Χάινριχ Μπελ: Το βαρύ καθήκον της λογοτεχνίας
Η εξατομίκευση του επιτεύγματος και της φήμης είναι μια μόνιμη απάτη
Εδώ και αρκετούς μήνες ο Δυτικογερμανός συγγραφέας Χάινριχ Μπελ βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο της επικαιρότητος. Η βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, η δραστήρια συμμετοχή του στην προεκλογική εκστρατεία του καγκελαρίου Βίλλυ Μπραντ, η οποία κατέληξε σε θρίαμβο, και οι συνεχιζόμενες πολιτικολογοτεχνικές εκδηλώσεις του έχουν ως αποτέλεσμα να βρίσκεται το όνομά του καθημερινά σχεδόν στις σελίδες του Τύπου. Μια τέτοια εκδήλωση αποτελεί η κατωτέρω συνέντευξη, όπου ο Χάινριχ Μπελ μιλάει για την κοινωνία και για το καθήκον της λογοτεχνίας.
Ερώτηση: Μπορούν οι γείτονες της Γερμανίας να είναι βέβαιοι ότι η χώρα αυτή έχει φθάσει σε μια σταθερή δημοκρατική κοινωνία;
Μπελ: Στο σύνολό της η γερμανική δημοκρατία λειτουργεί εξίσου καλά όσο και όλες οι άλλες δημοκρατίες, αν όχι και καλύτερα. Υπάρχουν ωστόσο πολλά πράγματα που με στενοχωρούν. Ο Τύπος λόγου χάρη. Όχι ο εθνικός Τύπος, τον οποίο διαβάζουν οι ξένοι, αλλά οι εκατοντάδες τα τοπικά έντυπα, τα οποία απέχουν παρασάγγες από την εποχή μας. Τα έντυπα αυτά είναι πολύ πιο συντηρητικά παρ’ όσο ο ίδιος ο λαός. Και εξακολουθεί να υπάρχει το κατεστημένο της προνομιούχου μεγάλης βιομηχανίας, η οποία ασκεί επί της κοινωνίας τόση βία όση και η αναρχική ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ, για την οποία τόσος λόγος έγινε.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.1.1973, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ερώτηση: Τι σας ανησυχεί περισσότερο στη γερμανική κοινωνία;
Μπελ: Χωρίς αμφιβολία, αυτό το καταραμένο «λάιστουνγκσπριντσίπ», η αρχή της «επιτυχίας». Είναι κάτι δολοφονικό, σαφώς δολοφονικό, κάτι που οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Το βαρύτερο καθήκον για την απογύμνωση αυτής της αρχής πέφτει στους ώμους της τέχνης και της λογοτεχνίας. Μια κοινωνία που στηρίζεται μόνο στο κέρδος και στην επιτυχία είναι πέρα για πέρα απάνθρωπη.
Ερώτηση: Και ποια είναι η εναλλακτική λύση;
Μπελ: Είναι πολύ απλό. Να περιορίσουμε την παραγωγή, να εργαζόμαστε λιγότερο. Λειτουργούμε επί τη βάσει μιας τρελλής αντιλήψεως ως προς τις ανάγκες του ατόμου. Όσοι επιζήσαμε του 1945 ξέρουμε καλύτερα τα πράγματα. Έχουμε φθάσει σ’ έναν κάποιο μηδενισμό. Η πολυτέλεια είναι ένας κανόνας εντελώς σχετικός. Τι άλλο σημαίνει η συνεχής ανακάλυψη καινούργιων καταναλωτικών αγαθών παρεκτός ότι όλοι μας αναγκαζόμαστε να δουλεύουμε περισσότερο; Είναι δολοφονικό πράγμα, ακούστε με που σας λέω.
Ερώτηση: Γιατί η διαμαρτυρία δεν στάθηκε πιο αποτελεσματική;
Μπελ: Πρόκειται για αποτυχία των συγγραφέων μας. Ακόμη περισσότερο, πρόκειται για αποτυχία της Εκκλησίας. Βασικά το όλο πρόβλημα είναι θρησκευτικό, είναι ζήτημα κοσμοθεωρίας. Αλλά οι Εκκλησίες είναι πολύ στενά δεμένες με την ηθική της επιτυχίας και δεν μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτές να θέσουν υπό αμφισβήτηση αυτή την αντίληψη, ούτε και να μας θυμίσουν καν ότι ζούμε μόνο μία φορά και συνεπώς δεν έχει κανένα νόημα να «σκοτωνόμαστε» για τα υλικά πράγματα. Αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς; Οι Εκκλησίες στη Γερμανία είναι οι στυλοβάτες του συστήματος μέσω του εκκλησιαστικού φόρου.
Ερώτηση: Αυτή η αρχή της επιτυχίας λειτουργεί και στις τέχνες;
Μπελ: Όχι, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Δεν μπορείς να διατάξεις κάποιον να γράψει ένα μυθιστόρημα.
Ερώτηση: Ναι, αλλά τα βραβεία Νομπέλ δεν απονέμονται μήπως με βάση την επιτυχία;
Μπελ: Το βραβείο είχε μια ευρύτερη αναγνώριση των όσων τούτη τη στιγμή έχουν επιτευχθεί στη Γερμανία ύστερα από τον αφανισμό και την εξολόθρευσή της το 1945. Και υπ’ αυτή την έννοια τα όσα επετεύχθησαν είναι ασύλληπτα. Είναι παραπλανητικό το ότι αναφέρονται αδιάκοπα τα ονόματα μόνο δυο τριών Γερμανών συγγραφέων. Είμαστε όλοι μέρη ενός κινήματος. Ο Γκύντερ Άιχ, που πέθανε πρόσφατα, άσκησε τόση επίδραση όση τουλάχιστον ασκήσαμε ο Γκύντερ Γκρας ή εγώ. Η εξατομίκευση του επιτεύγματος και της φήμης είναι μια μόνιμη απάτη. Και η απονομή των βραβείων σε άτομα είναι σχεδόν πάντοτε άδικη. Ξέρετε όσο και εγώ ότι στην Αμερική θα μπορούσαν να βρεθούν πέντε έξη συγγραφείς άξιοι του βραβείου, και άλλοι τόσοι στη Λατινική Αμερική και πιθανώς άλλοι τόσοι στην Αφρική.
Ερώτηση: Σημαίνει άραγε αυτό ότι το βραβείο Νομπέλ έχει αξία συμβολική και μόνο;
Μπελ: Σταθείτε μια στιγμή. Οι σουηδικές κορώνες δεν έχουν συμβολική αξία. Πήρα το βραβείο και πρέπει να προσαρμοσθώ με την ιδέα ότι το πήρα. Δεν είμαι τόσο μετριόφρων. Ακόμη περισσότερο, είμαι ενήμερος των δυνατοτήτων που μου παρέχει το βραβείο για την επίτευξη πολιτικών σκοπών, όπως είναι η πίεση επί των κυβερνήσεων για την απελευθέρωση των συγγραφέων και των διανοουμένων που κρατούνται στις φυλακές. Θα έπρεπε να δώσουμε δημοσιότητα στο είδος της πνευματικής καταπιέσεως που ασκείται ακόμη και στις χώρες του ΝΑΤΟ. Όσο για τη Σοβιετική Ένωση, έχω από καιρό εγκαταλείψει την ιδέα να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι με σιωπηρό τρόπο. Η πρότασή μου ήταν να προσφέρει η χαλυβουργική βιομηχανία μας ένα δισεκατομμύριο μάρκα στους Σοβιετικούς για να απελευθερώσουν τους συγγραφείς τους. Αλλά τα πράγματα είναι απογοητευτικά, γίνεται κανείς κυνικός ή τουλάχιστον αρχίζει να αμφιβάλλει αν ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να γίνει καλύτερος.
Ερώτηση: Κάποιος δημοσιογράφος έγραψε ότι τα βραβεία Νομπέλ δίνονται όταν το δηλητήριο έχει εξαντληθεί και ο συγγραφέας δεν μπορεί πια να δημιουργήσει προβλήματα.
Μπελ: Δύσκολα θα μπορούσε να το πει κανείς για τον Σολζενίτσιν. Ή για τον Μπέκετ. Ο Μπέκετ γίνεται όλο και πιο οργισμένος κάθε μέρα. Κι εγώ το ίδιο άλλωστε. Είμαι οργισμένος και λυπημένος για τις εξελίξεις που σημειώνονται στη χώρα μου και στις άλλες χώρες, για το κίνητρο του κέρδους και για την εκμετάλλευση. Το πρόβλημά μου είναι η ηλικία. Είμαι 55 χρονών και από τα 15 μου δεν γνώρισα αυτό που λένε ανάπαυση. Μερικές φορές θα ήθελα να αφήσω τις πνευματικές μου ανησυχίες να κοιμηθούν.
*Άρθρο του «Βήματος» αφιερωμένο στον Χάινριχ Μπελ υπό τον τίτλο «Η επιδίωξη της επιτυχίας είναι καθαρή δολοφονία». Η συνέντευξη του Μπελ στο διακεκριμένο δημοσιογράφο Bruce Van Voorst (1932-2013) και στο περιοδικό Newsweek είχε αναδημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 1973.
Ο γερμανός λογοτέχνης Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll) γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1917 και απεβίωσε στις 16 Ιουλίου 1985.
Γόνος οικογένειας καθολικών με αστική καταγωγή, ο εκ Κολωνίας Μπελ ανατράφηκε μέσα σε ένα φιλελεύθερο περιβάλλον, απολύτως εχθρικό απέναντι στο ναζισμό.
Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να εργάζεται ως μαθητευόμενος σε βιβλιοπωλείο, ενώ το καλοκαίρι του 1939 ενεγράφη στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας για να σπουδάσει γερμανική και κλασική φιλολογία.
Η επακολουθήσασα έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον υποχρέωσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα του. Υπηρέτησε σε διάφορα μέτωπα, αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς και έχασε τα δάχτυλα των ποδιών του εξαιτίας κρυοπαγημάτων.
Το 1945 ο Μπελ επέστρεψε στην κατεστραμμένη Κολωνία και σύντομα καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους της Γερμανίας, ως ένας από τους πλέον οξυδερκείς ανατόμους της γερμανικής κοινωνίας των μεταπολεμικών χρόνων, που κουβαλούσε πάντα μαζί της το άγος της χιτλερικής εποχής.
Άνθρωπος της δράσης με σοσιαλδημοκρατικές και ειρηνιστικές αντιλήψεις, ο ουμανιστής και αντικομφορμιστής Μπελ υπήρξε πολέμιος τόσο του NATO όσο και του σοβιετικού καθεστώτος.
Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα με αντιφασιστικό και αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο, τα οποία μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ο Μπελ τιμήθηκε με το βραβείο Georg Büchner (την υψηλότερη διάκριση στη γερμανική λογοτεχνία) το 1967 και με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1972.
Στα πλέον γνωστά συγγραφικά έργα του συγκαταλέγονται τα εξής: «Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία», «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», «Το τρένο ήρθε στην ώρα του», «Το ψωμί των πρώτων χρόνων», «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι», «Απόψεις ενός κλόουν», «Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι», «Εσύ, Αδάμ, πού ήσουν;»
- Κρήτη: Eίχε προσπαθήσει και πατήσει με το αμάξι του και άλλα άτομα ο 33χρονος Γάλλος
- Κώστας Γεωργουσόπουλος: Μ’ οδηγό ένα γραφιά…
- Άρης: Ξανά ατομικό για Μορόν και Μάγιο, ανεβάζει στροφές ο Κουάισον
- Σκωτία: Φυλακίστηκε ο νεοναζί που διατηρούσε οπλοστάσιο και απειλούσε οργάνωση LGBTQ – «Θα πληρώσουν με αίμα»
- Ο Δήμος Πολυγύρου αποκτά το δικό του λογότυπο
- Δισεκατομμύρια δολάρια σε κρυπτονομίσματα κλάπηκαν από χάκερ το 2024