«Γελούσαμε, πίναμε και καπνίζαμε»: H ημέρα που η νεαρή Κέιτ Μος κατέκτησε τη μόδα
Tο μοντέλο είχε μεγάλη επιτυχία στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1990. Αλλά οι ανέμελες εικόνες, οι οποίες παρουσιάζονται σε ένα νέο βιβλίο, έφεραν την απόλυση του φωτογράφου.
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Tη Georgia O’ Keeffe δεν την ένοιαζε που είχε 58 χρόνια διαφορά με τον Juan Hamilton
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Μια ζεστή μέρα του Ιουνίου, το 1994, η Κέιτ Μος, τότε μόλις 20 ετών, και ο Βρετανός φωτογράφος Γκλεν Λούτσφορντ ξεκίνησαν από τη Νέα Υόρκη για μια φωτογράφιση – ρεπορτάζ μόδας – που κατέγραψε όπως ποτέ άλλοτε την ενέργεια και την ομορφιά του νεαρού μοντέλου, ερωτευμένου τότε με τον Τζόνι Ντεπ καθώς και την ένταση και το φως μιας πόλης που ήταν έτοιμη να μεταμορφωθεί.
«Θεέ μου, έχει λερωμένα μαλλιά, δεν δείχνει καθαρή και οι φωτογραφίες είναι ασπρόμαυρες»
Οι δεκάδες εικόνες από εκείνη τη φωτογράφιση, η οποία διήρκεσε μία ημέρα και για την οποία χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 200 φιλμ, έχουν τώρα δημοσιευτεί στο Roseland, το οποίο κυκλοφορεί από την Idea Books και πήρε το όνομα του από μια αίθουσα για χορό στο κέντρο της πόλης που φιλοξένησε τις ορχήστρες των σπουδαίων τζαζ δημιουργών Λούις Άρμστρονγκ και Κάουντ Μπέισι.
«Επέστρεψε στο σπίτι της με Concorde»
Όπως εκείνη η μουσική, έτσι και οι εικόνες αιχμαλωτίζουν την αγνότητα μιας άλλης εποχής – μια μέρα στη Νέα Υόρκη, την αγριάδα και την ομορφιά, το σέξι και το σεξ. Και σηματοδοτούν την ξεχωριστή στιγμή που η Μος, η οποία κλείνει τα 50 τον επόμενο μήνα, εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα της μόδας ως το πιο επιδραστικό σούπερ μόντελ της γενιάς της.
«Είναι ένα βιβλίο τόσο για τη Νέα Υόρκη όσο και για την Κέιτ», λέει ο Λούτσφορντ στο Observer. «Είχα δει τον «Ταξιτζή» και ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένος που η πόλη εξακολουθούσε να μοιάζει έτσι. Κατάλαβα όμως ότι η Νέα Υόρκη άλλαζε και ήθελα να το αποτυπώσω. Έτσι βγήκαμε στους δρόμους, τρελαθήκαμε και αυτό είναι που προέκυψε».
«Πήγα στην Times Square για να δω το RoboCop. Μια σεξεργάτρια καθόταν πίσω μου και έκανε «στοματικό», ένας τύπος στα δεξιά μου κάπνιζε κρακ. Νομίζω ότι το πιο σοκαριστικό ήταν ότι κάθε φορά που ο RoboCop πυροβολούσε κάποιον, όλοι στην αίθουσα άρχιζαν να ζητωκραυγάζουν, να συντονίζονται με την ταινία, κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ στην Αγγλία»
Μήνες νωρίτερα, ο Λούτσφορντ είχε δανείσει στην Μος χρήματα για ταξί ώστε να επιστρέψει στο σπίτι της στο Croydon.
«Η Νέα Υόρκη μπορεί εξαιρετικά γρήγορα να δώσει ώθηση στην καριέρα κάποιου. Την είχαν στείλει να δει τον Steven Meisel και τον Calvin και επέστρεψε στο σπίτι της με Concorde. Τα είχε καταφέρει [σε] μόλις σε μια βδομάδα. Ήταν μια αρκετά εντυπωσιακή, διασκεδαστική στιγμή στην οποία συμμετείχαμε όλοι».
Ένα καουμπόικο καπέλο από το Ντάλας
Αλλά η φωτογράφηση δεν ήταν επιτυχής εκείνη την εποχή. Το Harper’s Bazaar, τότε υπό την αρχισυνταξία της Liz Tilberis, είχε ζητήσει έγχρωμες φωτογραφίες – οι ασπρόμαυρες, μαζί με οποιαδήποτε υποψία εσωρούχων ή θηλών, ήταν μη δημοσιεύσιμες- .
Ο Λούτσφορντ, λέει η στυλίστρια Sciascia Gambaccini, επέμεινε στα όπλα του. «Του είπα ότι πρέπει να τραβήξουμε έγχρωμες φωτογραφίες, αλλιώς θα μας σκοτώσουν. Αλλά εκείνος είπε ότι δεν είχε φωτογραφίσει ποτέ στη ζωή του με χρώμα».
Η ομάδα, μεταξύ των οποίων και η makeup artist Kay Montana, ξεκίνησε με ένα τροχόσπιτο γύρω από τη Νέα Υόρκη παρέα με έναν φίλο του φωτογράφου Mario Sorrenti, ο οποίος έδωσε στη Μος αυτοσχέδια μαθήματα πυγμαχίας. Το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο επισκέφθηκε την Times Square και το ξενοδοχείο Chelsea, καθώς και γειτονικά sex shops σε κοντινούς δρόμους.
«Ήταν η βρώμικη Νέα Υόρκη, το είδος της πόλης που ο Γκλεν ήθελε να ανακαλύψει και να τον εξιτάρει», θυμάται η Gambaccini. «Και για την Κέιτ ήταν ακριβώς η στιγμή που έκανε έκρηξη στις ΗΠΑ.
Είχε μόλις αρχίσει να βγαίνει με τον Τζόνι Ντεπ και έβλεπε αστεράκια». Η Gambaccini και η Μος είχαν πάει στο Μεξικό και η Μος επέμενε να σταματήσουν στο Ντάλας καθώς επέστρεφαν για να αγοράσουν ένα καπέλο Stetson.
«Είπα ΟΚ. Σταματήσαμε και πήραμε ένα καπέλο. Είχα μια τσάντα με ρούχα, ρούχα με πούλιες, όλα άσχετα μεταξύ τους. Έτσι είπα: «Κράτα το καπέλο και θα σε φωτογραφίσουμε με αυτό – θα είσαι με καουμπόικο καπέλο στη Νέα Υόρκη».
«Εξευγενισμός» ή καταστροφή;
Όμως, οι εικόνες κρύβουν κάτι ακόμα – τα πρόσωπα, τα αξιοθέατα και τη νοοτροπία μιας Νέας Υόρκης που δεν υπάρχει πια.
Στο βιβλίο του Times Square Red, ο κριτικός λογοτεχνίας Samuel R Delany περιέγραψε τις αλλαγές και τη σταδιακή κοινωνική απομάκρυνση που συντελούνταν στην κοινότητα γύρω από την Times Square, η οποία τότε ετοιμαζόταν να «εξευγενιστεί» από τον δήμαρχο Rudy Giuliani με τη βοήθεια της Disney και άλλων γιγάντων της ψυχαγωγίας.
«Ήμασταν φίλοι, γελούσαμε υπερβολικά, πίναμε και καπνίζαμε τσιγάρα. Ήταν όλα πολύ αντιεπαγγελματικά, εντελώς ερασιτεχνικά και μάλλον γι’ αυτό είναι υπέροχες φωτογραφίες. Κανείς δεν το έπαιρνε στα σοβαρά»
«Στη βιασύνη να στεγάσει το καινούργιο, πολλά που ήταν υπέροχα μαζί με πολλά που ήταν ευτελή, πολλά που ήταν ρημαγμένα μαζί με πολλά που ήταν απολαυστικά, πολλά που ήταν ανεπαρκή μαζί με πολλά που ήταν λειτουργικά, χάθηκαν», έγραψε ο Delany.
Ο Λούτσφορντ ανακαλεί στην μνήμη του την πρώτη του απόπειρα να εισχωρήσει σε αυτό το πεδίο, το οποίο ο Delany περιέγραψε ως «ένα σύμπλεγμα αλληλένδετων συστημάτων και υποσυστημάτων».
«Μου κίνησε τη περιέργεια», λέει. «Πήγα στην Times Square για να δω το RoboCop. Μια σεξεργάτρια καθόταν πίσω μου και έκανε «στοματικό», ένας τύπος στα δεξιά μου κάπνιζε κρακ. Νομίζω ότι το πιο σοκαριστικό ήταν ότι κάθε φορά που ο RoboCop πυροβολούσε κάποιον, όλοι στην αίθουσα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν, να συντονίζονται με την ταινία, κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ στην Αγγλία».
Τέλος ο χαβαλές
Οι φωτογραφίες που έδωσαν οι Λούτσφορντ και Gambaccini δεν είχαν «συντακτική» απήχηση. «Ήμουν ενθουσιασμένος, αλλά απολύθηκα αμέσως από το περιοδικό και δεν με ξανακλείσανε», θυμάται ο Λούτσφορντ.
«Ήμουν λίγο πληγωμένος, αλλά τώρα καταλαβαίνω κάπως … Απλώς έβγαζα φωτογραφίες και δεν έδινα καθόλου σημασία στη μόδα».
«Οι αρχισυντάκτες είπαν: «Θεέ μου, έχει λερωμένα μαλλιά, δεν δείχνει καθαρή και οι φωτογραφίες είναι ασπρόμαυρες», θυμάται η Gambaccini. «Εγώ πήγαινα στο νοσοκομείο. Οπότε είπα, «Δεν ξέρω. Αυτές είναι οι φωτογραφίες, βρείτε το εσείς».
Οι εικόνες κυκλοφόρησαν, αλλά με μια έγχρωμη πινελιά από πάνω τους. «Στη συνέχεια έγιναν το παράδειγμα της cool μόδας της δεκαετίας του ’90… και ξέσπασε η κόλαση γιατί οι συντάκτες δεν ήξεραν αν έπρεπε να το μισήσουν ή να το αγαπήσουν».
Για την Μος, επίσης, οι εικόνες αντιπροσωπεύουν ένα κομβικό σημείο για τη ζωή της. Μετά από εκείνη την φωτογράφιση, δεν θα ήταν ποτέ ξανά απλώς η Κέιτ, αλλά η Κέιτ το σούπερ μόντελ, και η μόδα εισήλθε σε αυτό που ο Λούτσφορντ αποκαλεί βιομηχανική περίοδο των εταιρικών εμπορικών σημάτων. Οι φίλοι έπρεπε να γίνουν πιο σοβαροί. «Ήταν η τελευταία περίοδος του χαβαλέ», λέει.
«Ήμασταν φίλοι, γελούσαμε υπερβολικά, πίναμε και καπνίζαμε τσιγάρα. Ήταν όλα πολύ αντιεπαγγελματικά, εντελώς ερασιτεχνικά και μάλλον γι’ αυτό είναι υπέροχες φωτογραφίες. Κανείς δεν το έπαιρνε στα σοβαρά».
*Με πληροφορίες από Guardian | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Glen Luchford/Idea
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις