Το Σύνταγμα, η Παιδεία και το πραγματικό διακύβευμα στη σύγκρουση για τα μη κρατικά πανεπιστήμια
Το συνταγματικό (και όχι μόνο) επίδικο γύρω από τα μη κρατικά ΑΕΙ
- Συνελήφθησαν ανήλικοι και οι γονείς τους μετά από επίθεση σε ναυτικό - Τον χτύπησαν με γκλοπ
- Πώς τα δεδομένα που συλλέγει η Ουκρανία θα εκπαιδεύσουν την ΑΙ του πολέμου
- Επίθεση με μαχαίρι σε δημοτικό σχολείο στο Ζάγκρεμπ - Ένας μαθητής νεκρός και 7 τραυματίες
- Ολα όσα πρέπει να ξέρετε για το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» – Οδηγός με 32 ερωταπαντήσεις
Η κυκλοφορία του μικρού τόμου που συνυπογράφεται από τον Βασίλειο Σκουρή, πρώην πρόεδρο της Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, πρώην υπουργό και καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, και έχει τίτλο «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16, παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και τα περιθώρια ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών στο πεδίο της μη κρατικής εκπαίδευσης» (εκδόσεις Σάκκουλα 2024), έχει ιδιαίτερη σημασία.
Και αυτό γιατί εδώ βρίσκουμε τον πυρήνα μας νομικής επιχειρηματολογίας υπέρ της δυνατότητας ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, που δεν στηρίζεται σε κάποιου είδους νομική ακροβασία, όπως ήταν π.χ. οι απόψεις περί «παράκαμψης» του άρθρου 16 μέσω διακρατικής συμφωνίας και επίκλησης του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Ως γνωστόν μέχρι πρότινος είχε κυριαρχήσει η θέση ότι οι πολύ ρητές διατυπώσεις του άρθρου 16 για τα Πανεπιστήμια μόνο ως ΝΠΔΔ και για ρητή απαγόρευση της ίδρυσης ανώτατων σχολών από ιδιώτες, καθιστούσαν μονόδρομο την συνταγματική αναθεώρηση για να επιτραπεί η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.
Όμως, στην περίπτωση της γνωμοδότησης Σκουρή – Βενιζέλου έχουμε να κάνουμε με ένα διαφορετικό νομικό και συνταγματικό «παράδειγμα». Σύμφωνα με αυτό το Σύνταγμα πλέον δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί υπό το βάρος του Ενωσιακού Δικαίου και της ειδικής βαρύτητάς του.
Είναι μια ερμηνεία που θεωρεί ότι οι θεμελιώσεις ελευθερίες που κατοχυρώνουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των ελευθεριών που αφορούν την εγκατάσταση αλλά και την παροχή υπηρεσιών, υπερτερούν των περιορισμών που μπορεί να έθετε το άρθρο 16 του Συντάγματος. Ουσιαστικά, θεωρούν ότι εκ των πραγμάτων οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν πλέον.
Αυτό το κάνουν απαντώντας και το ερώτημα εάν εξακολουθεί να ισχύει η ερμηνεία ότι η παιδεία – σε αντίθεση με τα επαγγελματικά δικαιώματα – αποτελεί εθνική αρμοδιότητα, άρα υπερισχύει εδώ το εθνικό δίκαιο, δηλαδή η συνταγματική απαγόρευση. Η θέση τους ως προς αυτό είναι ότι αυτό που όντως εξακολουθεί να αποτελεί εθνική αρμοδιότητα, δηλαδή τα ζητήματα που αφορούν την εθνική ταυτότητα δύσκολα μπορούν να θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνουν και το εάν υπάρχουν μη κρατικά πανεπιστήμια.
Ούτως ή άλλως, εντοπίζουν και τη μετατόπιση που υπήρξε σταδιακά και στο επίπεδο της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, με επίκεντρο την αποδοχή ότι μπορούν να αναγνωρίζονται, με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο, επαγγελματικά δικαιώματα σε τίτλους σπουδών που χορηγούνται από ιδιωτικά ιδρύματα, με βάση τους ευρωπαϊκούς κανόνες για την ισοτιμία που οδήγησε στην αναγνώριση επαγγελματικών τίτλων, από ελληνικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, ακόμη και εάν οι αντίστοιχοι ακαδημαϊκοί τίτλοι δεν θεωρούνται ισότιμοι. Παράλληλα, επισημαίνουν και περιπτώσεις όπου τελικά η ελληνική έννομη τάξη αποδέχτηκε την προτεραιότητα του ενωσιακού δικαίου ακόμη και σε σύγκρουση με ρητές διατυπώσεις του Συντάγματος, όπως στην περίπτωση της υπόθεσης με τον «βασικό μέτοχο».
Σε αυτή τη βάση είναι που υποστηρίζουν ότι οι διατυπώσεις του άρθρου 16 δεν απαγορεύουν την ίδρυση «από ελληνικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (εμπορικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με στοιχεία διασυνοριακότητας που το εντάσσουν στο πεδίο της έννομης τάξης της ΕΕ) μη κρατικού / ιδιωτικού ΑΕΙ»
Η γνωμοδότηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί λίγο πολύ σε αυτή τη βάση θα κινηθεί και η όποια προσπάθεια υπεράσπισης της σχεδιαζόμενης νομοθετικής ρύθμισης όταν αυτή αμφισβητηθεί ενώπιον των δικαστηρίων.
Τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν
Όμως, υπάρχουν ερωτήματα που εκκρεμούν. Για παράδειγμα, υπάρχει το ερώτημα του τι σημαίνει για την ελληνική έννομη τάξη η παράκαμψη τόσο ρητών διατυπώσεων. Θέλω να πω είναι ένα θέμα η σύγκρουση για τον «βασικό μέτοχο», όπου το επίδικο δεν ήταν καθαυτή η συνταγματική διατύπωση, αλλά οι νόμοι που τον εφάρμοσαν και άλλο μια συνταγματική πρόβλεψη που λέει ρητά ότι απαγορεύεται η ίδρυση πανεπιστημίων από ιδιώτες.
Ούτε μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα ότι για παράδειγμα παρά τη ρητή πρόβλεψη για παροχή δωρεάν παιδείας από τα δημόσια εκπαιδευτήρια σε όλες τις βαθμίδες, υπάρχουν δίδακτρα στα μεταπτυχιακά και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Και αυτό αφενός γιατί εξακολουθεί να υπάρχει πολιτικό ζήτημα για το εάν μπορούν να υπάρχουν δίδακτρα στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, αφετέρου στον κύριο όγκο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος από τα νηπιαγωγεία έως τις προπτυχιακές σπουδές, εξακολουθεί να ισχύει η δωρεάν παιδεία.
Όμως, τα πιο σοβαρά ερωτήματα είναι αλλού. Για παράδειγμα γιατί πρέπει να υπάρξει μια τόσο μεγάλη ανατροπή με όρους ερμηνείας του Συντάγματος (σε όλα τα επίπεδα από τη Βουλή μέχρι τα δικαστήρια) και όχι μέσα από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, που έχει ασφαλιστικές δικλείδες και πλατιά και ανοιχτή συζήτηση; Ποιος ο λόγος να εμπεδωθεί μια λογική ότι μπορεί το Σύνταγμα να παρακάμπτεται με νομοθετικά «τετελεσμένα» και την πεποίθηση ότι τα δικαστήρια θα την αποδεχτούν; Γιατί πρέπει για άλλη μια φορά να επικυρωθεί σχεδόν «βίαια» η προτεραιότητα του ενωσιακού δικαίου σε ένα θέμα σε μεγάλο βαθμό αφορά την εσωτερική πολιτική συζήτηση για το μέλλον της παιδείας; Ποιος ο λόγος να αποτυπωθεί και πάλι μια τέτοια αντίληψη ενός κράτους δικαίου όχι μόνο υπό ευρωπαϊκή εγγύηση αλλά ενίοτε και υπό ευρωπαϊκή αίρεση;
Οι πολλαπλοί συμβολισμοί των μη κρατικών ΑΕΙ
Το ζήτημα των μη κρατικών ΑΕΙ στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν ένα θέμα προσαρμογής στο ενωσιακό δίκαιο.
Για ιστορικούς λόγους η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη χώρα μας προσφέρθηκε αποκλειστικά από το κράτος και δεν έχουμε τη μακρά παράδοση παραλλαγών ιδιωτικών και μη κρατικών πανεπιστημίων που έχουν άλλες χώρες και ιδίως ο αγγλοσαξονικός κόσμος.
Εξ αρχής ήδη από τη δεκαετία του 1980 η συζήτηση για μη κρατικά πανεπιστήμια δεν αφορούσε κάποιες «θεμελιώδεις ελευθερίες». Αφορούσε μια αντίληψη, αυτή που λίγο αργότερα αρχίσαμε να αποκαλούμε «νεοφιλελευθερισμό», που θεωρούσε ότι υπάρχει πρόβλημα όταν τα αγαθά είναι δημόσια, ότι αυτά που προσφέρονται ως εμπορεύματα ενέχουν το μηχανισμό βελτίωσης που προσφέρει η αγορά και είναι καλύτερα και που υποστήριζε ότι εάν σε ένα ίδρυμα φοιτούν σπουδαστές που είναι και «πελάτες» αυτό θα διαμορφώσει μια πιο «εύτακτη» κατάσταση σε σχέση με τα σε διαρκή «αναστάτωση» (αργότερα αυτό θα αποκληθεί «ανομία») δημόσια πανεπιστήμια.
Σίγουρα υπήρχε και τότε το επιχείρημα για τους φοιτητές που πήγαιναν στο εξωτερικό, όμως ο πυρήνας του επιχειρήματος και η ιδιαίτερη φόρτιση είχαν να κάνουν με μια αντίληψη ότι εν τέλει το ιδιωτικό όχι μόνο είναι ποιοτικότερο του δημοσίου, αλλά και ότι η ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων θα βοηθήσει και την «αναμόρφωση» των δημοσίων.
Γιατί στη χώρα μας, για λόγους ιστορικούς που έχουν να κάνουν με τις προσδοκίες αλλά και διεκδικήσεις γύρω από την ανώτατη εκπαίδευση, ο δημόσιος χαρακτήρας δεν έγινε αντιληπτός μόνο με όρους τυπικού καθεστώτος και υπερέβη την έννοια του απλώς κρατικού, αφού συμπεριέλαβε στοιχεία όπως ο δημοκρατικός χαρακτήρας, η ανοιχτή συζήτηση, ένα αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και λογοδοσίας, μαζί προφανώς με την απαίτηση του δωρεάν χαρακτήρα.
Πράγμα που δείχνει ότι και τώρα το πραγματικό επίδικο είναι τι είδους ανώτατη παιδεία θέλουμε και εάν εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε την παιδεία υπό το πρίσμα μιας ισχυρής έννοιας δημόσιου αγαθού.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις