Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η γλώσσα του Ομήρου (Μέρος Β’)
Η γλώσσα του Ομήρου είναι στην πραγματικότητα ένα διαλεκτικό αμάλγαμα, ένα κράμα λέξεων, τύπων και δομών από διαφορετικές περιοχές και εξελικτικές φάσεις της ελληνικής ανά τους αιώνες
Έχοντας πάντα κατά νουν όσα αναφέραμε στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας σχετικά με το ομηρικό ζήτημα, μπορούμε τουλάχιστον να καθορίσουμε τα βασικά γνωρίσματα της γλώσσας των ομηρικών επών, που αποτελεί σημαντικότατο κομμάτι της γλώσσας της παράδοσης, μιας προφορικής παράδοσης αιώνων. Κατ’ αρχάς, η κυρίαρχη παρουσία ιωνικών χαρακτηριστικών καθιστά σαφές ότι η μνημειώδης αυτή ποιητική σύνθεση έγινε σε περιοχή όπου ομιλούμενη γλώσσα ήταν η ιωνική, δηλαδή στη Μικρά Ασία και τα κοντινά στις ακτές της νησιά. Ωστόσο, στα ομηρικά ποιήματα συνυπάρχουν αφενός πολλά αιολικά διαλεκτικά χαρακτηριστικά και αφετέρου ένας μεγάλος αριθμός αρχαϊσμών, που ανάγονται ίσως στους Προϊστορικούς Χρόνους. Όπως γίνεται αντιληπτό, η γλώσσα του Ομήρου, η γλώσσα του ελληνικού έπους, είναι στην πραγματικότητα ένα διαλεκτικό αμάλγαμα, ένα κράμα λέξεων, τύπων και δομών από διαφορετικές περιοχές και εξελικτικές φάσεις της ελληνικής ανά τους αιώνες.
Αναλυτικότερα, η ομηρική γλώσσα διατήρησε έναν αριθμό αρχαιότατων χαρακτηριστικών, που είχαν ήδη εξαλειφθεί από τη μυκηναϊκή διάλεκτο των πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, της παλαιότερης μέχρι τούδε σωζόμενης μορφής της ελληνικής (τα παλαιότερα δείγματά της χρονολογούνται με ασφάλεια στο 15ο αιώνα π.Χ.). Πιστεύεται ευρέως ότι τέτοιου είδους αρχαϊσμοί στα ομηρικά έπη μπορεί να προήλθαν μόνο από την ποιητική παράδοση της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας, από την ήδη συγκροτημένη κατά την Εποχή του Χαλκού ποίηση των κοινοτήτων της. Όμως, η αντίληψη αυτή για την καταγωγή της επικής παράδοσης στην υπό εξέταση περίοδο δεν αποκλείει την πιθανότητα εμφάνισης (μετά το 1200 π.Χ.) ενός πρωτοαιολικού κλάδου της επικής παράδοσης στη Θεσσαλία, που γειτνίαζε με το μυκηναϊκό νότο –γεγονός που διευκόλυνε τη μετάδοση θεματικού υλικού– και όπου είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται μια πρωτοαιολική (σύγχρονη με τη γλώσσα των μυκηναϊκών πινακίδων) κάτω από τη γλωσσική επίδραση της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας. Αξίζει να σημειώσουμε εν προκειμένω ότι στα ομηρικά ποιήματα απαντούν τύποι της ανατολικής θεσσαλικής, ο δε κεντρικός ήρωας της Ιλιάδας είναι ένας Θεσσαλός.
Μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο προβάλλονται –ήδη από το 19ο αιώνα– δύο αντικρουόμενες εκδοχές για την ερμηνεία του γλωσσικού αμαλγάματος των ομηρικών επών. Σύμφωνα με την πρώτη, σημειώθηκε παράλληλη ανάπτυξη της παλαιάς νότιας ή μυκηναϊκής (και μετέπειτα ιωνικής) και της νεότερης αιολικής παράδοσης, με αμοιβαία διάχυση τύπων και υλικού καθ’ όλη τη διάρκεια των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων (της εποχής ανάμεσα στην κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων και την εμφάνιση των πόλεων-κρατών τον 8ο αιώνα π.Χ.), σαφώς ύστερα από τη μεταφορά των δύο αυτών διαλεκτικών ομάδων στην άλλη πλευρά του Αιγαίου από τους αποίκους. Κατά μία άλλη εκδοχή, η παλαιά παράδοση της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας (του μυκηναϊκού κόσμου) σύντομα εισήλθε σε φάση παρακμής, κι έτσι το ελληνικό έπος άκμασε στη Θεσσαλία και αργότερα στις αποικίες της Ανατολής όπου μιλούσαν την αιολική. Η αιολική αυτή παράδοση, πάντα κατά την ίδια άποψη, προσέλαβε κατόπιν ιωνικά χαρακτηριστικά, κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης των Ιώνων στη Μικρά Ασία.
Οι διαθέσιμες μαρτυρίες συνηγορούν υπέρ της πρώτης θεωρίας, εκείνης της διάχυσης. Εικάζεται, δηλαδή, ότι η ομηρική γλώσσα έλκει τις ρίζες της από μια προφορική παράδοση δακτυλικής ποίησης (τα ομηρικά έπη είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο), η οποία ξεκίνησε από τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού. Όταν κατέρρευσε ο μυκηναϊκός κόσμος, η εν λόγω παράδοση αναπτύχθηκε και μεταδόθηκε σε περιοχές όπου είτε επικράτησαν εντέλει ιωνικά ιδιώματα είτε άρχισαν να σχηματίζονται οι αιολικές διάλεκτοι. Οι δύο αυτοί κλάδοι της παράδοσης, διατηρώντας πολλά αρχαϊστικά στοιχεία από παλαιότερες εξελικτικές φάσεις της ελληνικής, διαμόρφωσαν μια σχέση αμοιβαίας επίδρασης καθ’ όλη τη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων. Παράλληλα, η γλώσσα της προφορικής παράδοσης εξελίχθηκε μέσω της ενσωμάτωσης τύπων από σύγχρονες διαλέκτους. Η μακραίωνη εξέλιξη της προφορικής παράδοσης ολοκληρώθηκε στη γη της Ιωνίας, πιθανώς στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ., όταν έλαβε χώρα η σύνθεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Προϊόντος του χρόνου, με την εισαγωγή της αλφαβητικής γραφής στον ελλαδικό χώρο και τη συνακόλουθη παρακμή της προφορικής παράδοσης, τα δύο ομηρικά ποιήματα απέκτησαν πανελλήνια ακτινοβολία και μια μορφή κατά το μάλλον ή ήττον τυποποιημένη. Το μέτρο στο οποίο είχαν συντεθεί και η χαρακτηριστική, ειδικού τύπου γλώσσα τους οδήγησαν στην καθιέρωση μιας «λογοτεχνικής διαλέκτου», που άσκησε βαθύτατη επίδραση όχι μόνο σε όλες τις μεταγενέστερες επικές συνθέσεις αλλά και σε άλλα λογοτεχνικά είδη.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Αχιλλέας, ο θεσσαλικής καταγωγής κεντρικός ήρωας της «Ιλιάδας».
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η γλώσσα του Ομήρου (Μέρος Α’)
- Ιράν: «Επίπεδα άνευ προηγουμένου» στον εμπλουτισμό ουρανίου, βλέπουν Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία
- Αϊτή: Νοσοκομείο τίθεται εκτός λειτουργίας μετά την πυρπόλησή του από μέλη συμμοριών
- ΗΠΑ: Ποιες πληροφορίες έγιναν σήμερα γνωστές για τους πυροβολισμούς σε σχολείο στο Ουισκόνσιν
- ΗΠΑ: Ο Τραμπ καταθέτει μήνυση και αγωγή για δημοσκόπηση που προέβλεψε ήττα του στην Αϊόβα
- Ουκρανία: Οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι «δεν έχουν καμιά σχέση» με τη δολοφονία Κιρίλοφ
- Παλαιστίνη: Οικογένειες μηνύουν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την υποστήριξη των ΗΠΑ στον ισραηλινό στρατό