Ποιοι θέλουν συνολικότερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή;
Μια σειρά από γεγονότα παραπέμπουν σε μια προσπάθεια η σύγκρουση να γίνει ευρύτερη
Τρεις μήνες σχεδόν μετά την εκκίνηση του πολέμου στη Γάζα, το ερώτημα είναι εάν υπάρχουν αυτή τη στιγμή δυνάμεις που θα ήθελαν μια ευρύτερη ανάφλεξη στην περιοχή, μια ανάφλεξη που να οδηγήσει στη συμμετοχή και άλλων δυνάμεων, ιδίως των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ειδικά για το Ισραήλ αυτό θα αντιστοιχούσε σε μια εκτίμηση ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ αισθάνεται ότι δεν μπορεί μόνη της να προχωρήσει σε μια συνολική αντιμετώπιση του Παλαιστινιακού ζητήματος και άρα χρειάζεται και τη στήριξη άλλων δυνάμεων.
Και όντως πίσω από την εικόνα μιας απλής ισραηλινής επέλασης υπάρχουν μια σειρά από προβλήματα. Καταρχάς, ο βαθμός νομιμοποίησης των ισραηλινών επιχειρήσεων που έως τώρα ως αποτέλεσμα το θάνατο πάνω από 22.000 Παλαιστινίων, στην πλειοψηφία τους αμάχων με μεγάλο αριθμό παιδιών, την καταστροφή των υποδομών στη Γάζα και περίπου του 70% των κατοικιών, έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Όχι μόνο στον Παγκόσμιο Νότο αλλά και στις δυτικές χώρες, ιδίως τις αγγλόφωνες, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κύμα κατακραυγής για τις πρακτικές των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και αλληλεγγύης στους Παλαιστινίους.
Αυτό αποτυπώνεται και στη διαρκή πίεση για μια ακόμη κατάπαυση του πυρός ή στην απροθυμία να διατυπώνεται ο ίδιος ένθερμός τόνος υποστήριξης που υπήρξε στην πρώτη φάση του πολέμου.
Έπειτα, εξακολουθεί να υπάρχει το ερώτημα εάν είναι εφικτός ο στόχος που έθεσε το Ισραήλ, δηλαδή της πλήρους ακύρωσης της ικανότητας της Χαμάς να το πλήττει. Και αυτό γιατί στον βαθμό που μιλάμε για ένα μαζικό και ριζωμένο κίνημα, πάντα ένα μέρος του δυναμικού του θα διαφύγει της «εξουδετέρωσης» ή της σύλληψης. Ούτε είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να διαμορφωθεί μια διάδοχη κατάσταση ως προς τη διοίκηση της Γάζας.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα και να επανέρχεται διαρκώς ως λύση το ενδεχόμενο μιας εθνοκάθαρσης ουσιαστικά στη Γάζα, όπως προτείνουν διαρκώς οι ακροδεξιοί εταίροι του Νετανιάχου και όπως φαίνεται να εξετάζει και η ισραηλινή κυβέρνηση εάν ισχύουν τα δημοσιεύματα σε ισραηλινά μέσα για επαφές με αφρικανικές αρχές για υποδοχή μεγάλου αριθμού προσφύγων. Ούτως ή άλλως οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί έχουν προκαλέσει τόσο εκτεταμένες ζημιές στις υποδομές, τα δίκτυα και τις κατοικίες, που ένα μέρος της περιοχής θα είναι εκ των πραγμάτων ακατοίκητο.
Όμως, αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο για τη Δύση να δώσει πράσινο φως και τυπικά για μιας τέτοια εθνοκάθαρση, με τις νέες προσφυγικές που θα δημιουργήσει, αλλά και όλα τα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα θα έχει στην ευρύτερη περιοχή.
Το πρόβλημα με τα άλλα μέτωπα
Την ίδια στιγμή το Ισραήλ εξακολουθεί να έχει πρόβλημα με το άνοιγμα άλλων μετώπων. Παρότι έχει «εκμεταλλευτεί» τη συγκυρία των επιχειρήσεων στη Γάζα για να προχωρήσει σε συχνές και ιδιαίτερα βίαιες παρεμβάσεις στην Κατεχόμενη Δυτική Όχθη, εντούτοις δεν μπορεί να διεξάγει πλήρη πόλεμο σε τρία μέτωπα.
Στον Βορρά στα σύνορα με τον Λίβανο, η σύγκρουση έχει κρατηθεί μέχρι τώρα σε σχετικά χαμηλά ένταση, με τη Χεζμπολάχ να δοκιμάζει διαρκώς – και με σημαντικό τίμημα – περισσότερο παρενοχλητικές επιχειρήσεις παρά πλήρες άνοιγμα μετώπου.
Στο Νότο η κατάσταση έχει να κάνει με τους Χούθι που έχουν αποδειχτεί αρκετά αποτελεσματικοί στο να περιορίσουν ένα μέρος του θαλασσίου εμπορίου του Ισραήλ, με τις στοχοποιημένες απειλές σε βάρος πλοίων ισραηλινών συμφερόντων σε μια περιοχή από όπου περνάει πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εμπορίου.
Η δυσκολία με το πλήρες άνοιγμα των μετώπων βρίσκεται στο ότι απαιτούν το Ισραήλ να προχωρήσει σε πολύ μεγάλης κλίμακας πολεμική εμπλοκές, εκτός συνόρων, είτε στον Λίβανο, όπου στον τελευταίο πόλεμο το 2006 οι Ισραηλινές δυνάμεις ηττήθηκαν, είτε ακόμη πιο μακριά στην Υεμένη.
Την ίδια στιγμή με βάση τον τρόπο που κινείται η ισραηλινή κυβέρνηση, ιδίως στην εποχής Νετανιάχου, δηλαδή αφενός τη θέση ότι η «εξομάλυνση» με γειτονικές χώρες δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει ως προϋπόθεση την επίλυση του Παλαιστινιακού, αφετέρου την προσπάθεια να μην υπάρχει κάποια δύναμη που να μπορεί να το αμφισβητήσει, πράγμα που σήμερα σημαίνει κυρίως το Ιράν, είναι σαφές ότι το Ισραήλ θα ήθελε έναν συνολικά διαφορετικό συσχετισμό στην περιοχή. Μόνο που αυτό δύσκολα μπορεί να προκύψει χωρίς πολύ ευρύτερη ανάφλεξη.
Τι θα σήμαινε εμπλοκή άλλων δυνάμεων
Σε αυτό το φόντο γίνεται κατανοητό ότι το Ισραήλ θα ήθελε με αφορμή τη Γάζα και τη σύνδεση ανάμεσα στη Χαμάς (αλλά και τους Χούθι και τη Χεζμπολάχ) να υπάρξει μια ευρύτερη συστράτευση δυνάμεων σε μια σύγκρουση και με το Ιράν και με τις δυνάμεις του «άξονα της αντίστασης».
Σε αυτή την περίπτωση το Ισραήλ δεν θα ήταν μόνο του σε όλα τα μέτωπα, ενώ θα άλλαζαν και οι «κανόνες εμπλοκής» εκτός των συνόρων.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι ο Νετανιάχου είχε ιδιαίτερα καλή σχέση με τον Τραμπ, ανάμεσα στα άλλα και γιατί ο τελευταίος επέμενε στην ανάγκη ενός ευρύτερου αντι-ιρανικού άξονα και σε αυτή τη λογική προώθησε τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» ανάμεσα στο Ισραήλ και δυνάμεις του Κόλπου και τη Βόρειας Αφρικής.
Βεβαίως το ερώτημα είναι εάν μια αυξημένη δυτική εμπλοκή, π.χ. με μια στρατιωτική επιχείρηση κατά των Χούθι ή κατά των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών σε Ιράκ και Συρία, συνδυασμό με κλιμάκωση των επιχειρήσεων στο Λίβανο, στον ορίζοντα θα σήμαινε και μια «άμεση» εμπλοκή και με δυνάμεις του Ιράκ, οπότε θα μιλούσαμε για άλλη κατάσταση.
Γιατί μια σύγκρουση με το Ιράν θα σηματοδοτούσε ένα είδος σύγκρουσης πολύ μεγάλης και δύσκολης, ιδίως για τις ΗΠΑ που έχουν την οδυνηρή εμπειρία του πολέμου στο Ιράκ, το οποίο συγκριτικά ήταν πολύ πιο αδύναμο.
Είναι ένα τοπίο όπου οι πειρασμοί για συνολικότερη ανάφλεξη, που θα μπορούσε να εμπλέξει και άλλες δυνάμεις είναι υπαρκτοί αλλά ταυτόχρονα υπαρκτή είναι και η επίγνωση των κινδύνων
Μηνύματα ή προσπάθεια ανάφλεξης;
Η μόνη περίπτωση να υπάρξει αυτό το άνοιγμα άλλων μετώπων με συμμετοχή και άλλων δυνάμεων, θα ήταν εάν κατά βάση εάν το Ιράν επέλεγε να εμπλακεί το ίδιο στη σύγκρουση, όποτε εύλογα θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχε μια έντονη δυτική αντίδραση και πιθανώς ανάλογη εμπλοκή.
Όμως, μέχρι τώρα το Ιράν έχει αποφύγει μια πιο έντονη εμπλοκή. Υπάρχουν οι εμπλοκές φιλοϊρανικών δυνάμεων αλλά και αυτές δεν έχουν τόσο μεγάλη κλίμακα. Η Χεζμπολάχ έχει μείνει στα όρια που περιγράψαμε πιο πάνω, οι Χούθι όντως πλήττουν την ισραηλινή ναυσιπλοΐα αλλά αυτό είναι και δική τους επιλογή, και η δράση των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών στο Ιράκ απέναντι στις αμερικανικές δυνάμεις δεν έχει κλιμακωθεί ιδιαίτερα.
Με αυτή την έννοια έχουν όντως ενδιαφέρον μια σειρά από εξελίξεις των τελευταίων ημερών.
Καταρχάς είχαμε την ισραηλινή επιχείρηση εναντίον του Σαλέχ αλ-Αρούρι στη Βηρυτό, μια επιχείρηση που ήταν πέραν των «κόκκινων γραμμών», καθώς έγινε πολύ μακριά από τη Γάζα, στην πρωτεύουσα του Λιβάνου και μάλιστα κατοικημένη περιοχή και όχι στη συνοριακή γραμμή και ήταν ταυτόχρονα χτύπημα στη Χαμάς (με απεύθυνση κα στο εσωτερικό ισραηλινό ακροατήριο ως «επιτυχία») αλλά και αμφισβήτηση της κυριαρχίας του Λιβάνου και βέβαια μια ανοιχτή πρόκληση και στη Χεζμπολάχ.
Έπειτα είχαμε και την τρομοκρατική επίθεση στην Τεχεράνη και μάλιστα με όρους που εκ των πραγμάτων αποτελούν μεγάλη πρόκληση για την ιρανική κυβέρνηση. Το ερώτημα για το ποιος ευθύνεται μένει να αποσαφηνιστεί, κυρίως μετά την είδηση ανάληψης ευθύνης από το Ισλαμικό Κράτος που παραπέμπει βέβαια στο γεγονός της εχθρότητας προς την Ισλαμική Δημοκρατία, που ανέλαβε μεγάλο μερίδιο του βάρους για τη συντριβή του «Χαλιφάτου», αν και γεννά το ερώτημα για την ικανότητα τέτοιου χτυπήματος στην καρδιά του Ιράν.
Πάντως, το Ισραήλ μέχρι τώρα έχει κυρίως ασχοληθεί με εξωδικαστικές δολοφονίες εκτός συνόρων (π.χ. των επιστημόνων που εργάζονταν στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν), παρά με μαζικές τρομοκρατικές επιθέσεις, παρότι βέβαια έχουν υπάρξει αναφορές σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Μουτζαχεντίν-ε-Χαλκ, μιας οργάνωσης που έχει κατά καιρούς προχωρήσει σε ένοπλες ενέργειες κατά στόχων στο Ιράν
Εάν σε αυτήν την κατάσταση προσθέσουμε και την ασάφεια που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τα όρια της μεθοδευόμενης ναυτικής επιχείρησης δυτικών δυνάμεων στην Ερυθρά Θάλασσα, δηλαδή το εάν αποσκοπεί απλώς στην αποτροπή περαιτέρω επιθέσεων σε βάρος της ναυσιπλοΐας ή ορίζοντα έχει μια πιο μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Χούθι, αντιλαμβανόμαστε μια συνολικότερη διεργασία και ταυτόχρονα διαρκή ταλάντευση γύρω από την ευρύτερη ανάφλεξη.
Τα ανοιχτά ερωτήματα
Όλα αυτά παραπέμπουν στο νέο τοπίο που διαμορφώνει ο πόλεμος στη Γάζα σε συνδυασμό με την κατάσταση στον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη, μαζί με την επιβεβαίωση και στο συγκεκριμένο ζήτημα μιας διαφορετικής τοποθέτησης ανάμεσα στη «Συλλογική Δύση» και τον Παγκόσμιο Νότο.
Είναι ένα τοπίο όπου οι πειρασμοί για συνολικότερη ανάφλεξη, που θα μπορούσε να εμπλέξει και άλλες δυνάμεις είναι υπαρκτοί αλλά ταυτόχρονα υπαρκτή είναι και η επίγνωση των κινδύνων που αυτό εμπεριέχει, όχι μόνο ως προς την κλίμακα της σύγκρουσης αλλά και ως προς το εύρος των δυνάμεων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα εμπλέκονταν, ιδίως σε έναν κόσμο ολοένα και πιο πολωμένο.
Βεβαίως, υπάρχει και το ενδεχόμενο «απλώς» μιας «διαχείρισης της αποσταθεροποίησης», δηλαδή μια μεγαλύτερη όξυνση όλων των εντάσεων που ακόμη και εάν δεν οδηγούσε σε πλήρη ανάφλεξη, θα επέτρεπε στο Ισραήλ να διεκδικήσει τον ρόλο του «προπυργίου» της Δύσης στην περιοχή και άρα να βρει μεγαλύτερη νομιμοποίηση στη δική του στρατηγική στη Γάζα και πιθανώς μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια στο άνοιγμα μετώπων. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Νετανιάχου γνωρίζει καλά ότι ο πολιτικός τους χρόνος σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από το εάν παρατείνεται η πολεμική συνθήκη και η «κατάσταση έκτακτης ανάγκη», διαφορετικά το πρόβλημα της μειωμένης νομιμοποίησης θα επανέλθει.
Σε κάθε περίπτωση, μένει να δούμε εάν τελικά θα πρυτανεύσουν οι δυναμικές της κλιμάκωσης ή εάν θα υπάρξει εκείνη η «αλλαγή παραδείγματος» που θα επέτρεπε να συζητηθούν ξανά προοπτικές ειρήνευσης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις