Θεόφραστος Σακελλαρίδης: Το «έντεχνο – λαϊκό» τραγούδι μισόν αιώνα πριν από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη
Όπως σημείωσε ο Σακελλαρίδης, η ελληνική οπερέτα έδωσε στο λαό το τραγούδι του, στο σαλόνι το ταγκό του και στο στρατιώτη το πολεμικό του εμβατήριο
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
[…] Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ένας από τους πλέον δημοφιλείς συνθέτες της ελληνικής —ή αθηναϊκής— οπερέτας και της επιθεώρησης, γεννήθηκε το 1883 και πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1950, οπότε η δημιουργική του περίοδος συμπίπτει ακριβώς με το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Θεωρώ ότι η όλη πορεία του προσφέρει μια προνομιακή θεώρηση των μουσικών πραγμάτων της εποχής, σε άμεση σχέση με τις ιστορικές και κοινωνικές παραμέτρους, τα αισθητικά και ιδεολογικά ρεύματα και τα υπόλοιπα μουσικά είδη: το μελόδραμα, το κωμειδύλλιο και το δραματικό ειδύλλιο, το αθηναϊκό τραγούδι, το μουσικό θέατρο, τη μουσική για τον κινηματογράφο, καθώς και τα διάφορα είδη τραγουδιού: ελαφρό, δημοτικοφανές, ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι.
[…]
Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης έκανε τα πρώτα του βήματα ως συνθέτης κυριολεκτικά (αντι)γράφοντας μουσικές και τραγούδια για την πιο δημοφιλή και μακροβιότερη σειρά επιθεωρήσεων, τα Παναθήναια των Μπάμπη Άννινου και Γεώργιου Τσοκόπουλου. Ο ίδιος ο Σακελλαρίδης έλεγε χαρακτηριστικά:
Πηγαίνω μαζί με τους συγγραφείς της επιθεώρησης εις το καφέ-σαντάν και κρατώ εις το μουσικόν μου τετράδιον εστενογραφημένα μουσικά πρακτικά. […] Συνήθως είναι ναπολιτάνικα τραγούδια, διότι το αυτί των Ναπολιτάνων είναι εις την αυτήν μοίραν με το αυτί των Αθηναίων. Εφέτος όμως, επειδή η ναπολιτάνικη μουσική ήτο πολύ φτωχική και επειδή είναι της μόδας η των βιεννέζικων οπερετών, επροτιμήσαμεν την δευτέραν διά τα «Παναθήναια». […] Παίρνω δεξιά-αριστερά από οπερέτες. Την «Πριγκίπισσα των Δολλαρίων» την ετρύγησα εφέτος. Άλλα σβήνω, άλλα αφήνω. Από 2-3 τραγούδια παίρνω μερικές πατούτες, εις αυτά κολλώ ξένην εισαγωγή και κάνω νέο τραγούδι. Άλλα συμπληρώνω με δικά μου ρεφραίν.
Ομολογουμένως σοκάρει αυτή η ομολογία, από έναν συνθέτη ο οποίος, όπως επιβεβαιώθηκε στα μελοδράματα και στις οπερέτες του, διέθετε πρωτογενές ταλέντο, φαντασία και τόλμη. Το είχε αποδείξει μάλιστα, λίγα χρόνια πριν, το 1904, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει έναν αμανέ κι ένα ζεϊμπέκικο στη μουσική που έγραψε για τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη στην παράσταση της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. […]
Οι πρώτοι έλληνες συνθέτες που έγραψαν οπερέτα ήταν οι επτανήσιοι Διονύσιος Λαυράγκας (1864-1941) και Σπύρος Σαμάρας (1861-1917). […]
Όμως, ως οι κορυφαίοι συνθέτες της ελληνικής οπερέτας αναγνωρίζονται ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης και ο Νίκος Χατζηαποστόλου. Με τα έργα τους το μουσικοθεατρικό αυτό είδος αναδείχτηκε σ’ ένα από τα δημοφιλέστερα θεάματα, δημιουργώντας μια παράδοση που επηρέασε τα μουσικά και θεατρικά πράγματα στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Κατόρθωσαν να προσδώσουν στην οπερέτα μιαν ιδιαίτερη ελληνική προσωπικότητα, πέρα από τη βιεννέζικη και παριζιάνικη σχολή, οι οποίες κυριαρχούσαν στον ευρωπαϊκό χώρο. Ενσωμάτωσαν επιρροές από το κωμειδύλλιο και τη μουσική ηθογραφία, ρυθμούς και μελωδικά σχήματα από το δημοτικό τραγούδι, στοιχεία από την επτανησιακή και την αθηναϊκή καντάδα. […]
Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης είχε μια πολύπλευρη μουσική παιδεία, καθώς ήταν γιος του καθηγητή βυζαντινής μουσικής Ιωάννη Σακελλαρίδη, ενός από τους πρωτεργάτες στην προσπάθεια για εναρμόνιση του βυζαντινού μέλους και συνθέτη μουσικής για παραστάσεις αρχαίου δράματος. Με μουσικές σπουδές στη Γερμανία και την Ιταλία, αν και γόνος συντηρητικού μιστριωτικού ιεροψάλτη, ο νεαρός Θεόφραστος ήταν υποστηρικτής της δημοτικής, και να υπενθυμίσουμε ότι το 1904 —σε ηλικία μόλις 20 ετών— είχε την τόλμη να χρησιμοποιήσει έναν αμανέ κι ένα ζεϊμπέκικο στη μουσική για τις Εκκλησιάζουσες στη Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου. […]
Όπως επίσης είδαμε, ήταν ο μαέστρος στην πρώτη ιστορική παρουσίαση της Μαμζέλ Νιτούς από ελληνικό θίασο, τις ίδιες χρονιές συνεργαζόταν στις επιθεωρήσεις των Παναθηναίων, ενώ παράλληλα δοκιμάστηκε με επιτυχία και στο χώρο του μελοδράματος, με τις όπερες Πειρατής (1907), Περουζέ και Στοιχειωμένο γεφύρι (1912).
Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη οπερέτας έγινε το 1914 με τα Παραπήγματα, ενώ ακολούθησαν το 1915 το Πικ-νικ και η Πρόθυμη χήρα. Το 1918 παρουσίασε στο θέατρο Παπαϊωάννου το πιο γνωστό και κοσμαγάπητο έργο του, τον Βαφτιστικό, που γράφτηκε μέσα σε 40 ημέρες. Άλλες του οπερέτες είναι οι: Δαιμονισμένη (1919), Γλυκειά Νανά (1921), Κόρη της καταιγίδος (1923), Δις Σορολόπ (1924), Ροζίτα (1925), Χαλιμά (1926), Χριστίνα (1928), Τσιγγάνικο αίμα (1936).
Υπολογίζεται ότι συνέθεσε πάνω από 80 οπερέτες, καθώς επίσης και πολλά τραγούδια και μουσική για τον κινηματογράφο. Η υπόθεση των έργων, αν και συχνά αποτελεί βιαστική προσαρμογή από γαλλικά μπουλβάρ (που έκανε ο ίδιος ο συνθέτης), σε πολλές περιπτώσεις διακρίνεται για την κριτική της τόλμη απέναντι στα νέα ήθη και την κοινωνική υποκρισία των νεόκοπων, νεόπλουτων αστών της εποχής. Όπως σημείωσε ο Σακελλαρίδης, η ελληνική οπερέτα έδωσε στο λαό το τραγούδι του, στο σαλόνι το ταγκό του και στο στρατιώτη το πολεμικό του εμβατήριο.
[…]
Τώρα, όσον αφορά στη σύγκριση ανάμεσα στους δύο κορυφαίους συνθέτες της οπερέτας, ο Χατζηαποστόλου διακρίνεται από τον Σακελλαρίδη λόγω του περισσότερο συγκινησιακά φορτισμένου και δραματικού χαρακτήρα των έργων του, μέσα από μελωδίες που διακρίνονται για τον πηγαίο λυρισμό και την αβίαστη ροή τους. Παράλληλα, οι φάρσες και η σάτιρα, που επικεντρώνονται στις κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στους αντιπροσωπευτικούς λαϊκούς τύπους και στους ανερχόμενους αστούς, δίνουν τον τόνο της διασκέδασης και της ευθυμίας, προαγγέλλοντας ήδη τις μεταπολεμικές κινηματογραφικές ταινίες, με τη σοφή ανάμιξη του μελό με την κωμωδία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τόσο οι Απάχηδες των Αθηνών (σ.σ. διάσημη οπερέτα του Χατζηαποστόλου) όσο και ο Βαφτιστικός γυρίστηκαν σε ταινίες ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τα δύο αυτά έργα αποτελούν τα δύο κορυφαία δείγματα της ελληνικής οπερέτας κι αντιπροσωπεύουν μια από τις πλέον παραγωγικές περιόδους στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, όπου το «έντεχνο», το «ελαφρό» και το «λαϊκό» οδηγήθηκαν σε μιαν αβίαστη σύγκλιση, πέρα από ετικέτες και εισαγωγικά. Από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής έχουν ενταχθεί σταθερά στο ρεπερτόριό της κι επανέρχονται τακτικά με αμείωτη επιτυχία. Έτσι και οι νεότερες γενιές έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν αυτούς τους δύο σπουδαίους μουσικούς, που με στέρεη μουσική κατάρτιση αναβαπτίστηκαν χωρίς συμπλέγματα στο λαϊκό αισθητήριο, ανακαλύπτοντας το «έντεχνο – λαϊκό» τραγούδι σχεδόν μισόν αιώνα πριν από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.
Μετά τον θάνατο του Γιάννη Παπαϊωάννου (το 1931) και τη σταδιακή παρακμή της οπερέτας, ο Σακελλαρίδης συνέχισε να γράφει μουσική κυρίως για επιθεωρήσεις και τον κινηματογράφο, καθώς και δημοτικοφανή τραγούδια (το πιο δημοφιλές είναι το «Μάρω-Μάρω, μια φορά είν’ τα νιάτα» σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου, το 1939). […]
Το 1940 πάνω στο τραγούδι του Σακελλαρίδη «Πλέκει η Βάσω το προικιό της», που ήταν μεγάλη επιτυχία της εποχής, ο Γιώργος Θίσβιος προσάρμοσε τους επίκαιρους στίχους «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», δημιουργώντας το πιο κοσμαγάπητο από τα τραγούδια του έπους του ’40. Το τραγούδησε η Σοφία Βέμπο στην πολεμική επιθεώρηση Μπράβο Κολονέλο.
Το τελευταίο τραγούδι του ήταν το «Τραγούδι του Μοριά», που είπε και πάλι η Βέμπο σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου. Το συνέθεσε την πιο δύσκολη στιγμή του Εμφυλίου, το 1947, ήδη άρρωστος από τον καρκίνο στο συκώτι, που τρία χρόνια αργότερα θα τον οδηγούσε στο θάνατο. Ήταν ένα από τα ελάχιστα τραγούδια που τόλμησαν σ’ αυτά τα σκοτεινά χρόνια να θέσουν το θέμα της εθνικής συμφιλίωσης.
[…]
Την ίδια περίοδο τα περισσότερα «ελαφρά» τραγούδια, καθώς και πολλά από τα λαϊκά, πρότειναν διέξοδο με τη φυγή στο όνειρο και σε μέρη εξωτικά. Παράλληλα, άρχισαν να πληθαίνουν και τα τραγούδια για την κοινωνική σύγκλιση και τη διέξοδο στο γλέντι, ακολουθώντας το σύνθημα «η φτώχεια θέλει… καλοπέραση!» Το «λαϊκό» τραγούδι άρχισε να διευρύνει δυναμικά την κοινωνική του βάση, καθώς η Ελλάδα έμπαινε πλέον σε μια νέα περίοδο έντονης αστικοποίησης κι αντιπαροχής. Η μόδα των «αρχοντορεμπέτικων», που ξεκίνησε το 1948 από συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού (όπως ο Μιχάλης Σουγιούλ), εμβόλισε το χώρο του λαϊκού τραγουδιού, κερδίζοντας μεγάλη ανταπόκριση στους ανερχόμενους αστούς της μεταπολεμικής νέας τάξης.
Σ’ αυτή τη νέα τάξη της κοινωνίας —και κατ’ επέκταση και της μουσικής— το ύφος και το ήθος δημιουργών όπως ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης φάνταζαν πλέον αταίριαστα. Ο θάνατός του, που συνέπεσε συμβολικά με την ανατολή του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ήρθε να κλείσει μιαν ολόκληρη εποχή, που αντιπροσωπεύει μιαν από τις πλέον ενδιαφέρουσες και παραγωγικές περιόδους στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.
*Αποσπάσματα από το κείμενο της εισήγησης του Λάμπρου Λιάβα στο συνέδριο που είχε διοργανωθεί το Μάρτιο του 2009 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών υπό τον τίτλο «Ελληνική μουσική δημιουργία του 20ού αιώνα για το λυρικό θέατρο και άλλες παραστατικές τέχνες». Η εισήγηση του Λιάβα έφερε τον τίτλο «Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης και το μουσικό θέατρο στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα».
Ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, σπουδαίος μουσικοσυνθέτης και πρωτεργάτης της ελληνικής οπερέτας με καταγωγή από το Λιτόχωρο Πιερίας, γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1883 (κατά την επικρατέστερη στις σχετικές πηγές εκδοχή) και απεβίωσε στις 2 Ιανουαρίου 1950.
Ο Λάμπρος Λιάβας
Ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας είναι καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις