Μέτωπον Ηπείρου, Ιανουάριος

Επιστρέφω από την Κλεισούρα. Μια φράσις που δε σας λέει τίποτε. Λέει όμως πολλά σε όσους ξέρουν τι σημαίνει διαδρομή διακοσίων εξήντα χιλιομέτρων σε φορτηγό αυτοκίνητο μέσα στις λάσπες της Αλβανίας, επάνω από γέφυρες που τις περνάτε επικαλούμενος την βοήθεια των αγίων και με τη συνοδεία αεροπλάνων που σας ραίνουν από τα ύψη με τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες τους.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 18.1.1941, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ζω σαν όνειρο το ταξείδι αυτό, ευτυχής γιατί το επραγματοποίησα, απρόθυμος να το επαναλάβω με τις ίδιες συνθήκες. Ένα μερόνυχτο γεμάτο συγκινήσεις. Το πιο περιπετειώδες μερόνυχτο ενός μακρού επαγγελματικού σταδίου.

Κλεισούρα! Θα την αναφέρουν μ’ ευλάβεια οι γενεές των Ελλήνων. Τη βλέπω και θυμούμαι την ατμόσφαιρα των Αθηνών κατά την ολιγοήμερη διακοπή της αποστολής μου.

Τι γίνεται τέλος πάντων μ’ αυτή την Κλεισούρα;


Πόσο εύκολα κυριεύονται τα οχυρά από τα τραπεζάκια του καφενείου. Έπρεπε να τους είχα εδώ τους στρατηγούς του αθηναϊκού καφενέ, εδώ μπροστά στους δυο αυτούς βράχους, που ορθώνονται προς τον ουρανό και εκτείνονται σε απόστασι δεκαοκτώ χιλιομέτρων, άλλοτε απομακρυνόμενοι και άλλοτε προσεγγίζοντες τόσο πολύ ο ένας τον άλλον, ώστε να νομίζετε ότι θ’ αγκαλιασθούν και θα φράξουν τη δίοδο.

[…]


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 11.1.1941, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν θα επανέλθω σε όσα οι συνάδελφοί μου κι’ εγώ διεβιβάσαμε ήδη τηλεγραφικώς γύρω στον αγώνα της Κλεισούρας. Λίγες σημειώσεις μόνο από την επίσκεψί μου στην πύλη του οχυρού. Ήταν η επομένη της νίκης. Ο πρώτος πολίτης που είχε την τιμή να σφίξη τα χέρια των νικητών. Αξιωματικοί και φαντάροι αναγνωρίζουν κάτω από τη χλαίνη και το πηλήκιό μου τον πολεμικό απεσταλμένο και διαχυτικοί, πρόθυμοι, γεμάτοι κέφι σχηματίζουν γύρω μου στενό και πυκνό κλοιό. Ζητούν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο για να του πουν όσα έχουν ζήση. Μιλούν όλοι μαζί, χειρονομούν, διακόπτουν ο ένας τον άλλον, παρουσιάζουν λάφυρα, μου δείχνουν τα σημεία των μαχών και δίχως έπαρσι, με τη χαρά παιδιών που κέρδισαν ένα σκληρό παιχνίδι, μου αφηγούνται τους αγώνες και τις ταλαιπωρίες τους. Οι αξιωματικοί με καλούν στ’ αντίσκηνά τους. Δεξίωσις με καφέ, γλυκό, κουραμπιέδες και τσιγάρα. Παρ’ ολίγο να παραλείψω και τη μουσική υπόκρουσι κατά τη διάρκεια της δεξιώσεως. Επιβλητικές συνθέσεις που εκτελούν τα κανόνια μας βάλλοντα εναντίον των θέσεων του εχθρού.

[…]


Το δειλινό, ανύποπτο για τα διατρέχοντα, σκορπίζει τη γοητεία των χρωμάτων του. Μια μοτοσυκλέττα θα με οδηγήση ως το πλησιέστερο σημείο όπου υπάρχει πιθανότης τίποτε δεν είνε βέβαιο να εξοικονομηθή κάποια θέσις σε αυτοκίνητο. Προπομπή συγκινητική. Χειραψίες, ασπασμοί, πυκνή συρροή στρατιωτών που συγκεντρώνονται στις δυο άκρες του δρόμου, μου εμπιστεύονται επιστολές για τα σπίτια τους, μικρά αναμνηστικά για τους δικούς τους, και κινούν τα χέρια:

Χαιρέτα μας την Αθήνα!

Σας διαβιβάζω το χαιρετισμό τους. Σας διαβιβάζω την πίστι τους για την νίκη, όπως την άκουσα στα λόγια τους, όπως την είδα στη λάμψι των ματιών τους, όπως την ένοιωσα στην ατμόσφαιρα αυτή του σεμνού και αθόρυβου ηρωισμού των παιδιών της Ελλάδος.

*Παύλος Παλαιολόγος και πάλι σήμερα, από τον Ρένο Αποστολίδη στην Κλεισούρα αυτήν τη φορά. Τα προεκτεθέντα είναι αποσπάσματα από άρθρο του Παλαιολόγου, που έφερε τον τίτλο «Η επομένη μιας νέας νίκης» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» το Σάββατο 18 Ιανουαρίου 1941.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, την Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 1941, τα ελληνικά στρατεύματα που πολεμούσαν στο Αλβανικό Μέτωπο είχαν γράψει μια ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας καταλαμβάνοντας την ιστορική κωμόπολη της Κλεισούρας, στον κεντρικό τομέα του Αλβανικού Μετώπου.