Ο Βασιλικός, σε συνέντευξη που έδωσε το 2003 στον Egi Volterrani, τόνιζε πως θεωρούσε ευτύχημα το ότι έζησε για μία εικοσαετία (1967-1987) με κάποια διαλείμματα που μεσολάβησαν στην Ιταλία. […] Και όντως ήταν ευτύχημα το ότι έζησε σε έναν τόπο όπου όλα «αποκτούν μια γήινη γεύση. Τα φρούτα είναι φρούτα. Τα ψάρια δεν έρχονται απ’ τον ωκεανό, αλλά απ’ την πικράλμυρη Μεσόγειο, τη δικιά μας. Τα προϊόντα τους είναι λιγότερο βιομηχανοποιημένα. Κι οι άνθρωποι, συνακόλουθα, είναι περισσότερο άνθρωποι. Γελούν, αντιδρούν, έχουν αντανακλαστικά, δεν είναι εκείνη η παγωμάρα, η ψύχρα, η κατάψυξη της διανόησης που τρυπά χίλιες ασπίδες για να βρεθεί αντιμέτωπη με το αρχέγονο χάος. Εδώ, στην Ιταλία, αισθάνομαι σαν το ψάρι μες στο νερό».


Τόσα πολυκύμαντα χρόνια και τόσα γονιμοποιά βιώματα, λοιπόν, έζησε ο  Βασιλικός στην Ιταλία, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1987, όταν έγινε η έξωσή του από το διαμέρισμα της via della Frezza, γεγονός που τον οδήγησε στην απόφασή του να μετακομίσει από την Αιώνια Πόλη στην Πόλη του Φωτός. Αν δεν είχε συμβεί εκείνη η έξωση, μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Βασιλικός θα είχε την ευκαιρία να εμπλουτίσει το έργο του και με άλλους ιταλικούς αντικατοπτρισμούς.


Μήπως όμως και πριν από την παραμονή του Βασιλικού στην Ιταλία η Ρώμη ήταν γι’ αυτόν ένα ιδεώδες, ένας συμβολικός στόχος, μία καβαφική Αλεξάνδρεια ή Ιθάκη, μία μυθική Αρκαδία; Για ποιον λόγο, ήδη το 1951, στα μάτια του δεκαπεντάχρονου ακόμη Βασιλικού (σ.σ. σύμφωνα πάντως με τις σχετικές πηγές, ο Βασιλικός ήταν κατά δύο ή τρία έτη μεγαλύτερος απ’ ό,τι αναφέρεται εδώ) φάνταζε το Λάτιο σαν μία άπιαστη ελπίδα, σαν ένα φευγαλέο όνειρο; Γιατί αισθανόταν τότε ότι έπρεπε, σαν άλλος Αινείας, να αγωνισθεί για να φθάσει στο Λάτιο; Μήπως προφήτευε τη μελλοντική του μετάβαση στη Ρώμη, όπου θα τον περίμεναν ώρες ανάπαυλας αλλά και τρικυμιώδεις στιγμές;


«Το Λάτιο» (1951)

Per varios casus, per tot discrimina rerum, tendimus in Latium; sedes ubi fata quietas ostendunt
Βιργίλιος (σ.σ. στίχοι από το πρώτο βιβλίο της Αινειάδας, που σημαίνουν: Διά τόσων δοκιμασιών, διά τόσων κινδύνων, σπεύδομεν προς το Λάτιον, όπου το πεπρωμένον υπόσχεται ημίν ειρηνικήν κατοικίαν)

Μετά από ερειπώσεις και καταστροφές,
από βομβαρδισμούς και πυρκαγιές,
σέρνοντας ό,τι απόμεινε αθυσίαστο,
το λίγο αίμα που δεν προφτάσαμε να χύσουμε,
τις λίγες ώρες που δεν κατάπιε η αγωνία,
κατευθυνόμαστε προς το Λάτιο,
βασίλειο της Γαλήνης.

Ξέρουμε: το Λάτιο δεν υπάρχει!
Τουλάχιστο το Λάτιο που ζητούμε.
Πως είναι ελπίδα απ’ ό,τι δεν ελπίζουμε,
πως έχει ανθίσει μέσ’ στη συμφορά μας,
πως είναι σχήμα ευφημισμού.

Μα ποια δύναμη μπορεί πια να μας σταματήσει;
Έτσι που καταντήσαμε
το Λάτιο αυτό το ανύπαρχτο
πιο ζωντανό θωρεί στα μάτια μας
παρά αν υπήρχε.

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεράσιμου Ζώρα «Η Ιταλία του Βασίλη Βασιλικού» (εκδόσεις «Ηλίας Ι. Μπαρτζουλιάνος», α’ έκδοση 2009, σελ. 110-113).

Ο Βασίλης Βασιλικός συνδέθηκε στενά με την Ιταλία και τη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί μάλιστα επί μακρόν. Η σχέση αυτή εξετάζεται στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ζώρα.


Ο Γεράσιμος Ζώρας

Ο συγγραφέας Γεράσιμος Ζώρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ (Φιλοσοφική Σχολή).