Εργαζόμενοι μετανάστες: Η μεγαλύτερη πηγή πλούτου και ντροπής της ευρωπαϊκής αγροτοβιομηχανίας
Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο Παγκόσμιο Βορρά, οι μετανάστες αναλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των γεωργικών εργασιών.
Αν και τα προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία των μεταναστών διαφέρουν μεταξύ των χωρών, υπάρχουν ορισμένα καθολικά όπως οι μισθοί τους, οι οποίοι είναι χαμηλότεροι από τους υποσχόμενους και η υποτυπώδης, υπό συνθήκες συνωστισμού στέγαση χωρίς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής και βασικών υπηρεσιών (φωτογραφία, επάνω, από F Armstrong/Shutterstock).
Σε γενικές γραμμές, οι μετανάστες εργάζονται στην ύπαιθρο και κάνουν τις πιο δύσκολες, πιο επικίνδυνες ή χαμηλότερα αμειβόμενες εργασίες που ο τοπικός πληθυσμός αρνείται να εκτελέσει.
Στη γεωργία είναι κοινό το φαινόμενο της άτυπης εργασίας
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα τι τους ωθεί ν’ αποδεχτούν αυτές τις θέσεις εργασίας. Η κοινωνική έρευνα επί τόπου έχει αποκαλύψει διάφορα κίνητρα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι μισθοί που, αν και χαμηλοί, είναι συχνά υψηλότεροι από εκείνους στον τόπο καταγωγής ενός εργαζόμενου μετανάστη.
Στη γεωργία είναι επίσης κοινό το φαινόμενο της άτυπης εργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί συχνά τη μόνη διαθέσιμη πηγή απασχόλησης για μετανάστες χωρίς άδεια εργασίας.
Επιπλέον, ορισμένα διαρθρωτικά μειονεκτήματα δυσκολεύουν τους εργαζόμενους να διαμαρτυρηθούν και ν’ απαιτήσουν βελτιώσεις. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την απομόνωση ή άγνοια της τοπικής νομοθεσίας και των μορφών οργάνωσης, γράφουν σε ανάλυσή τους οι Juan Castillo Rojas-Marcos και Yoan Molinero Gerbeau.
Είναι επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, αποτέλεσμα του επισφαλούς μεταναστευτικού τους καθεστώτος, το οποίο περιορίζει τα ατομικά και πολιτικά τους δικαιώματα κάτι που σημαίνει ότι βρίσκονται πάντα υπό τον κίνδυνο της απέλασης.
Οι εταιρείες του κλάδου εκμεταλλεύονται αυτές τις μορφές αδυναμίας. Εστησαν ένα εξαιρετικά επικερδές οικονομικό μοντέλο σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά κράτη που το ανέχονται (αν δεν το ενθαρρύνουν) προκειμένου να τονώσουν τις επιχειρήσεις και να επιτύχουν επισιτιστική αυτάρκεια.
Ευρωπαϊκή επισιτιστική αυτάρκεια
Η γεωργία δεν είναι μόνο θεμελιώδης πυλώνας οποιασδήποτε οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας στο σύνολό της. Τρέφει τον πληθυσμό και, κυριολεκτικά, συντηρεί όλη την ανθρώπινη ζωή. Η σημασία της υπερβαίνει τον όγκο των επιχειρήσεων που αναπαράγει: είναι ο πρωτογενής τομέας από τον οποίο αναπτύσσεται οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα.
Μια παραγωγική γεωργική βιομηχανία δεν αποτελεί μόνο το κλειδί για την κοινωνική ευημερία, αλλά και απαραίτητη για τη διασφάλιση της επισιτιστικής σταθερότητας. Αυτή η αδήριτη προϋπόθεση εκφράστηκε συνοπτικά από τον Ολιβερ Ράιτ, πρώην επικεφαλής της Βρετανικής Ομοσπονδίας Τροφίμων και Ποτών, το 2017, μετά την ψηφοφορία για το Brexit.
Σύμφωνα με τα λόγια του, «Η τροφή βρίσκεται στο επίκεντρο της εθνικής ασφάλειας. Αν δεν μπορείς να ταΐσεις μια χώρα, δεν έχεις χώρα».
Η επισιτιστική ασφάλεια και η διασφάλιση της παραγωγής αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ενωση από την ίδρυσή της, και γι’ αυτόν τον σκοπό εφάρμοσε από το 1962 την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Αυτή η πολιτική έχει αποδείξει την αξία της σε όλη την ιστορία, μέχρι σήμερα, όταν, παρά την άνοδο του πληθωρισμού και λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η ΕΕ μπορεί ακόμα να ισχυριστεί ότι παραμένει αυτάρκης όσον αφορά στα τρόφιμα.
Πώς υποστηρίζεται η παραγωγή;
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 94,8 % των γεωργικών επιχειρήσεων στην ΕΕ είναι οικογενειακές, αλλά αυτές χρησιμοποιούν μόνο το 17,6 % της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης.
Το άλλο 82,4 % βρίσκεται στα χέρια πολύ μεγαλύτερων επιχειρήσεων, που διαθέτουν 20 ή περισσότερα εκτάρια γης. Μόνο μεταξύ 2005 και 2020, εξαφανίστηκαν 1,4 εκατομμύρια οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Η τάση είναι σαφής: το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγής βρίσκεται πλέον στα χέρια μεγάλων συνεταιρισμών και εταιρειών. Εντοπίζονται κυρίως στην Ισπανία και την Ιταλία, οι οποίες μαζί παράγουν το 45% των φρέσκων φρούτων και λαχανικών της ΕΕ.
Αυτή η συγκέντρωση, που αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας, κατέστη δυνατή με την εφαρμογή της βιομηχανικής γραμμής παραγωγής στη γεωργία.
Πώς γίνεται η δουλειά;
Η βιομηχανική γεωργία εξασφαλίζει, ουσιαστικά, τη μαζική παραγωγή τροφίμων. Η εργασία μετατοπίζεται από τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και μετατρέπεται σε έμμισθη. Οι χρόνοι παραγωγής μειώνονται στο ελάχιστο και υπολογίζονται με την παραμικρή λεπτομέρεια, ενώ η τεχνολογία και τα αγροχημικά χρησιμοποιούνται εκτενώς.
Επιπλέον, η πλειονότητα της παραγωγής ολοκληρώνεται στην ίδια γεωγραφική περιοχή, σχηματίζοντας θύλακες όπου συγκεντρώνεται όλη η διαδικασία – από τη φύτευση έως τη συσκευασία και την εξαγωγή του προϊόντος.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιομηχανοποιημένης γεωργίας αποτελεί η περιβόητη «θάλασσα από πλαστικό» στην Αλμερία της νοτιοανατολικής Ισπανίας, η οποία είναι ορατή ακόμη και από το διάστημα.
Η εμφάνιση αυτού του είδους παραγωγής, ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπη με την παγκόσμια τάση για ερήμωση της υπαίθρου. Και εγείρει το ερώτημα πώς θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένας τόσο δυναμικός τομέας σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από γήρανση και μείωση του πληθυσμού.
Παραβιάσεις δικαιωμάτων σ’ όλη την Ευρώπη
Η λύση δόθηκε με την εργασία των μεταναστών. Οι αγρότες σήμερα προέρχονται κυρίως από κοντινές, λιγότερο πλούσιες χώρες: Βορειοαφρικανοί, Ρουμάνοι και Αφρικανοί της υποσαχάριας Αφρικής στην Ιταλία, η ίδια ομάδα μαζί με Λατινοαμερικανούς στην Ισπανία, Αλβανοί και νότιο-Ασιάτες στην Ελλάδα, Ρουμάνοι και άλλοι Ανατολικοευρωπαίοι στη Γερμανία, Ουκρανοί στην Πολωνία και ούτω καθεξής.
Στην Ισπανία, ο αγροτικός θύλακας στη νοτιοδυτική επαρχία Ουέλβα έχει γίνει πρωτοσέλιδο μετά τις αναφορές του γερμανικού Τύπου για εργασιακή και σεξουαλική εκμετάλλευση μαροκινών εποχιακών εργαζομένων.
Εκτοτε, αυτό και άλλα προβλήματα στη γεωργική βιομηχανία της – όπως η παρουσία παραγκουπόλεων – έχουν τύχει μεγαλύτερης προσοχής από το κοινό.
Αν και αυτή η ευαισθητοποίηση των μέσων ενημέρωσης είναι θετική, το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μία περιοχή. Παραβιάσεις δικαιωμάτων έχουν καταγραφεί σ’ ολόκληρη την Ισπανία, από την Αλμερία έως τη Μούρθια, τη Βαλένθια και τη Λέιδα.
Παρόμοιες καταστάσεις συναντώνται σ’ όλη την Ευρώπη, από την εκμετάλλευση παράτυπων μεταναστών υπό την ηγεσία της Μαφίας στην Ιταλία (γνωστή ως caporalato) μέχρι τους Ταϊλανδούς που χρεώνονται για να βρουν δουλειά, μαζεύοντας φρούτα στη Σουηδία. Ανάλογες συνθήκες μπορούν επίσης να εντοπιστούν στην Ελλάδα, τη Γερμανία, την Πολωνία και την Ολλανδία.
Για τη διασφάλιση της οικονομίας
Ενδέχεται, ωστόσο, να γίνουν διστακτικά βήματα προς την αλλαγή. Η ελληνική κυβέρνηση μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ανακοίνωσε σχέδια για τη χορήγηση αδειών παραμονής σε 30.000 μετανάστες εργαζομένους σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού στη χώρα.
Αν και το μέτρο θα καταστήσει ορισμένους μετανάστες εργαζόμενους λιγότερο ευάλωτους, επικεντρώνεται κυρίως στη διασφάλιση της εθνικής οικονομίας της Ελλάδας, και όχι στη βελτίωση των δικαιωμάτων των μεταναστών: δεν θα κάνει τίποτα για ν’ αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα όπως η έλλειψη στέγης, ούτε θα βελτιώσει την κατάσταση άλλων μεταναστών εργαζομένων που συνεχίζουν να φθάνουν προκειμένου να εργαστούν στην ελληνική και ευρωπαϊκή γεωργία.
Οι χώρες της ΕΕ έχουν οικοδομήσει τις αγροδιατροφικές τους βιομηχανίες στη βάση της εκμετάλλευσης των μεταναστών. Αυτό το εργατικό δυναμικό λοιπόν είναι απολύτως απαραίτητο να συνεχίσει να λειτουργεί ως έχει.
Ηρθε η ώρα για εμάς ως κοινωνίες ν’ αναλάβουμε την ευθύνη για τις συνθήκες διαβίωσης αυτών των εργαζομένων, ν’ αποτρέψουμε τις καταχρήσεις και να διασφαλίσουμε ότι απολαμβάνουν τα ίδια βασικά ανθρώπινα δικαιώματα με κάθε άλλο εργαζόμενο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις