Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ένας ηθοποιός ουσίας
Ο ξαφνικός θάνατός του μας έκανε φτωχότερους, αλλά θα μας συντροφεύει πάντα το παράδειγμα του αφοσιωμένου στην ποιότητα καλλιτέχνη, το χιούμορ του και η αυστηρή ματιά του πάνω στα έθιμα της θεατρικής αγοράς, της μόδας και της επιφανειακής καριέρας
Την περασμένη εβδομάδα έφυγε από τη ζωή, και την ελληνική θεατρική ζωή, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος (1938 -2023), μια μείζων προσωπικότητα της ελληνικής ηθοποιίας. Επιμένω στον όρο «ηθοποιία», διότι η γλώσσα μας έχει παγκοσμίως το προνόμιο, λόγω και της γενέθλιας καταγωγής του θεάτρου στην ιστορία της ανθρωπότητας, από την πρώτη στιγμή να ορίσει τα πνευματικά και ηθικά γνωρίσματα της υποκριτικής τέχνης.
Το ότι η λέξη «υποκριτική» πέρασε με άλλο νόημα στην ελληνική γλώσσα δείχνει και τη δυναμική της επιρροή στην ανθρώπινη κοινωνία. «Υποκρίνομαι» σημαίνει «μιλάω πίσω από μια προσωπίδα», άλλη έξοχη έννοια «υποδύομαι», «φοράω πάνω από τα οικεία ενδύματα άλλα, που χαρακτηρίζουν άλλη τάξη, άλλο γούστο, άλλη ηθική και άλλη, συχνά, ηλικία, συχνότατα και άλλο φύλο»!
Tολμώ να υποθέσω πως ο όρος «μίμησις» στην Τέχνη ξεκίνησε από το θέατρο, ως μίμησις πράξεως μεταφέρθηκε αναλογικά και στις άλλες τέχνες, γλυπτική, ζωγραφική, λογοτεχνία, μουσική κ.λπ. Η ελληνιική αρχαία υποκριτική έχει αφήσει ισχυρά ίχνη στη γλώσσα, ισχυρά έως τη σύγχρονη εποχή του έθνους μας.
Βέβαια και η ευρωπαϊκή λέξη «παίζω» για την υποκριτική, παράλληλα συνυπάρχει και αναδεικνύει το ήθος – παιχνίδι, του λειτουργήματος. Aυτές οι γενικές αναφορές για να εκτιμήσουμε την προσφορά ενός έξοχου συμπολίτη μας, μίμου πράξεως τελείας και σπουδαίας, για να θυμηθούμε και τον ορισμό του Αριστοτέλη.
Ο Μιχαλακόπουλος είναι καλλιτεχνικό τέκνο της μιας από τις δύο μείζονες σχολές παραγωγής ηθοποιών στη χώρα μας, του Ροντήρη και του Κουν. Σπεύδω εδώ να υπενθυμίσω, πράγμα που έχω καταθέσει συχνά, πως ο Κουν εκτιμούσε απόλυτα τον Ροντήρη και την τεχνική που συστηματοποίησε στην Ελλάδα και ο Ροντήρης κυριολεκτικά (υπήρξα μαθητής του και το καταθέτω) «ζήλευε». Η αφοσίωση των μαθητών του Κουν που μετέφεραν και στην άλλη «σχολή» τις βασικές ερμηνευτικές θέσεις της ηθοποιίας.
Εξάλλου ο Μιχαλακόπουλος δεν έκανε θητεία στο Θέατρο Τέχνης του Δασκάλου του. Σε εξομολογήσεις του στις συχνές συζητήσεις μας διατύπωνε την άποψη πως είχε δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις, κυρίως στους μαθητές του Κουν, διότι εξέφραζε την εκτίμησή του για τον τεχνικό εξοπλισμό που μετέφεραν στη σκηνή οι μαθητές του Ροντήρη.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ένας από τους πρώτους ρόλους που τον εκτόξευσαν στον ουρανό της ελληνικής υποκριτικής ήταν ο ρόλος του Σγαναρέλου στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου δίπλα στον εντελέστερο μαθητή του Ροντήρη, στον Δημήτρη Χορν. Ο Χορν σε εξομολογήσεις του διατύπωνε την άποψη πως επέλεγε να συνεργάζεται με μαθητές του Κουν για να τους «δανείζει» τεχνική και να τους κλέβει συναίσθημα και αυθορμητισμό. Μάλιστα έπαιξε και μαζί με την, επίσης μαθήτρια του Κουν, τη σπουδαία Νέλλη Αγγελίδου.
Ο Μιχαλακόπουλος ήταν από τους ελάχιστους μαθητές του Κουν που «δραπέτευσαν» νωρίς, χωρίς βέβαια να αποβάλουν από το υποκριτικό τους φορτίο τη συναισθηματική προίκα που ενυπάρχει σε όλο το θεατρικό δραματολόγιο, από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου ως τον «Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ. Ο Μπρεχτ ως γνωστόν εισηγήθηκε και εφάρμοσε έναν αντιαριστοτελικό κώδικα στην υποκριτική.
Ο δάσκαλός μου, και του Χορν, Δημήτρης Ροντήρης πίστευε πως ο ηθοποιός είναι ένα εργαλείο με την ουσιαστική έννοια της λέξης, όπως το βιολί, όπως το πιάνο, η άρπα, αλλά και το μικροσκόπιο για να αποδείξει τρόπους συμπεριφοράς και συναισθηματικές κλίμακες, πάντα με μουσικούς όρους. Τον θυμάμαι, διδάσκοντας, να ξεκινά από ένα μοιρολόι αρβανίτικο, να περνάει σε οργή καραγωγέα, διδάσκοντας έναν σαιξπηρικό μονόλογο από τον «Βασιλιά Ληρ» ή τον «Ριχάρδο Γ΄».
Ο Μιχαλακόπουλος, εκκινώντας από τη συναισθηματική προίκα της μεθόδου του Κουν, υιοθέτησε την τεχνική της γερμανικής υποκριτικής παράδοσης του Ροντήρη. Και μόνο αν αναφερθώ στα δύο έργα που μαθητής ακόμη του Κουν έπαιξε, δείχνει το φάσμα του δραματολογίου που υπηρέτησε: «Η άνοδος και η πτώση του Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ και «Ορνιθες» του Αριστοφάνη (η θρυλική παράσταση που ταξίδεψε με τεράστια επιτυχία και στο εξωτερικό). Φυσικά και δεν είχε την ευχέρεια να επιλέξει ως πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός το ρεπερτόριο.
Η τύχη, όμως, του προσέφερε κώδικες υποκριτικής ποικίλους και τους αφομοίωσε δημιουργικά, θα έλεγα μάλιστα πως τους πάντρεψε ιδιοφυώς, φορτίζοντας με ειλικρίνεια συναισθήματος την τεχνική (φωνή και κίνηση) και απλώνοντας το εύρος της τεχνικής σε έργα με διαφορετική μουσική και κυρίως ρυθμοποιία. Από τις πρώτες του επαγγελματικές εμφανίσεις, μετά την αποχώρησή του από το Θέατρο Τέχνης, ήταν στον θίασο του Κώστα Μουσούρη που διέβλεπε το ταλέντο και το μέλλον νέων ηθοποιών.
Ως μαθητής του Θεάτρου Τέχνης, ευτύχησε, εκτός από τις συναισθηματικές εκρήξεις του δασκάλου Κουν, να μαθητεύσει δίπλα στον μεγάλο Βασίλη Διαμαντόπουλο, ο οποίος τίμησε τον ταλαντούχο μαθητή με να τον καλέσει να συνεργατούν ισότιμα! Δημιούργησαν το περίφημο Θέατρο Σάτιρας γύρω στα 1973 και αναφέρω δύο ακραία, ως προς το ύφος, έργα της συνεργασίας του, τον «Συνεργό» του Ερντμαν, μια αξιοθαύμαστη σάτιρα της μεταπολεμικής Ευρώπης, με γερμανική ματιά, και το αξιοθαύμαστο κατόρθωμα του Κώστα Μουρσελά «Ω, τι κόσμος, μπαμπά!», μια ανατομία ανοιχτής καρδιάς της μεταπολεμικής Ελλάδας της ρεμούλας, της εξάρτησης, της μικροαπάτης, του πολιτικού ψεύδους και της ρητορικής μονολόγων στο ένδοξο παρελθόν και την ελληνική εκπαίδευση της ιστορικής φενάκης.
Ηταν τεράστια και πολιτικά επικίνδυνη η αναφορά και η κριτική σε αυτόν τον κόσμο των πατεράδων μας, φυσικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών. Το ένιωσα κι εγώ στο πετσί μου, όταν, διδάσκοντας το 1967 στη δημοτική, εκλήθην κατόπιν ενεργειών του Λυκειάρχη από τον Επιθεωρητή που μου επέβαλε στέρηση μισθού μισού μηνός, ρωτώντας με «Τι διδάσκω εγώ, κύριε, στις τάξεις μου; Διδάσκω «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα΄ναι»! Τι είχα διδάξει; Σολωμό στη δημοτική! Τον «Υμνο εις την ελευθερία» και τους στίχους «Αν μισιούνται ανάμεσά τους δεν τους πρέπει ελευθεριά»!». Σε αυτό το κοινό με απολυτήριο Γυμνασίου απευθύνθηκε ο Μουρσελάς και τόλμησε ο Μιχαλακόπουλος μόλις μισόν αιώνα πριν!
Τον Δεκέμβριο του 1970 ο Μιχαλακόπουλος στο Θέατρο Αλφα και στον θίασο Στέφανου Ληναίου – Ελλης Φωτίου έπαιξε στο αλήστου μνήμης έκτρωμα «Ο Οιδίποδας στην Αθήνα». Ηταν, νομίζω, η δεύτερη ή τρίτη κριτική μου στο «ΒΗΜΑ» και τιμούσα την προσφορά του Ληναίου και τον δυναμισμό του. Υπήρξαμε εξάλλου σχεδόν σύγχρονοι στη θεατρική αγορά.
Η παιδεία του Μιχαλακόπουλου τον καθοδήγησε στην ερμηνεία έργων του ευρέος φάσματος ποιοτικού δραματολογίου. Ηταν η εποχή που ο Κουν ανταγωνίστηκε σοφά την παράδοση του Εθνικού Θεάτρου, προσφεύγοντας στον Αριστοφάνη. Ο Μιχαλακόπουλος θριάμβευσε στις περισσότερες αριστοφανικές κωμωδίες, κυρίως στο Εθνικό Θέατρο, στους «Αχαρνής», στους «Ιππής», στις «Νεφέλες», στους «Βατράχους», στην «Ειρήνη» (στην έξοχη παράσταση του Αμφιθεάτρου και του Σπύρου Ευαγγελάτου το 1984, μια αξέχαστη εμπειρία), με συνεργάτη τον αξέχαστο Θύμιο Καρακατσάνη, διέπρεψε ως Ευριπίδης στις «Θεσμοφοριάζουσες», αλλά και ως Βλέπυρος στις «Εκκλησιάζουσες» δίπλα στη θαυμαστή υποκριτική ευφορία της Μίρκας Παπακωνσταντίνου. Του χρωστώ ευγνωμοσύνη, διότι σε αυτές τις δύο παραστάσεις, που σκηνοθέτησε κιόλας, πρόσθεσε το κύρος της παρουσίας του στις δικές μου μεταφράσεις.
Με την αξέχαστη και έξοχη Τζένη Καρέζη, στον θίασο Καρέζη – Καζάκου στο Θέατρο Αθήναιον, έπαιξε τον σύζυγο Τέσμαν στην «Εντα Γκάμπλερ» του Ιψεν το 1985, με σκηνοθέτη τον Μίνω Βολανάκη, ενώ πλάι στην Κατερίνα Μαραγκού στο Θέατρο Αλμα θριάμβευσε στον «Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν» του νορβηγού δραματουργού και στη «Φθινοπωρινή ιστορία» του Αρμπούζοφ, ένα σοβιετικό διαμάντι που διέσπασε τον κανόνα του σταλινισμού περί διδακτικού ρεπερτορίου.
Το Εθνικό Θέατρο τη δεκαετία του 1980 έσπασε τον θεσμό του μόνιμου σκηνοθέτη, τη κατά τα άλλα έξοχη παράδοση του Ροντήρη, του Μουζενίδη, του Σολομού και έδωσε την ευκαιρία στον Μιχαλακόπουλο να λαμπρύνει ένα δραματολόγιο που δύσκολα αντιμετωπίζει οικονομικά ένας ελεύθερος θίασος.
Ετσι το ελληνικό κοινό τον απόλαυσε, μεταξύ πολλών ερμηνειών του, ως έξοχο Μαλβόλιο στην «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ, με σκηνοθέτη τον Κώστα Μπάκα, σε μια ευφρόσυνη παράσταση, στον «Βασιλιά πεθαίνει» του Ιονέσκο, σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη, στον εξαιρετικό «Περιποιητή Φυτών» του Παύλου Μάτεσι, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, στον «Γλάρο» του Τσέχωφ στην παράσταση του Ζυλ Ντασσέν, στον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο, με σκηνοθέτη τον Γιάννη Ιορδανίδη, στον «Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ, με σκηνοθέτη τον Ανδρέα Βουτσινά, στον «Ανθρωπο για όλες τις δουλειές» του Ρόμπερτ Μπολ, από τις τελευταίες του εμφανίσεις στην Πρώτη Κρατική Σκηνή, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
Στο Θέατρο Μουσούρη σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στα διάσημα ιονεσκικά μονόπρακτα «Φαλακρή τραγουδίστρια», «Μάθημα», «Καρέκλες» (σε ενιαία παράσταση), αλλά και στη σπαρταριστή κωμωδία του Τσαρλς Ντάιερ «Κάτω από τη σκάλα», με συμπρωταγωνιστή τον υπέροχο Γιώργο Μοσχίδη και σκηνοθέτη τον Βολανάκη.
Σε ένα από τα πολύχρονα, μόνιμα θεατρικά του λημέρια, στο Θέατρο Βασιλάκου, του προσφέρθηκε η άνεση να παρουσιάσει τις καλλιτεχνικές του επιθυμίες. Εκεί πρωτογνώρισε στο ελληνικό κοινό το έργο του Τζεφ Μπάρον «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν», με συμπρωταγωνιστή τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση (ξανάπαιξε τον βασικό ρόλο χρόνια αργότερα στο Θέατρο Ανεσις, έχοντας δίπλα του τον ανερχόμενο Τάσο Ιορδανίδη), ενώ σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον «Θάνατο του εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ, στον «Επιστάτη» του Χάρολντ Πίντερ, στο «Ντα» του Χιου Λέοναρντ, αλλά και στο «Αταίριαστο ζευγάρι» του Νιλ Σάιμον, δίπλα στον αείμνητο ηθοποιό και φίλο Μίμη Χρυσομάλλη.
Τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο, και από τους σημαντικότερους ρόλους ζωής, στο «Τίμημα» του Αρθουρ Μίλερ στο Θέατρο Ιλίσια, που παίχθηκε θριαμβευτικά για δύο σεζόν, και σκηνοθέτησε η κόρη του Ιωάννα Μιχαλακοπούλου. Ενα έργο ιψενικής τεχνικής και κλασικών τη διαγραφή του ρόλων.
Είχα την ευτυχία συχνά να συνομιλώ με τον φίλο καρδιάς Γιώργο Μιχαλακόπουλο, κυρίως σε συναντήσεις μας στο Θεατρικό Μουσείο, όπου συμμετείχαμε για χρόνια στο προεδρείο του διοικητικού του συμβουλίου. Πάντα ανοιχτός σε συζητήσεις και για το παγκόσμιο θέατρο, αλλά κυρίως για την τέχνη της υποκριτικής που ευτυχώς του προσφέρθηκε να τη διδάξει σε δραματικές σχολές και γνωρίζω την ευγνωμοσύνη των σπουδαστών που τον απόλαυσαν, χωρίς παρωπίδες και υποκριτικούς δογματισμούς. Με συγκινούσε συχνά η αγάπη του για τους νέους ηθοποιούς και η έγνοιά του για μια θεατρική παιδεία ουσίας.
Ο ξαφνικός θάνατός του μας έκανε φτωχότερους, αλλά θα μας συντροφεύει πάντα το παράδειγμα του αφοσιωμένου στην ποιότητα καλλιτέχνη, το χιούμορ του και η αυστηρή ματιά του πάνω στα έθιμα της θεατρικής αγοράς, της μόδας και της επιφανειακής καριέρας.
- Αμαλιάδα: Μεθοδεύσεις και προσπάθειες επηρεασμού των ιατροδικαστών στο συγκλονιστικό θρίλερ
- Νέα Αριστερά για ναυάγιο με μετανάστες στη Ρόδο: Το δόγμα της αποτροπής και των push-backs δολοφονεί
- Πανσερραϊκός – Παναιτωλικός 0-0: Όλα μηδέν στις Σέρρες
- Παναθηναϊκός: Η 11άδα κόντρα στην Athens Kallithea (pic)
- Ορέσνικ εναντίον δυτικής άμυνας: Ποιος θα υπερισχύσει;
- Συρία: Συνεχίζει τις συναντήσεις ο αλ Τζουλάνι – Ραντεβού με αντιπροσωπεία των Δρούζων