Η πρωτοτυπία της ταινίας «Ονειρικό σενάριο» (Dream Scenario, ΗΠΑ, 2023) είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, η μεγαλύτερή της δύναμη: πώς ένας απολύτως συνηθισμένος, έως και βαρετός άνθρωπος, ένας εξελικτικός βιολόγος για την ακρίβεια (αυτό και αν ακούγεται βαρετό), μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να γίνει σταρ. Πρώτο θέμα στις ειδήσεις, πρώτο όνομα στα κοινωνικά δίκτυα (για τα οποία δεν έχει ιδέα), κορυφαίος ινφλουένσιαλ, τα πάντα. Πώς; Με το να γίνει το πρόσωπο που συνοδεύει τα όνειρα όλων των ανθρώπων. Βρίσκεται, κάπως, στα όνειρα όλων! Η ιδέα είναι τόσο εξωφρενικά ακραία που μπορεί με τον κατάλληλο χειρισμό να οδηγήσει σε μια εξωφρενικά αστεία κωμωδία, όπως και γίνεται. Μόνο που ο Κρίστοφερ Μπόργκλι, ο νορβηγός σκηνοθέτης της ταινίας «Σιχάθηκα τον εαυτό μου», χάρη στην οποία πήγε στο Χόλιγουντ και γύρισε το «Ονειρικό σενάριο», δεν θα σταθεί απλώς στην κωμική διάσταση του θέματος. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να είναι μόνο κωμική. Το αντίθετο μάλιστα. Το «ταξίδι» αυτού του ανθρώπου, που ως ρόλος έδωσε την ευκαιρία στον Νίκολας Κέιτζ ύστερα από χρόνια να παίξει κάτι πραγματικά ουσιαστικό (ήταν υποψήφιος για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ερμηνείας σε κωμωδία ή μιούζικαλ), θα περάσει από πολλά στάδια και η ονειρική ζωή που υποτίθεται ότι για πρώτη φορά ζει θα πάρει τη μορφή του χειρότερου εφιάλτη. Για την ακρίβεια, οδεύει προς την καταστροφή. Ζητήματα όπως η ευκολοπιστία, η ευκολία με την οποία παρασυρόμαστε από κάτι και οδηγούμαστε σε συμπεράσματα χωρίς να έχουμε εξετάσει το θέμα σε όλες του τις διαστάσεις, η ματαιοδοξία, η εφήμερη φήμη, η «αρπαχτή» και η εμπορική εκμετάλλευση, αλλά κυρίως η σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό για το τι ακριβώς θέλουμε και τι όχι, βρίσκουν τη θέση τους σε αυτή τη διασκεδαστική ταινία που έως και ενοχλεί με την ειλικρίνειά της.

Ρομπέν των… φαπών

Να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχάς ότι ο «Μελισσοκόμος» (The Beekeeper, ΗΠΑ, 2024) δεν είναι επανέκδοση της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ούτε και το αμερικανικό ριμέικ της. Είναι η τελευταία περιπέτεια του Τζέισον Στέιθαμ, ο οποίος εκτός από κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου κάπως διαφοροποιείται – σε κάποιες ταινίες του Γκάι Ρίτσι για παράδειγμα – έχει γίνει δισεκατομμυριούχος μοιράζοντας φάπες, κάτι που ξανακάνει στον «Μελισσοκόμο», στον οποίο μάλιστα είναι και παραγωγός. Κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του, ο ήρωάς του, Ανταμ Κλέι, είναι ένας αποσυρμένος πρώην παλικαράς ειδικής κυβερνητικής υπηρεσίας των ΗΠΑ, νυν μελισσοκόμος, ο οποίος θα γίνει ο Ρομπέν των Δασών των ανήμπορων ηλικιωμένων που πέφτουν θύματα διαδικτυακής απάτης και χάνουν τις περιουσίες τους σε δευτερόλεπτα. Τα πολλά λόγια είναι πάντα φτώχεια για τον Στέιθαμ που προτιμά την άμεση δράση. Οπότε πηγαίνει με τα γεμάτα βενζίνη μπιτόνια του στα κτίρια όπου στεγάζονται οι απατεώνες και απλώς τα καίει. Πάντα με τη γαρνιτούρα του ξυλοκοπήματος – και είναι κυριολεκτικά αδύνατον να καταμετρήσεις πόσους σκοτώνει. O Στέιθαμ είναι όπως πάντα γοητευτικός στις χορογραφίες βίας, που είναι όλες στημένες πάνω του, αλλά το ενδιαφέρον εδώ είναι η έκπληξη που κρύβει το απρόβλεπτο σενάριο του σκηνοθέτη Ντέιβιντ Εγερ σε ό,τι αφορά την πηγή του κακού της ιστορίας που η ταινία καταδικάζει. Γιατί η ταινία, μέσα στην υπερβολή και την αφέλειά της, λέει κάτι σωστό: ότι αυτοί που υποτίθεται μας προστατεύουν μπορεί τελικά να είναι οι χειρότεροι εχθροί μας.

Animation έκπληξη

Τόσο για τα παιδιά όσο και – κυρίως – για ένα μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό, η ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο φίλος μου το ρομπότ» (Robot dreams, Ισπανία / Γαλλία, 2023) θα είναι μια μικρή έκπληξη. Βασισμένος στο graphic novel της Σάρα Βάρον και χωρίς διαλόγους, ο ισπανός σκηνοθέτης Πάμπλο Μπέργκερ καταφέρνει να μας κάνει συμμέτοχους στην ιστορία που ακολουθεί τη σχέση ενός σκύλου με τον καλύτερό του φίλο, ένα ρομπότ. Η πέρα για πέρα ζωοφιλική αυτή ταινία μάς μεταφέρει στο Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης των eighties και έχει ζώα στη θέση των κατοίκων της πόλης (το ανθρώπινο στοιχείο απουσιάζει πλήρως). Τα όνειρα τόσο του ρομπότ όσο και του σκύλου (που κάποια στιγμή το χάνει) δημιουργούν μια ταινία γεμάτη από έντονα συναισθήματα σε αυτόν τον γενναιόδωρο ύμνο προς τη φιλία, όπως και τη σινεφιλία, καθώς ο Μπέργκερ με έξυπνο τρόπο εντάσσει στην ιστορία μικρές, σύντομες αναφορές σε ταινίες της εποχής των eighties – από τη «Λάμψη» έως τον «Εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες». Ο,τι πιο πρωτότυπο σε animation έχουμε δει από τη χρονιά του «Flee» (2021), ο «Φίλος μου το ρομπότ» πολύ δίκαια απέσπασε πέρυσι το βραβείο καλύτερου μεγάλου μήκους animation στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου.

Παραμύθι με Ναζί

Οταν έχεις δει προσφάτως τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ και παλαιότερα ταινίες όπως τη «Λίστα του Σίντλερ» και τον «Γιο του Σαούλ», ο πήχης των προσδοκιών σου σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση ενός θέματος όπως το Ολοκαύτωμα των Εβραίων στον κινηματογράφο είναι αυτομάτως ανεβασμένος. Πολύ ψηλά. Επομένως μία ακόμα ακαδημαϊκά φτιαγμένη ταινία σχετική με το θέμα όπως το «Θαύμα: Λευκό πουλί» (White Bird, ΗΠΑ / Αγγλία, 2023) του Μαρκ Φόρστερ δεν μπορεί να σου πει και πολλά όσο έντιμη στις προθέσεις της και αν είναι. Και είναι. Μια στρωτή μεταφορά του μπεστ σέλερ της Σάρα Βάρον «Wonder», στην οποία παρακολουθούμε τη βίαιη ενηλικίωση μιας κοπέλας στην κατεχόμενη Γαλλία έτσι όπως την περιγράφει η ίδια, μεγάλη πια (Ελεν Μίρεν), στον απροσάρμοστο εγγονό της (Μπράις Γκάισερ). Το «Λευκό πουλί» έχει τη δομή ενός παραμυθιού στο οποίο ένα κοριτσάκι αντιμετωπίζει τον «κακό λύκο» που εδώ έχει τη μορφή των ναζιστών. Παλαιομοδίτικο και παρωχημένο. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας είναι η σχέση του κοριτσιού με το παράλυτο αγόρι που της προσφέρει καταφύγιο, μια ξεκάθαρη αναφορά στα κλασικά «Απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν. Συμμετέχει σε έναν μικρό ρόλο η Γκίλιαν Αντερσον («The X-Files») παίζοντας σε κόντρα ρόλο μια κατατρεγμένη μητέρα.

«Βρώμικοι» σωματοφύλακες

Μετά το περσινό «Οι τρεις σωματοφύλακες Ντ’ Αρτανιάν», το δεύτερο μέρος της τελευταίας κινηματογραφικής εκδοχής του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Δουμά, «Οι τρεις σωματοφύλακες: Μιλαίδη» (Les Trois Mousquetaires: Milady, Γαλλία, 2024) ανοίγει στις αίθουσες. Δύσκολο να το κρίνεις σαν αυτόνομη ταινία, γιατί έχει, αναπόφευκτα, την όψη επεισοδίου σειράς. Προσφέρει όμως πλούσια δράση, το film making είναι αεικίνητο και όπως και η προηγούμενη διακρίνεται από την κάπως «βρώμικη» ματιά του πάνω στο γνωστό θέμα. Γιατί οι σωματοφύλακες Αθως (Βενσάν Κασέλ), Αραμις (Ρομάν Ντιράς), Πόρθος (Πίο Μαρμάι) μαζί με τον φέρελπι Ντ’ Αρτανιάν (Φρανσουά Σιβίλ) δεν είναι τα καλύτερα παιδιά του κόσμου. Είναι αδίστακτοι μπροστά στο καθήκον της προστασίας του Λουδοβίκου 13ου (Λουίς Γκαρέλ) και δεν έχουν ενδοιασμό στο να κόψουν λαρύγγια αν το καθήκον τους το επιβάλλει. Ο σκηνοθέτης Μαρτέν Μπουρπουλόν αρνείται τον εξωραϊσμό τους και αναμοχλεύει την ψυχή τους, έχοντας βέβαια στη θέση της βασίλισσας της ταινίας τη σατανική Μιλαίδη του τίτλου, μια μοχθηρά… σέξι Εύα Γκριν σε έναν ρόλο ο οποίος, να είστε βέβαιοι, της ταιριάζει γάντι!

Ρεαλισμός και ποίηση

Παρακολουθώντας την ταινία «Το δέντρο με τις χρυσές πεταλούδες» (Bên trong vo kén vàng, Βιετνάμ /Γαλλία / Σιγκαπούρη / Ισπανία, 2023), εκτιμάς αρκετά πράγματα. Εκτιμάς τον επιτηδευμένα στατικό ρυθμό της, όπως και το γεγονός ότι δημιουργεί κλίμα μέσα από κοινότοπες, καθημερινές καταστάσεις, κουβέντες για τα πιο συνηθισμένα πράγματα. Εκτιμάς ότι ο σκηνοθέτης της, Φαμ Τιεν Αν, τολμά την απουσία ενός «καθαρού» στόρι σε μια… τρίωρη ταινία αλλά κυρίως εκτιμάς το ότι δεν δείχνει καθόλου να βιάζεται. Ο Φαμ Τιεν Αν αφήνει τον χρόνο να κυλήσει και κινηματογραφεί με μια ελευθερία που τελικά σου κεντρίζει την περιέργεια. Τόσο απλά. Ολα ξεκινούν από ένα τροχαίο ατύχημα και με αυτή την αφετηρία η ταινία μετατρέπεται σε μια τεράστια πιατέλα συναισθημάτων, διλημμάτων, διαλόγου ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Βέβαια, η διάρκειά της, 179 ολόκληρα λεπτά, με την κάμερα να εξετάζει χώρους, βλέμματα και αντικείμενα χωρίς ουσιαστική δραματουργική εξέλιξη, μπορεί να εξαντλήσει και να φέρει τον θεατή στα όρια της υπομονής του. Ωστόσο ο Φαμ Τιεν Αν είναι συνεπής σε αυτό που κάνει, δημιουργεί έναν κόσμο που ταλαντεύεται ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ποίηση και σε προσκαλεί με ευγένεια μέσα του.

Premium έκδοση ΤΑ ΝΕΑ