος ονειρεύεται έναν κόσμο όπου οι κρεωφάγοι θα είναι εκτός νόμου. Δουλεύουμε πολύ, και πολλούς από μας τους σκοτώνει η υπεραπασχόληση. Ύστερα, όμως, για ν’ αντισταθμίσουμε αυτή την υπερβολή, γλεντούμε και διασκεδάζουμε με μια βιαιότητα που δεν είναι διόλου λιγώτερο φονική. Το αποτέλεσμα είναι να δίνουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε σε μια συνεχή κατάσταση αναβρασμού, ψυχικού και σωματικού. Συχνά πιστεύουμε ότι η κυβέρνησή μας είναι δειλή, ανίκανη, ανέντιμη. Την ίδια στιγμή όμως έχουμε τη βαθειά πεποίθηση ότι είναι η καλύτερη κυβέρνηση που υπάρχει, τόσο ώστε να θέλουμε να την επιβάλουμε και σε όλον τον άλλο κόσμο.
Οι Αμερικανοί είναι πολύ επιεικείς απέναντι στα παιδιά. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι στοργικοί γονείς (συχνά ούτε καν αγαπούν τα παιδιά τους). Τα παιδιά με τη σειρά τους αισθάνονται ότι πρέπει να εξαρτώνται καθ’ όλα από τους μεγάλους, και απέναντι στους γονείς τους τρέφουν μια επιθετικότητα που κάποτε συνορεύει με το μίσος.
Οι Αμερικανοί είναι πολύ ευγενικοί και ανοιχτόκαρδοι απέναντι στον φιλοξενούμενο, στον ξένο. Αλλά αν δουν κάποιον να αγωνιά πάνω στο λιθόστρωτο, σπεύδουν να απομακρυνθούν γιατί δεν θέλουν να μπλέξουν σε κάτι που δεν τους αφορά. Για να σώσουν μια γάτα που δεν μπορεί να κατέβη από ένα δέντρο ή έναν τραυματισμένο σκύλο, μπορούν να ξοδέψουν ένα μεγάλο ποσόν. Αλλά μια κοπέλα που δέχεται στον δρόμο μια επίθεση και καλεί σε βοήθεια δεν θα συναντήση γύρω της παρά πορτοπαράθυρα που κλείνουν και σιωπή.
Οι Αμερικανοί φαίνονται να ζουν και ν’ αναπνέουν και να «λειτουργούν» μέσα σ’ ένα κλίμα «παραδοξότητας». Αλλά τη μεγαλύτερη παραδοξότητά τους αντιπροσωπεύει η περιπαθής πίστη που τρέφουν για τους μύθους τους.
Πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι έχουμε γεννηθή με μυαλό μηχανής και ότι είμαστε ικανοί να «κάνουμε τα πάντα μόνοι μας». Λόγου χάρη περνούμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Κι’ όμως οι περισσότεροι από εμάς, ή τουλάχιστο πάρα πολλοί, δεν ξέρουμε σχετικά με τη μηχανή του αυτοκινήτου ούτε τα όσα θα έπρεπε να κάνουμε για να κινήσουμε ως το κοντινότερο συνεργείο, όταν το αυτοκίνητο σταματά για ανεξήγητους λόγους. Οι μύθοι στους οποίους πιστεύουμε βρίσκονται παντού: υποστηρίζουμε με σθένος ότι το έθνος μας είναι ένα έθνος από νομοταγείς πολίτες, και καταστρατηγούμε οποιονδήποτε νόμο μόλις έχουμε τη βεβαιότητα ή την εντύπωση ότι μπορούμε να το κάνουμε ατιμωρητί. Το σεξ είναι για μας ένα κυρίαρχο γεγονός, από την παιδική μας ηλικία ακόμη. Κι’ όμως τα δικαστήριά μας, οι σύμβουλοί μας, οι ψυχίατροί μας γεμίζουν τις σελίδες με περιπτώσεις σεξουαλικών αποτυχιών και με ανάλογες μορφές για ψυχρότητα και ανικανότητα, που είναι το ίδιο στην ουσία.
[…]
Η σχέση που δένει τους Αμερικανούς με τον πρόεδρό τους είναι κι’ αυτή επίσης ιδιότυπη. Είναι δεδομένο ότι σεβόμαστε το λειτούργημα της προεδρίας και θαυμάζουμε τον άνθρωπο που εμείς με την ψήφο μας καλέσαμε να το αναλάβη. Είμαστε υπερήφανοι για τον πρόεδρό μας και ταυτόχρονα τον καταριόμαστε ακόμη και για πράγματα για τα οποία δεν είναι υπεύθυνος. Με τον πρόεδρο είμαστε δεμένοι με τρόπο αρκετά άμεσο και κατά μία έννοια οικογενειακό. Ελέγχουμε την κάθε χειρονομία του και την κάθε κίνησή του και συχνά ασκούμε αυτόν τον έλεγχο με μια ψυχική κατάσταση που κλίνει προς την καχυποψία. Απαιτούμε από τον πρόεδρο να είναι επιφυλακτικός στα λόγια, προσεκτικός στη δράση, άψογος στη δημόσια αλλά και στην ιδιωτική ζωή του. Θέλουμε ο πρόεδρός μας να είναι μεγαλύτερος από όλους εμάς, και ταυτόχρονα θέλουμε να μην είναι καλύτερος από εμάς.
Κάποτε, πριν από χρόνια, στη Νέα Υόρκη, δούλευε για μένα ένας νέγρος πολύ έξυπνος. Κάποια μέρα στεκόμουν κατά τύχη κοντά στο παράθυρο και τον είδα από ψηλά να βγαίνη από ένα μαγαζί απέναντι και να κατευθύνεται προς το σπίτι. Την ίδια εκείνη στιγμή, καθώς ο νέγρος μου ετοιμαζόταν να στρίψη στη γωνία του τετραγώνου, βγήκε από κάπου μια λευκή γυναίκα, χοντρή και εμφανώς μεθυσμένη. Πάνω στον δρόμο υπήρχε ένα λεπτό στρώμα πάγου. Η γυναίκα γλίστρησε και έπεσε. Ο νέγρος μου την είχε προσπεράσει. Ωστόσο άκουσε τη φωνή πόνου που έβγαλε η γυναίκα και που ήταν πολύ δυνατή. Αλλά ο νέγρος, αντί να γυρίση να τη βοηθήση, επιτάχυνε το βήμα του και έφθασε στο σπίτι. Όταν ανέβηκε πάνω τον ρώτησα με απορία:
— Γιατί το έκανες αυτό;
Μου απάντησε:
— Από διαίσθηση και αυτομάτως. Σκέφθηκα, δηλαδή, ότι η γυναίκα αυτή, μεθυσμένη καθώς ήταν, όταν θα την πλησίαζα για να τη βοηθήσω, δεν αποκλείεται να έβαζε τις φωνές νομίζοντας ότι ήθελα να τη βιάσω.
— Ωστόσο, αντέδρασες πολύ γρήγορα, του παρατήρησα.
— Ίσως, αλλά έχω συνηθίσει να είμαι νέγρος.
Είμαστε ένας λαός ανικανοποίητος. Η ανησυχία μας, απομεινάρι των πειναλέων μεταναστών από τους οποίους προερχόμαστε, δεν έχει εξαντληθή. Οι νέοι της Αμερικής είναι αντάρτες, είναι ωργισμένοι: ψάχνουν παντού σαν το κυνηγετικό σκυλί που οσμίζεται το θήραμα. Η ενεργητικότητα απλώνεται παντού, έστω και αν μερικές φορές σκορπίζεται μάταια, σε συγκρούσεις, σε χαμένα πράγματα, φθάνοντας στα όρια της παραφροσύνης. […]
Βρισκόμαστε στη φάση, τη γεμάτη περιπλοκή, όπου τα πράγματα αλλάζουν. Έχει κανείς την εντύπωση ότι τρέχουμε ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν πειράζει. Σημασία έχει το ότι τρέχουμε. Είμαι βέβαιος ότι η ιστορία μας, η πείρα μας ως Αμερικανών, μας έχει προικίσει με τα δώρα που είναι απαραίτητα για τις αλλαγές που έρχονται. Δεν θα είμαστε για πολύ κλεισμένοι στον εαυτό μας. Δεν θα εξακολουθήσουμε επί πολύ να είμαστε ευχαριστημένοι από έναν τόπο, από ένα σπίτι, από τον εαυτό μας τον ίδιο. Δεν λείπουν από τους Αμερικανούς οι καινούργιοι τόποι για να πάνε, δεν λείπουν τα καινούργια πράγματα για να ανακαλύψουν. Έχουμε διδαχθή να διεξάγουμε πολέμους και να νικάμε, ενώ όλα σ’ εμάς κραυγάζουν εναντίον του παραλογισμού και του αμαρτήματος του πολέμου. Εμπειρίες αφάνταστα πιο πλούσιες ανοίγονται μπροστά στην ανησυχία μας, το άγνωστο που σαγηνεύει μάς περιβάλλει από παντού.
Πώς θ’ αντιδράσουν οι Αμερικανοί απέναντι σε περιστάσεις και καταστάσεις εντελώς καινούργιες, για τις οποίες θα πρέπει να δημιουργήσουμε κανόνες καινούργιους; Χάρη στο παρελθόν μας γνωρίζουμε ένα μέρος της απαντήσεως, γνωρίζουμε μερικά από τα πράγματα που θα κάνουμε. Εν τούτοις, θα κάνουμε λάθη· πάντοτε κάναμε. Αλλ’ αφότου γεννηθήκαμε ως έθνος, είχαμε ζωντανές μέσα μας, στο βάθος τουλάχιστον, τις μεγάλες κοινωνικές κατευθύνσεις της ακμής μας ως έθνους. Είμαστε τόσοι λαοί και διδαχθήκαμε να γίνουμε ένας. Πήραμε δρόμους σφαλερούς, πέσαμε έξω, μερικές φορές σταθήκαμε για να τακτοποιήσουμε το φορτίο στους ώμους μας, για να γιατρέψουμε τις πληγές μας. Αλλά ποτέ δεν γλιστρήσαμε προς τα πίσω, προς το σημείο εκκινήσεως. Ποτέ.
* Οι ανωτέρω γραμμές συνθέτουν το τελευταίο κείμενο που συνέγραψε ο αμερικανός συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ, λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του, κατά παραγγελία του ιταλικού περιοδικού L’Europeo. Το εν λόγω κείμενο είχε αναδημοσιευτεί στην Ελλάδα από τον «Ταχυδρόμο» (που είχε μόνιμη και αποκλειστική συνεργασία με το ιταλικό περιοδικό), στο τεύχος του που είχε κυκλοφορήσει στις 10 Ιανουαρίου 1969.
Ο τιμηθείς με Νομπέλ Λογοτεχνίας (25 Οκτωβρίου 1962) Στάινμπεκ έγραψε, μεταξύ άλλων, τη νουβέλα «Άνθρωποι και Ποντίκια» (1937) και το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα «Τα Σταφύλια της Οργής» (1939).
Ο Τζον Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck) γεννήθηκε στο Σαλίνας Βάλεϋ της Καλιφόρνιας στις 27 Φεβρουαρίου 1902 και πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968.
- Ο Ν. Πλακιάς για όσα συνέβησαν στη Λάρισα – Ανοιχτό το ενδεχόμενο να κινηθεί νομικά ο Κ. Αγοραστός
- LIVE: Παναθηναϊκός – Μπασκόνια
- Εξαρθρώθηκε κύκλωμα διακίνησης αναβολικών – Κατασχέθηκαν πάνω από 130 κιλά σκευάσματα και 68.000 κάψουλες
- Παίζατε Pokemon Go; Συγχαρητήρια, βοηθήσατε έναν κολοσσό να χαρτογραφήσει τον πλανήτη
- Τα γούρια της Καίτης Ταζεδάκη στολίζουν τα πέτα των Αθηναίων εδώ και 50 χρόνια
- Μοζαμβίκη: Τουλάχιστον 73 νεκροί από το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο