Επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των μέσων μισθών εντός του 2024, προβλέπει η ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την νομισματική πολιτική, θέτοντας με τον τρόπο αυτό, εν αμφιβόλω την πολυδιαφημισμένη εξαγγελία της κυβέρνησης για διαμόρφωση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας.

Η έκθεση παρότι προβλέπει αύξηση των μέσων μισθών και κατά το νέο έτος, ωστόσο σημειώνει ότι οι ρυθμοί αύξησης θα είναι χαμηλότεροι από αυτούς του 2023.

Οι μισθοί το 2024

Τους μισθούς του 2024 αναμένεται ότι θα επηρεάσουν αφενός η προγραμματισμένη αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και αφετέρου η επαναφορά των τριετιών στις κατώτατες αμοιβές.

Το σημαντικότερο όμως στοιχεία είναι η αναφορά της έκθεσης στις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες ελάχιστα συνέβαλαν στην βελτίωση των μισθών το 2023. Όπως αναφέρει το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2023 υπογράφηκαν 152 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αφορούν 70.940 μισθωτούς. Από αυτές, 45 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.

Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάγκη επαναφοράς των κλαδικών συμβάσεων, οι οποίες κατέρρευσαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εξαιτίας της αλλαγής του νομικού καθεστώτος που τις διέπει.

Σύμφωνα με τις αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις των επιχειρήσεων προς τον ΕΦΚΑ ο μέσος μισθός στη χώρα μας διαμορφώνεται στα 1.038,23 ευρώ μεικτά ή 910 ευρώ «καθαρά». Κι αυτό γιατί ένας στους τέσσερις μισθωτούς (26%) – συγκεκριμένα 640.718 άτομα σε σύνολο 2.455.046 που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα – εργάζονται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και λαμβάνουν κατά μέσον όρο μισθό 430,81 ευρώ, που αντιστοιχεί σε καθαρές αποδοχές της τάξεως των 346 ευρώ.

Οι κλαδικές συμβάσεις

Για αν επιτευχθεί ο στόχος της «επιστροφής των μισθών» με την αύξηση των μέσων αμοιβών – που προανήγγειλε η κυβέρνηση για την επόμενη τετραετία -, προϋποθέτει την αναπροσαρμογή – όχι μόνο του κατώτατου μισθού – αλλά και των υπολοίπων μισθών, στους οποίους – έως τώρα – δεν «περνούν οι αυξήσεις», που δίδονται στα κατώτατα όρια.

Μπορεί οι κατώτατοι μισθοί να επανήλθαν στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα, αλλά οι λεγόμενοι «μέσοι μισθοί», ελάχιστα επηρεάσθηκαν από τις αυξήσεις που δόθηκαν στα κατώτατα όρια των αμοιβών. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο το 80% των εργαζομένων δεν έχουν «δει» καμία αλλαγή στις αμοιβές του, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού.

Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να αποκατασταθεί το νομικό καθεστώς (που κατήργησαν τα μνημόνια), το οποίο ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε πως τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για τις κλαδικές συμβάσεις, είναι απολύτως αποθαρρυντικά.

Κατά τη διάρκεια του 2022, ήταν σε ισχύ συνολικά 38 συμβάσεις. Δηλαδή, εκτός από τις 24 νέες κλαδικές συμβάσεις που υπογράφηκαν το 2022, βρίσκονταν σε ισχύ επιπλέον 14 συλλογικές συμβάσεις παρελθόντων ετών (λόγω της δυνατότητας υπογραφής συμβάσεων έως και τριετούς διάρκειας), οι οποίες είχαν συναφθεί τα έτη 2019, 2020 και 2021 και εξακολουθούσαν να ισχύουν.

Οι 38 κλαδικές συμβάσεις που βρίσκονταν σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά και θεωρητικά περί που 735.000 άτομα, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 29% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων.

Οι περισσότερες από τις εν λόγω συμβάσεις διατηρούν αμετάβλητες τις αποδοχές με βάση τις προηγούμενες συμβάσεις. Μόνο εννιά από τις 24 κλαδικές συμβάσεις που υπογράφηκαν το 2022 προβλέπουν αύξηση των αποδοχών.

Πηγή: OT