Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής: Ο πρώτος διηγηματογράφος της νεοελληνικής πεζογραφίας
Η πρώτη φάση της νεοελληνικής πεζογραφίας
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892) είναι, ιστορικά και χρονολογικά, ο πρώτος διηγηματογράφος της νεοελληνικής πεζογραφίας, ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με το λογοτεχνικό αυτό είδος κι έγραψε είκοσι ένα πρωτότυπα διηγήματα, κυρίως στα χρόνια ανάμεσα 1847 και 1853. Προηγήθηκαν βέβαια τα «Έρωτος αποτελέσματα» (1792), ωστόσο ανήκουν σε ολότελα διαφορετικό κλίμα και σε άλλη περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας· εξάλλου περιέχουν τρία μόνο διηγήματα.
Το πρώτο διήγημα του Ραγκαβή είναι το «Αι Φυλακαί ή η κεφαλική ποινή», και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1836 στο περιοδικό «Ηώς» των Ι. Ν. Λεβαδιέως και Εμ. Αντωνιάδου, όπως γράφει ο ίδιος, ή στα «Διάφορα ποιήματα» το 1837. Από τότε ως το Σεπτέμβριο του 1847, οπότε εκδίδεται το περιοδικό «Η Ευτέρπη», ο Ραγκαβής δεν ξαναδημοσιεύει διηγήματα. […]
Ο Ραγκαβής συνέχισε τη διηγηματογραφία στα χρόνια 1847-1853. Γιατί όμως ακριβώς τότε; Γιατί στα 1847 και στα 1850 άρχισαν να εκδίδωνται δυο σημαντικά δεκαπενθήμερα περιοδικά, «Η Ευτέρπη» και η «Πανδώρα», στην ίδρυση των οποίων ο Ραγκαβής έλαβε ενεργό μέρος. Υπάρχει πάντα, από τον 19ο αιώνα, κάποια σχέση και κάποια εξάρτηση του διηγήματος από τα λογοτεχνικά περιοδικά· όταν κυκλοφορούν λογοτεχνικά περιοδικά έχουμε αυξημένη ζήτηση διηγημάτων, και οι πεζογράφοι σπεύδουν να την ικανοποιήσουν. […] Αρχικά με την «Ευτέρπη» και αργότερα με την «Πανδώρα» διαμορφώνεται και στην Ελλάδα ένας νέος τύπος περιοδικού· σημειώνεται η στροφή από το «ωφέλιμο» στο «τερπνό», επιχειρείται, με τις διάφορες συνεργασίες, ο συνδυασμός τους, κι έτσι η ύλη των δύο αυτών περιοδικών γίνεται πιο λογοτεχνική: αρχίζει να μπαίνη στα περιεχόμενά τους, συστηματικά και σε πολλές σελίδες, η αφηγηματική πεζογραφία, το μεταφρασμένο διήγημα και μυθιστόρημα, αλλά και το πρωτότυπο. Ο Ραγκαβής ανταποκρίθηκε πρώτος σ’ αυτή τη ζήτηση και σ’ αυτή την ανάγκη, και με τη «Συνέντευξι της Δρέσδης», πρωτοδημοσιευμένη στο δεύτερο τεύχος της «Ευτέρπης», στις 15 Σεπτεμβρίου 1847, αρχίζει τη συνεχή δημοσίευση μιας μακριάς σειράς διηγημάτων, που τελειώνει τον Απρίλιο του 1853 στην «Πανδώρα» με τον «Καμινάπτη». […]
Είναι αλήθεια πως ο Ραγκαβής, ακολουθώντας την κρατούσα γνώμη της εποχής του στην Ελλάδα, δεν θεωρούσε το διήγημα και το μυθιστόρημα ως αξιόλογα λογοτεχνικά είδη· είναι ακόμα αλήθεια πως έγραψε τα διηγήματά του χωρίς αξιώσεις. […] Έχω την εντύπωση πως ο Ραγκαβής δεν επιχείρησε ποτέ να εξαπατήση τον αναγνώστη του στο θέμα της πατρότητας των αφηγηματικών του έργων: όταν επρόκειτο για μεταφράσεις ή για διασκευές, το σημείωνε πάντα ο ίδιος στο κείμενό του. […] Από την άλλη μεριά ο Ραγκαβής μάς έχει δείξει, στη «Συνέντευξι της Δρέσδης» και στον «Αυθέντη του Μωρέως», τη μυθοπλαστική του φαντασία, την ικανότητά του στην ελεύθερη απόδοση μιας σύλληψης που ξεκινά από πραγματικά ή ιστορικά περιστατικά· μας έχει φανερώσει ακόμα, στο «Συμβολαιογράφο», την ευχέρειά του στο διάλογο και την αφήγηση, τη δύναμή του στη ζωντανή διαγραφή των χαρακτήρων. Ώστε δεν μας είναι δύσκολο να πεισθούμε για την πρωτοτυπία και των υπόλοιπων διηγημάτων του, αφού δεν έχουμε καμιά ένδειξη ή μαρτυρία πως είναι διασκευές.
[…]
Ο Ραγκαβής ήταν πάντως από τους πρώτους οικοδόμους της αφηγηματικής πεζογραφίας στην Ελλάδα: έθεσε τις βάσεις του διηγήματος και του μυθιστορήματος και εξεπλήρωσε την πρωταρχική προϋπόθεση του είδους, που είναι η ευχάριστη αφήγηση μιας ιστορίας. Στην περιοχή της νεοελληνικής πεζογραφίας πριν από τον Ραγκαβή, κανείς δεν είχε την ικανότητα, όπως αυτός, να μας πη με άνεση μια ιστορία, να μας κινήση το ενδιαφέρον για το τι θα συμβή παρακάτω στις σελίδες του. Έτσι τα βασικά γνωρίσματά του ως πεζογράφου είναι η ευχέρεια στην αφήγηση και η ελεύθερη επινόηση στην πλοκή. Είναι αλήθεια πως συχνά η αφήγηση απλώνεται σε μάκρος αδικαιολόγητο κι επιμένει σε ασήμαντες και άσχετες με την κεντρική γραμμή του μύθου λεπτομέρειες, ωστόσο στα καλύτερα διηγήματά του υπάρχει πάντα κέφι, χιούμορ, ζωντάνια στο διάλογο, παρόλο που η γλώσσα τους, η καθαρεύουσα, αποτελεί εμπόδιο για τον σημερινό αναγνώστη. Ακόμα είναι αλήθεια πως στα διηγήματά του η πλοκή συχνά μπερδεύεται άσκοπα και αξεδιάλυτα, πως παίρνει απροσδόκητες τροπές και πως η αχαλίνωτη φαντασία του συγγραφέα παρασύρεται στην αφήγηση της περιπέτειας για την περιπέτεια· ωστόσο θα μπορούσε να παρατηρήση κανείς πως αυτή ήταν η πρόθεση του Ραγκαβή, αυτή ήταν η συμβολή του στην εξέλιξη του νεοελληνικού αφηγήματος, αυτός ήταν ο ρόλος τον οποίο προοριζόταν να παίξη ο συγγραφέας στη συγκεκριμένη εκείνη ιστορική στιγμή της αφηγηματικής πεζογραφίας μας, αυτή ήταν η πρώτη φάση από την οποία έπρεπε να περάσει η νεοελληνική πεζογραφία, προτού εξελιχθή και ωριμάση. Γιατί δεν θα ήταν εφικτό να έχουμε μια απότομη και αυτόματη ωρίμανση της αφηγηματικής πεζογραφίας στην Ελλάδα, πριν προηγηθούν ορισμένα μεταβατικά στάδια στην εξέλιξή της.
Τα περισσότερα διηγήματα του Ραγκαβή είναι ρομαντικά στη σύλληψη και την εκτέλεση, εξωτικά στην τοποθέτηση των μύθων, μελοδραματικά στην εξέλιξη και τη δράση, και απίθανα στη διάρθρωση της πλοκής. Όλα σχεδόν τα αφηγηματικά έργα του δεν έχουν καμιά σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, με την καθημερινή ζωή στην Ελλάδα των μέσων του 19ου αιώνα· μας φαίνονται σήμερα σαν έργα που θα μπορούσαν να είχαν γραφτή και από έναν ξένο συγγραφέα. Πραγματικά, εκτός από τον «Συμβολαιογράφο», την «Εκδρομή εις Πόρον» και το «Ο αδάμας», που είναι ωστόσο διασκευή, κανένα από τα υπόλοιπα διηγήματα δεν έχει υπόθεση ελληνική και σύγχρονη, κανένα δεν τοποθετείται στην εποχή όπου έζησε ο συγγραφέας· ακόμα και «Ο συμβολαιογράφος» διαδραματίζεται στα πρώτα χρόνια της επανάστασης του 21, στην Κεφαλληνία, και μας αφηγείται μια ρομαντική ιστορία, χωρίς όμως να επιμένη στη διαγραφή των ηθών ή των ιδιαιτέρων συνθηκών ζωής σ’ εκείνη τη χρονική περίοδο. Στα διηγήματα του Ραγκαβή υπάρχει ο έρωτας· ωστόσο ο έρωτας από κάποια απόσταση, ο ιδανικός, ο πλατωνικός, που πιο πολύ αφήνεται να εννοηθή πως υπάρχει, παρά που περιγράφεται άμεσα στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του, και που καταλήγει πάντοτε σε γάμο· έτσι, παρουσιάζεται ως πλαίσιο των διηγημάτων του.
[…]
Με την «Εκδρομή εις Πόρον», το τελευταίο διήγημα του Ραγκαβή, συμπληρώνεται η σταδιοδρομία ενός πεζογράφου ο οποίος, αν δεν έθεσε τις βάσεις μιας νεοελληνικής παράδοσης στο διήγημα, έδωσε ωστόσο άφθονα δείγματα της μυθοπλαστικής φαντασίας του και της αφηγηματικής του ικανότητας.
*Αποσπάσματα από κείμενο του κριτικού λογοτεχνίας, πανεπιστημιακού δασκάλου και ακαδημαϊκού Απόστολου Σαχίνη (1918-1997) για τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Έφερε τον τίτλο «Η αφηγηματική πεζογραφία του Α. Ρ. Ραγκαβή» και είχε δημοσιευτεί στα «Ελληνικά» (φιλολογικό, ιστορικό και λαογραφικό περιοδικό σύγγραμμα) της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (τόμος 22ος, τεύχος 2ο, 1969, σελ. 399-429).
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Φαναριώτης του 19ου αιώνα με ευρεία μόρφωση και γνώση ξένων γλωσσών, υπήρξε ένας ακάματος εργάτης του πνεύματος, ένας λόγιος με αδιάκοπη και πολυσχιδή δραστηριότητα.
Ο Αλέξανδρος, γιος του φαναριώτη λογίου Ιακώβου Ρίζου Ραγκαβή, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Δεκεμβρίου 1809.
Αφού πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ο Ραγκαβής σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου με υποτροφία του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’. Αποφοίτησε από την εν λόγω σχολή με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού και υπηρέτησε ως αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό.
Γρήγορα, όμως, υπέβαλε την παραίτησή του και στράφηκε στην πολιτική καταλαμβάνοντας διοικητικές θέσεις στα υπουργεία Παιδείας και Εσωτερικών.
Ο Ραγκαβής διετέλεσε επίσης πρώτος γενικός γραμματέας της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, από το 1837 (έτος ιδρύσεως της Εταιρείας) έως το 1851. Στο διάστημα αυτό ο Ραγκαβής διορίστηκε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1844).
Την περίοδο 1856-1859 ο Ραγκαβής διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Δημητρίου Βούλγαρη και Αθανασίου Μιαούλη.
Το 1866 αναγορεύτηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ στα κατοπινά χρόνια διορίστηκε πρεσβευτής της Ελλάδας στις ΗΠΑ, την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και το Βερολίνο.
Το 1887 ο Ραγκαβής αποσύρθηκε από την πολιτική.
Όσον αφορά τη συγγραφική δραστηριότητά του, ο πολυγραφότατος Ραγκαβής κάλυψε σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των ειδών του γραπτού λόγου: ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα (Ο συμβολαιογράφος κ.ά.), μυθιστορήματα (Ο Αυθέντης του Μωρέως, το 1850, υπήρξε το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα), απομνημονεύματα, γραμματολογικά και κριτικά έργα, μεταφράσεις κ.ά.
Υπήρξε συνεργάτης στην έκδοση περιοδικών («Η Ευτέρπη», «Πανδώρα»), καθώς και μέλος κριτικής επιτροπής ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η ποίηση του Ραγκαβή παρουσίαζε αρχικά έντονα ρομαντικά στοιχεία (ο ίδιος υπήρξε κύριος εκπρόσωπος της Α’ Αθηναϊκής Σχολής), αλλά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ακολουθώντας την τάση της εποχής, εγκατέλειψε το ρομαντισμό, υιοθέτησε μια γλώσσα αρχαΐζουσα και έφθασε τελικά στο νεοκλασικισμό, που τον διακρίνει μια εξαιρετική επιτήδευση και κομψότητα στη γλώσσα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτενής ποιητική σύνθεση Διονύσου πλους, του 1864).
Στο έργο του Περίληψις ιστορίας της νεοελληνικής φιλολογίας ο Ραγκαβής υπερασπίστηκε τη λόγια γλώσσα (καθαρεύουσα) και τη φαναριώτικη ποίηση, απορρίπτοντας παράλληλα τη δημοτική γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι, καθώς και την κρητική λογοτεχνία και εν μέρει την επτανησιακή ποίηση.
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής απεβίωσε στην Αθήνα το 1892.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη
- Ο Δημήτρης Τζιόβας αναλύει τη σχέση ιστορίας και μυθιστοριογραφίας
- Τα ζώδια σήμερα: Τι ωραία, τι καλά