Πέρασαν ακόμη πέντε χρόνια από τότε που τέλειωσα αυτές τις μεταφράσεις. Πέντε πρόσθετα χρόνια αναζητήσεων μέσα και γύρω από το θαύμα τούτο της ποιήσεως, που σε στιγμές ανευλάβειας «θέλομεν ιδείν σημείον» άλλο, πέρα από το θάμπος του, που ούτε τα μάτια μας όταν ανοίξουν διάπλατα αντέχουν, ούτε η ψυχή μας.

Ο Έλιοτ έπεσε στα χέρια μου όπως πέφτει στα χέρια του καθενός, αργά ή γρήγορα, η ποίηση. Κι έπειτα τίποτα δεν διορθώνεται. Ή την εξορίζεις, αν είσαι τόσο δυνατός όσο ο Πλάτων, ή εξορίζεσαι.


Είπαν πολλοί, για τη σύγχρονη ποίηση, πως μιλά για κάτι καινούργιο. Είπαν άλλοι πως, έστω, μιλά με καινούργιο τρόπο. Είναι τόσο δύσκολο να δεχθή κανείς είτε τό ένα είτε το άλλο. […]

Αν έχει ένα δικό της χαρακτηριστικό η σύγχρονη ποίηση, είναι τούτο: ότι ψάχνει τον εαυτό της κατακρεουργώντας τον, και ότι κάθε φορά, μετά από αυτή την ιερομανή κρεουργία, αναδύεται αρτιώτερη από πριν. Και ίσως γι’ αυτό το λόγο, πέρα από την οποιαδήποτε άλλη λειτουργία μας, στέκουμε μπροστά της άναυδοι και περιδεείς.


Άρχισα αυτές τις μεταφράσεις μετά από κάποια τέτοια στιγμή αναυδίας και δέους. Όταν ο πυρετός του θαύματος αρχίζει να υποχωρή και ο καραδοκών θεωρητικός εαυτός μας εγείρεται και απαιτεί. Είναι, ασφαλώς, η ώρα που υπάρχουμε ανάποδα, με την αυτάρεσκη αίσθηση πως σηκώνουμε στο κεφάλι μας ολόκληρη τη γη. […]

∆εν θα φανώ εδώ υπάκουος στην παράδοση που απαιτεί να πω τα «καλά μου λόγια» για τον Έλιοτ. Πρώτα γιατί τα «καλά λόγια», αν πρόκειται να είναι συνεπή, δεν χωρούν σε λίγες σελίδες. Κι έπειτα γιατί δεν είμαι βέβαιος πως εν τέλει θα ήταν λόγια «καλά». Ο Έλιοτ συγκαταλέγεται σ’ εκείνους τους ελάχιστους από τους οποίους μόνο και πάντα απαιτούμε, χωρίς καμιά κατανόηση, και ιδίως χωρίς καμιά ποτέ ανοχή. ∆εν θα μιλήσω λοιπόν –τουλάχιστον τώρα– γι’ αυτόν. Θα σταθώ μόνο, για μια στιγμή, σ’ ένα σημείο, εκείνο που αφορά την λεγόμενη από τους σχολιαστές «θρησκευτικότητα» του Έλιοτ, στην τελευταία του λογοτεχνική περίοδο.


∆έν ξέρω αν πρέπει να απολογηθώ γιατί δεν έχω βεβαιωθή ότι ο Έλιοτ είναι πιστός, όχι βέβαια όπως ο Άγιος Αυγουστίνος, που παραγγέλλει «μην προσπαθής να καταλάβης αυτό που μπορείς να πιστέψης», αλλά έστω όπως ο Άγιος Άνσελμος, ο αντίποδάς του –κι ας τον είπαν δεύτερο Αυγουστίνο–, που πάνω στο ίδιο θέμα διακηρύσσει «πιστεύω για να μπορέσω να καταλάβω». Ο Έλιοτ ούτε μπορεί να καταλάβη ούτε να πιστέψη. ∆εν έχει νύχτα εκστάσεως, όπως ο Πασκάλ, αλλά μόνο νύχτες αγωνίας στις οποίες εκλιπαρεί

but speak the word only.


Επειδή «τα γνώρισε όλα» και «επειδή δεν ελπίζει» σε τίποτα, ζητά «την παρηγορίαν». Είναι ικέτης της πίστεως και όχι μάρτυράς της. Μιλώ εδώ για τον Έλιοτ που βρίσκεται μέσα στα ποιήματά του και όχι σε μερικά από τα πεζά του κείμενα, […] που ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω. […] Μένω λοιπόν στον Έλιοτ των ποιημάτων, ακόμη περισσότερο γιατί πιστεύω πως ένας ποιητής εκφράζεται πρωταρχικά και αυθεντικά με την ποίησή του. Και στην ποίηση του Έλιοτ –την χριστιανική εννοώ– δεν βρίσκω την ηρεμία και την επανάπαυση του Παραδείσου, αλλά μόνο την αγωνία και το αγκομάχημα της αναζήτησής του.

[…]

Οκτώβριος 1964

Τ. Κ.

*Αποσπάσματα από το εισαγωγικό κείμενο του Τάκη Κουφόπουλου στην έκδοση «Τετάρτη των Τεφρών και άλλα ποιήματα» (σε μετάφραση του ιδίου, Αθήνα, 1964).

Ο Τάκης Κουφόπουλος (1927-2019), συγγραφέας, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε μια αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων, βασικός εκπρόσωπος του μοντερνισμού στη μεταπολεμική λογοτεχνία μας.


Ο Τάκης Κουφόπουλος

Ο επιφανής λογοτέχνης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας Τόμας Στερνς Έλιοτ (T. S. Eliot) γεννήθηκε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι στις 26 Σεπτεμβρίου 1888 και απεβίωσε στο Λονδίνο στις 4 Ιανουαρίου 1965.

Ο δημιουργός της εμβληματικής για τη μοντέρνα ποίηση σύνθεσης The waste land («Ο ερημότοπος» του Τάκη Παπατσώνη, «Η έρημη χώρα» του Γιώργου Σεφέρη, «Η ρημαγμένη γη» του Κλείτου Κύρου, «Η άγονη γη» του Χάρη Βλαβιανού) τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1948.