Σάμιουελ Μπέκετ: Μια σεβάσμια μορφή
Ένας άνθρωπος με εξαιρετικά καλούς τρόπους
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Στις 22 Δεκεμβρίου 1989 έφυγε από τη ζωή ο Σάμιουελ Μπέκετ, ένας πραγματικός διανοούμενος, ένας άνθρωπος των γραμμάτων, που εντρύφησε στην τέχνη, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία, προπάντων δε στη γλώσσα αυτήν καθαυτήν.
Πέραν τούτων, ο Μπέκετ υπήρξε αγωνιστής της Αντίστασης κατά των ναζί στη Γαλλία, αλλά και νομπελίστας από το 1969 (Νομπέλ Λογοτεχνίας).
Ο Σάμιουελ Μπέκετ (Samuel Beckett) είχε γεννηθεί στο Foxrock της Ιρλανδίας, κοντά στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου 1906. Σπούδασε γαλλική και ιταλική φιλολογία στο Trinity College του Δουβλίνου.
Το 1928 γνώρισε στο Παρίσι τον ιρλανδό λογοτέχνη Τζέιμς Τζόις, με τον οποίον έμελλε να αναπτύξει στενή φιλική σχέση, ενταχθείς μάλιστα στον κύκλο του.
Το 1937 ο Μπέκετ εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία, όπου και έζησε έως το τέλος της ζωής του (απεβίωσε στο Παρίσι).
Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, δοκίμιο, μυθιστόρημα, θέατρο. Τα έργα του Μπέκετ διακρίνονται για τη δύναμη και την εκφραστική ποιότητα, τον απόλυτο πεσιμισμό και την ιδιότυπη αίσθηση του τραγικού, τη θλίψη, τον καγχασμό και το φαρμακερό χιούμορ, πάνω απ’ όλα όμως για την πίστη στην ίδια τη γραφή, ως μοναδικό τρόπο να προσεγγίσουμε μέχρις ενός βαθμού το άφατο και το ανέκφραστο.
Ο Μπέκετ έγινε ευρύτερα γνωστός χάρη στο περίφημο θεατρικό έργο του «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1952), που προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση όταν ανέβηκε στη σκηνή.
Το έργο αυτό επέτρεψε να αναδειχθεί και η υπόλοιπη εξαιρετική θεατρική γραφή του Μπέκετ, γέννημα μιας χρονικής περιόδου σαράντα περίπου ετών, που επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την όλη θεατρική δημιουργία, το όλο θεατρικό γίγνεσθαι.
Ειδικότερα στη χώρα μας, η φήμη του Μπέκετ οφείλεται κατά κύριο λόγο στις υπέροχες παραστάσεις των θεατρικών έργων του από τον Κάρολο Κουν και τον Μίνωα Βολανάκη.
Στα σημαντικότερα συγγραφικά πονήματα του Μπέκετ συγκαταλέγεται η λεγόμενη «πρώτη τριλογία» («Μολόι», «Ο Μαλόν πεθαίνει» και «Ο ακατονόμαστος»), πεζογραφήματα που γράφτηκαν στην περίοδο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δημοσιεύτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Τα κείμενα της λεγόμενης «ύστερης ή τελευταίας τριλογίας» του Μπέκετ γράφτηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980: «Συντροφιά» (1980), «Άσχημα ιδωμένο, άσχημα ειπωμένο» (1981) και «Ολοταχώς προς το χειρότερο» (1983).
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 23 Μαΐου 1976 υπήρχε ένα άρθρο αφιερωμένο στον Σάμιουελ Μπέκετ. Επρόκειτο για αναδημοσίευση άρθρου του Observer, ενός ενδιαφέροντος κειμένου που είχε συντάξει ο διακεκριμένος βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Michael Davie (1924-2005) το Μάιο του 1976.
Ο Davie έγραφε για τον Μπέκετ τα εξής:
Κατά τύχη, πιστεύω, μπόρεσα, προ ημερών, να παρακολουθήσω τον Σάμιουελ Μπέκετ εν δράσει σε μια δοκιμή. Ακόμη και το να δει κανείς τον Μπέκετ είναι ασυνήθιστο όσο και το να δει μια αφρικανική αντιλόπη. Για τον δημοσιογράφο, το να του επιτραπεί να βρεθεί κοντά στον Μπέκετ φαίνεται σχεδόν αδιανόητο.
Για τα 70 χρόνια του συγγραφέα, που έχει τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ, το Ρόγιαλ Κωρτ Θήατερ εγκαινίασε σεζόν Μπέκετ, η οποία άρχισε με το γερμανικό ανέβασμα τού «Περιμένοντας τον Γκοντό» από τον ίδιο τον Μπέκετ, το οποίο μεταφέρθηκε εδώ από το Βερολίνο, και συνεχίζεται με το «Τέλος του παιχνιδιού» σε καινούργιο ανέβασμα. Επίσης, από τις 19 Μαΐου, θα παρουσιαστούν δυο καινούργια έργα του Μπέκετ. Το ένα από αυτά θα το σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Μπέκετ, σε μια από τις σπάνιες επισκέψεις του στην Αγγλία.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.5.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Μπέκετ δεν δίνει συνεντεύξεις. Παραμένει σιωπηλός για το «νόημα» του έργου του. Στους φίλους και στους συνεργάτες του καλλιεργεί ένα είδος προστατευτικού σεβασμού, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί ενστικτωδώς αποφεύγουν να τον κουτσομπολεύουν.
Ο Πάτρικ Μαγκή, ο Ιρλανδός ηθοποιός για τον οποίον ο Μπέκετ έγραψε την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ», μπορεί να πει κανείς ότι είναι φίλος του Μπέκετ και τον «ξέρει». Ένα από τα καινούργια έργα του Μπέκετ, το «Εκείνη τη φορά», γράφτηκε για τον Μαγκή, ο οποίος και θα το παίξει. Ο Μαγκή μού είπε: «Ο Μπέκετ έρχεται στο θέατρο, αλλά δεν ξέρω από πού έρχεται, και όταν φεύγει, δεν ξέρω πού πηγαίνει. Και το χειρότερο, δεν τολμάω να τον ρωτήσω».
Εννοεί, φαντάζομαι, ο Μαγκή ότι ο ίδιος και οι άλλοι αποφεύγουν να κάνουν απλές ερωτήσεις όπως «Πού μένεις;» γιατί, ξέροντας ότι ο Μπέκετ δυσκολεύεται να απαντήσει σε προσωπικές ερωτήσεις, θα κινδύνευαν, ρωτώντας τον, να δείξουν ότι δεν ξέρουν τρόπους. Και ο Μπέκετ έχει εξαιρετικά καλούς τρόπους.
Τα τελευταία χρόνια, ύστερα από δεκαετίες φτώχιας και αποτυχίας, το έργο του Μπέκετ προκάλεσε μεγάλον αριθμό από κριτικές μελέτες που κοντεύουν να καταποντίσουν το ίδιο το έργο. Αλλά κανένας ως τώρα δεν έχει εκδώσει βιογραφία. Ο Μπέκετ επιτρέπει να γίνεται γνωστό μόνο το απλούστερο περίγραμμα της ζωής του. Πέρα απ’ αυτό, φυλάει ζηλότυπα την ιδιωτική του ζωή.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.5.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όσο για το περίγραμμα, είναι το ακόλουθο:
Ο Μπέκετ προέρχεται από μικροαστική διαμαρτυρόμενη ιρλανδική οικογένεια. «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πέρασα ευτυχισμένα χρόνια, αν και δεν είχα σπουδαίο ταλέντο για την ευτυχία». Σπούδασε σύγχρονες γλώσσες στο Κολλέγιο της Αγίας Τριάδας, στο Δουβλίνο, και το 1928 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έγινε φιλολογικός βοηθός του Τζέημς Τζόυς (απεχθάνεται να τον χαρακτηρίζουν «γραμματέα» του Τζέημς Τζόυς).
Ύστερα από λίγα χρόνια, οικογενειακές δυσκολίες —ψυχολογικές και οικονομικές— τον ανάγκασαν να γυρίσει στην πατρίδα του, όπου δίδαξε γαλλικά στην Αγία Τριάδα. Πάντως, το μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου μισού αιώνα ο Μπέκετ το έζησε στο Παρίσι. Όπως και άλλοι μεγάλοι Ιρλανδοί συγγραφείς —ο Ο’Κέηζυ, ο Τζόυς, ο Σώου— έμεινε μακριά από την Ιρλανδία.
Στον πόλεμο, ο Μπέκετ πήρε μέρος στη γαλλική εθνική αντίσταση, και αργότερα παντρεύτηκε Γαλλίδα. Στο Παρίσι, όπου εξακολουθεί να ζει, ο Μπέκετ, όποτε δέχεται να δει κόσμο, σπάνια καλεί στο διαμέρισμά του, που βλέπει στις φυλακές Σαντέ. Συναντιέται στα καφέ ή σε κανένα ξενοδοχείο, ώστε να μπορεί να φεύγει όποτε τον βολεύει. Η γυναίκα του εμφανίζεται σπάνια όσο και ο ίδιος.
Στη δοκιμή που παρακολούθησα στο Ρόγιαλ Κωρτ, όταν ανέβηκε η αυλαία, στην αριστερή γωνιά της σκηνής καθόταν μια γκριζομάλλα γυναίκα, η ηθοποιός Ρόουζ Χιλ, και έλεγε μερικά λόγια του Μπέκετ: «Όχι, μητέρα, η κίνηση μόνη της δεν είναι αρκετή. Πρέπει ν’ ακούω τα πόδια όσο ασθενικά κι αν ακουμπάνε». Η Μπίλλυ Χουάιτλω, για την οποία έχει γραφτεί αυτό το έργο, που τιτλοφορείται «Πατήματα», καθόταν παραπέρα και άκουγε καπνίζοντας.
Ο Μπέκετ στεκόταν όρθιος κάτω από τη σκηνή, με το κεφάλι του ενάμισυ μέτρο μακριά από τη γυναίκα που μιλούσε. Ένιωθε κανείς την ένταση στην ατμόσφαιρα. Η Ρόουζ Χιλ είχε τα μάτια της προσηλωμένα στον Μπέκετ καθώς επαναλάβαινε τα λόγια της. Εκείνος είχε τα μάτια του προσηλωμένα στα δικά της. Είχε το κεφάλι του γερμένο στο ένα πλάι. Καθώς η ηθοποιός μιλούσε, ο Μπέκετ κουνούσε πάνω-κάτω το δεξί του χέρι μερικά εκατοστά, σαν να άκουγε ή διεύθυνε κάποιο μουσικό κομμάτι, με πολύ ανάλαφρες χειρονομίες. Μιλούσε με έντονα ιρλανδέζικη προφορά.
[…]
Στη συμπεριφορά του Μπέκετ και στα πάρε-δώσε του με τους άλλους δεν υπάρχουν ίχνη άγχους. Στα 70 του είναι λεπτός και ευσταλής, και τίποτε δεν δείχνει ότι είναι κακοδιάθετος. Φορούσε καλοραμμένο καφετί σακάκι και πουλόβερ με κλειστό γιακά στο χρώμα του μπισκότου. Ύστερα από την πρόβα, όταν φόρεσε τα σκούρα γυαλιά του και το σκούρο παλτό του και πήρε κάτω από τη μασχάλη του έναν μεγάλο χαρτοφύλακα που φαινόταν αδειανός, έμοιαζε κομψός, ακόμη και μοντέρνος. Παρατηρώντας τον κανείς να διασχίζει, ας πούμε, την Πλατεία Βαντόμ του Παρισιού, μπορεί να τον περάσει για τεχνικό διευθυντή της Ρενώ που πηγαίνει στη σύσκεψη του διοικητικού συμβουλίου.
Το αθλητικο παρουσιαστικό δεν είναι πλαστό. Κατά τον Μαγκή, στα νιάτα του ο Μπέκετ ήταν μποξέρ, και κατά την Χουάιτλω παίζει καλό γκολφ. Και γενικά υπάρχουν άφθονες αποδείξεις για το ενδιαφέρον του Μπέκετ για τα σπορ, καθώς και μαρτυρίες για το γεγονός ότι αφιερώνει πολύ περισσότερον χρόνο στις αθλητικές στήλες των εφημερίδων παρά στις λογοτεχνικές.
Οι άνθρωποι στο Ρόγιαλ Κωρτ δεν έκρυβαν την αφοσίωσή τους. Η Χουάιτλω λέει ότι μεταξύ των ηθοποιών υπάρχει ο μύθος ότι είναι ενοχλητικό να συνεργάζεται κανείς με τον Μπέκετ. «Αλλά εγώ λέω ότι στο μικρό του δαχτυλάκι ο Μπέκετ έχει περισσότερη συμπόνια και αγάπη απ’ όση έχουν οι άλλοι άνθρωποι σε όλο τους το σώμα».
Σαν σκηνοθέτης ο Μπέκετ ξέρει ακριβώς τι θέλει. Το κείμενο τού «Όχι εγώ» είναι διάσπαρτο με τελείες. Η Χουάιτλω λέει ότι κάποτε, σε μια πρόβα, ο Μπέκετ «μου είπε ότι σε ένα σημείο έκανα παύση για δυο τελείες, ενώ έπρεπε να κάνω για τρεις». […]
Προ ημερών ο Μπέκετ παρακολουθούσε τη δοκιμή στο «Τέλος του παιχνιδιού» και ο σκηνοθέτης Ντόναλντ Μακ Γουίννι τον ρώτησε τη γνώμη του. Ο Μπέκετ είπε ότι όταν ο Κλοβ ρωτάει τον Χαμ αν ματώθηκε, ο Χαμ έχει μεγάλη αιμορραγία — πρέπει να είναι πιο τρυφερός. Ο Μακ Γουίννι μού παράστησε πώς ο Μπέκετ έπαιξε τον Κλοβ: πλησίασε τον Χαμ με άκρα προσοχή, τον άγγιξε απαλά και είπε «Ματώθηκες;» σαν αυτή η ερώτηση να περιείχε όλον τον ανθρώπινο πόνο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις