Αλμπέρ Καμύ: Η μοίρα του ανθρώπου είναι παράλογη
Το μοναχικό άτομο, το απελπισμένο άτομο
Όταν, μεσούντος του Β’ Παγκόσμιου, το 1942, κυκλοφόρησε «Ο ξένος», πρώτο πεζογράφημα του Αλμπέρ Καμύ, αμέσως ξάφνιασε. Σε μια εποχή όπου ο πόλεμος και η Αντίσταση μαζικοποιούσαν τους ανθρώπους, ο Καμύ εστίαζε τον φακό του στο άτομο. Στο μοναχικό άτομο. Στο απελπισμένο άτομο. Σε μια εποχή όπου όλοι πια προσέβλεπαν σε έναν καλύτερο κόσμο μετά τη διαφαινόμενη νίκη των Συμμάχων, ο Καμύ τα έβρισκε όλα «παράλογα» (absurdes). Σε μια εποχή λυρικής έξαρσης, πατριωτικών λόγων και επαναστατικών τραγουδιών ερχόταν «Ο ξένος» και προσγείωνε τα πάντα με το χαμηλόφωνο, παγερό, «αδιάφορο» ύφος — στάση ζωής του κεντρικού του ήρωα (αντι-ήρωα). Ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό. Και το βιβλίο, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, έγινε κλασικό. Τελειώνοντας ο πόλεμος, όλοι εγνώριζαν τον Καμύ, που όλα ήταν γραφτό του να του ’ρθουν βιαστικά: η επιτυχία, το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1957), ο «παράλογος» θάνατος —έριξε νύχτα το αυτοκίνητό του σ’ ένα δέντρο— μόλις στα 47 του χρόνια.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.10.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Αλμπέρ Καμύ ήταν ο ίδιος ένας «ξένος». Γεννήθηκε (1913) σ’ ένα χωριό τής τότε γαλλικής Αλγερίας, από πατέρα Αλσατό και μητέρα Σπανιόλα. Πατέρα δεν γνώρισε: χάθηκε κάπου στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου. Πάμπτωχος, αισθανόταν παιδιόθεν απομονωμένος, καθώς οι μεν Γάλλοι άποικοι, εύποροι συνήθως, τον κρατούσαν στο περιθώριο, οι δε Άραβες τον μισούσαν μαζί με κάθε τι το γαλλικό. Στο Γυμνάσιο πήγε με υποτροφίες· κάτι σαν ελεημοσύνη των πλουσίων· στο Πανεπιστήμιο (Φιλοσοφική), δουλεύοντας ταυτόχρονα από δω κι από κει. Ορφανός λοιπόν, φτωχός, μισούμενος από τους ντόπιους, ζήτησε καταφύγιο στους φιλοσόφους της μοναξιάς: τον Κίρκεγκωρ, τον Νίτσε, αλλά και τον Πασκάλ και τους Γάλλους «ηθικολόγους» και τον Πλωτίνο και τον Άγιο Αυγουστίνο. Απ’ αυτή τη διασταύρωση προσωπικών τραυματικών μεσογειακών βιωμάτων και βορειοευρωπαϊκών φιλοσοφικών θεωρήσεων τού προέκυψε η διαπίστωση πως «η μοίρα του ανθρώπου είναι παράλογη».
Γιατί; Διότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ’ναι ευτυχισμένος παρά σ’ ένα αρχέγονο επίπεδο, σε επαφή με τη θάλασσα, με τον ήλιο. Από κει και πέρα κάθε εγχείρημα ατομικό, κοινωνικό, διανοητικό είναι παράλογο, δίχως νόημα, μάταιο, αφού «ο άνθρωπος είναι μόνος, θνητός, και η διάνοιά του δεν είναι παρά μια αστραπή μέσα σ’ ένα μηχανικό χάος, εχθρικό και ασυνάρτητο, όπου η ζωή της κοινότητας ακολουθεί τα πράγματα όπως πάνε από βαρεμάρα και από δειλία».
Η μοίρα του ανθρώπου είναι παράλογη, λέει ο Καμύ, αλλά και «δεν υπάρχει σωτηρία έξω από τον δεδομένο κόσμο μας». Τι δέον γενέσθαι; Ο άνθρωπος πρέπει να εξεγερθεί κόντρα σ’ αυτό το παράλογο. Και τη σκέψη του αναπτύσσει από βιβλίο σε βιβλίο, από μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο. […] Το πώς καταλαβαίνει την εξέγερση που ευαγγελίζεται, πώς βλέπει την Επανάσταση, τα διατυπώνει καθημερινά στα μάχιμα δημοσιογραφικά του γραφτά, όταν διευθύνει την εφημερίδα Combat («Μάχη»)· θέλει την Επανάσταση, αλλά όχι την κομμουνιστική, που βασίζεται —λέει— «στον ουτοπικό μεσσιανισμό του Μαρξ», ούτε και την ατελώς διαγραφόμενη από τον υπαρξισμό του φίλου του Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Ο Καμύ έθετε έκτοτε (1952, ζώντος ακόμα του Στάλιν) τα προβλήματα που βασανίζουν σήμερα τα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού και τα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου. Ο Καμύ σάλπιζε «εγερτήριο συνειδήσεων» στο όνομα του ανθρωπισμού και των πνευματικών και ηθικών αξιών, που ο αιώνας μας έβαλε στο ψυγείο παγώνοντας έτσι τις καρδιές των ανθρώπων και προκαλώντας το γενικευμένο «σύγχρονο αίσθημα του παραλόγου». Αποτέλεσμα: ορυμαγδός του Κ.Κ. εναντίον του, ρήξη έως θανάτου με τον Σαρτρ.
«Ο ξένος» είναι η πιο «ουδέτερη» αφήγηση που έχει υπάρξει. Ο κεντρικός ήρωας, ο Μερσώ, Γάλλος στο Αλγέρι, όπως ο Καμύ, λαμβάνει τηλεγράφημα από άσυλο: «Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια». Είναι νέος. Φτωχός. Χαμηλόμισθος. Η μάνα, γριά και άρρωστη, είχε ανάγκη νοσοκόμας. Λεφτά δεν υπήρχαν, την έκλεισε στο άσυλο. Πάνε τρία χρόνια. Τον τελευταίο χρόνο μάλλον δεν πήγε καν να τη δει… Αναστάτωση; Συγκλονισμός; Τίποτε. Τρώει κανονικά στο συνηθισμένο εστιατόριο, παίρνει το λεωφορείο. Στο άσυλο. Την ξαγρυπνά αδιάφορα. Γίνεται η ταφή. Μετά κοιμάται 12 ώρες. Την επομένη πάει για μπάνιο. Συναντάει στη θάλασσα παλιά γνωστή. Φλερτάρει. Πάνε σινεμά. Το βράδυ στο σπίτι του κάνουν έρωτα. Ξαναγυρίζει στη δουλειά του. Η ζωή συνεχίζεται. Ξαναπάνε για μπάνιο με τη φίλη, ξανακάνουν έρωτα. Ο ήλιος, η θάλασσα, η Μεσόγειος — μικροευτυχίες. Γείτονας τον καλεί, μαζί με τη Μαρί, τη φίλη, να πάνε για πικ-νικ. Περαστικοί Άραβες έχουν προηγούμενα με το φίλο, τα βάζουν με τους άντρες της γαλλικής συντροφιάς. Αργότερα ο Μερσώ κάνει περίπατο στην πλαζ και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με έναν από τους Αλγερινούς. Ούτε καν θυμόταν το πρόσωπό του. Αυτός όμως τραβάει μαχαίρι. Και ο Μερσώ, τυφλωμένος από φως, ιδρώτα, καυτόν αέρα της Αφρικής, θυμάται πως έχει πάνω του το πιστόλι του φίλου. Πυροβολεί.
Μέρος δεύτερο — και εκπληκτικό. Στη φυλακή. Επί δολοφονία. Ο δικαστικός μηχανισμός προχωρεί αργόσυρτα. Ο Μερσώ υφίσταται. Εισαγγελέας και δικαστές δεν τον κρίνουν για το φόνο καθ’ αυτόν, αλλά για την ψυχρή και αδιάφορη στάση του κατά και μετά την κηδεία της μητέρας του!
— Επιτέλους (λέει ο δικηγόρος του), κατηγορείται που κήδεψε τη μητέρα του ή που σκότωσε έναν άνθρωπο;
— Μάλιστα (αναφώνησε με δύναμη ο εισαγγελέας), κατηγορώ αυτόν τον άνθρωπο ότι κήδεψε μια μητέρα έχοντας καρδιά εγκληματία…
Το δικαστήριο συνδέει άσχετες στιγμές, βγάζει τα συμπεράσματα —και την απόφαση— που θέλει: εις θάνατον! Στη φυλακή πάλι, σκοτώνει με αδιαφορία τις ώρες, περιμένοντας την αυγή της εκτέλεσης. Αρνιέται πεισματικά να δεχθεί τον ιερέα που προσφέρεται να τον «παρηγορήσει». Τελικά, όταν ο τελευταίος επιμένει φορτικά, ο μελλοθάνατος, ο αδιάφορος για όλα, ξεσπάει:
«Τότε, δεν ξέρω γιατί, ένιωσα κάτι να σπάζει μέσα μου. Άρχισα να ξεφωνίζω με όλη μου τη δύναμη, τον έβρισα και του είπα να μην προσευχηθεί. Τον άρπαξα από το γιακά του ράσου του και άδειασα επάνω του την ξεχειλισμένη μου καρδιά με σκιρτήματα χαράς και οργής μαζί.
Τι μ’ ενδιέφερε ο Θεός του, οι ζωές που διάλεγε ο ένας και ο άλλος, η μοίρα που διάλεγαν, αφού μία μοίρα μόνο όφειλα να διαλέξω εγώ ο ίδιος, και μαζί μου μυριάδες προνομιούχοι, που, όπως αυτός, λέγονταν αδελφοί μου.
Πνιγόμουν φωνάζοντας όλα αυτά. Ήδη, όμως, οι φύλακες μού ξεκολλούσαν τα χέρια από τον ιερέα και με απειλούσαν. Εκείνος, ωστόσο, τους κάλμαρε και με κοίταξε μια στιγμή σιωπηλός. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Έστριψε και εξαφανίστηκε».
Αυτή η ύστατη έκρηξη λυτρώνει τον Μερσώ. «Λες και εκείνος ο μεγάλος θυμός με είχε καθαρίσει από το κακό, με είχε αδειάσει από την ελπίδα· εκείνη τη νύχτα, τη φορτωμένη με σημεία και άστρα, ανοιγόμουν για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου». Μόνος, άπελπις— διδάσκει ο Καμύ—, ο άνθρωπος δεν έχει άλλη εκλογή παρά να ορθώνει το ανάστημά του, έστω και αν η ατομική του εξέγερση δεν πρόκειται να άρει το παράλογο της μοίρας του. Ένα αριστούργημα!
*Κριτική βιβλίου από τον εξαίρετο δημοσιογράφο, κριτικό και μεταφραστή Κώστα Σταματίου (1929-1991), που είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» της 12ης Οκτωβρίου 1989. Το κείμενο του Σταματίου αφορούσε το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ «Ο ξένος», που είχε εκδοθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 από τον «Μίνωα» σε μετάφραση του Γιάννη Γ. Θωμόπουλου.
Ο Κώστας Σταματίου
Ο διάσημος συγγραφέας (μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας) και στοχαστής Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus) γεννήθηκε στην Αλγερία στις 7 Νοεμβρίου 1913.
Ο γαλλοϊσπανικής καταγωγής Καμύ τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957.
Ο Καμύ απεβίωσε στις 4 Ιανουαρίου 1960, σε ηλικία μόλις 47 ετών, εξαιτίας αυτοκινητικού δυστυχήματος που συνέβη επί γαλλικού εδάφους.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη