Γιατί δεν βρισκόμαστε πιο κοντά στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν
Μια πιο προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών δείχνουν ότι η ανεξαρτησία δεν είναι ακόμη στην ημερήσια διάταξη
Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ταϊβάν, τα περισσότερα δυτικά μέσα έσπευσαν να σταθούν κυρίως στην εκλογή του υπερμάχου της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε, υποψηφίου του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος, παρουσιάζοντάς την ως επιταχυντική του στόχου της ανεξαρτησίας.
Ωστόσο, δεν πρόσεξαν όσο έπρεπε το πώς όντως διαμορφώθηκαν τα αποτελέσματα σε αυτές τις εκλογές.
Καταρχάς στις προεδρικές εκλογές ο Λάι Τσινγκ-τε εξελέγη με ποσοστό 40.05%, όταν στις προηγούμενες εκλογές η υποψήφια του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος και απερχόμενη πρόεδρος Τσάι Ινγκ-γουέν είχε πάρει 57,13%.
Δηλαδή, αυτή τη φορά δύσκολα μπορεί να υποστηριχτεί ότι το Δημοκρατικό Προοδευτικό κόμμα εκπροσωπεί την απόλυτη πλειοψηφία σε επίπεδο κοινής γνώμης, σε αντίθεση με το 2020.
Έπειτα έχουν σημασία τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών που έγιναν παράλληλα με τις προεδρικές. Εκεί το παραδοσιακά πιο κοντά στο αίτημα της επανένωσης με την Κίνα Κουμιντάνγκ είχε αύξηση των εδρών που πήρε, καθώς έφτασε τις 52, ενώ το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα υποχώρησε στις 51. Αυτό σημαίνει ότι το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα και συνολικά το μπλοκ που θέλει να επιταχυνθεί η διαδικασία ανεξαρτησίας συναντούν ένα σημαντικό εμπόδιο μέσα στο νομοθετικό σώμα.
Επιπλέον, η εμφάνιση ενός τρίτου κόμματος, του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν, με επικεφαλής τον πρώην δήμαρχο της Ταϊπέι, Κο Γουν-γε δεν είναι απαραίτητα ενισχυτική του ρεύματος της ανεξαρτησίας, καθώς προσπαθεί να κινηθεί σε μια πιο «ενδιάμεση» τοποθέτηση. Πάντως το αποτέλεσμα του Κο ήταν εντυπωσιακό στις προεδρικές εκλογές αφού πήρε 26,46%
Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι η αντίδραση της Κίνας ήταν μάλλον χαμηλών τόνων ως προς τις ίδιες τις εκλογές, με τους υψηλούς τόνους να αφορούν κυρίως όσες δηλώσεις από δυτική πλευρά παρέπεμπαν σε επιθυμία αναγνώρισης της ανεξαρτησίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι δεν είναι δεδομένο ότι η Κίνα αυτή τη στιγμή προκρίνει την επανένωση, ακόμη και με βίαιο τρόπο. Αυτό που κυρίως θέλει να αποτρέψει το Πεκίνο είναι οποιοδήποτε βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, ιδίως από τη στιγμή που θεωρεί ότι τυχόν επιστροφή της συζήτησης για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν δεν θα αποτυπώνει τόσο τη βούληση των ίδιων των κατοίκων της νήσου, όσο την προσπάθεια των ΗΠΑ να υποδαυλίσουν μια εστία ανάφλεξης πολύ κοντά στα σύνορα της Κίνας και γύρω από ένα θέμα που αποτελεί απόλυτη κόκκινη γραμμή για το Πεκίνο.
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με οικονομικούς υπολογισμούς. Παρά την αυξανόμενη ένταση της ρητορικής και παρά το γεγονός ότι στις νεότερες γενιές στην Ταϊβάν το αίτημα της ανεξαρτησίας έχει μεγαλύτερη απήχηση, στον βαθμό που διαμορφώνονται και στοιχεία μιας διακριτής ταϊβανέζικης ταυτότητας, την ίδια στιγμή οι οικονομικές σχέσεις της Ταϊβάν με την ηπειρωτική Κίνα παραμένουν ιδιαίτερα πυκνές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και τώρα πάνω από το 50% των κινεζικών επενδύσεων στο εξωτερικό κατευθύνονται προς την ηπειρωτική Κίνα. Και μπορεί οι ΗΠΑ να έχουν προσπαθήσει να υπονομεύσουν αυτή τη σχέση με διάφορους τρόπους, π.χ. με την επιβολή κυρώσεων που έχουν ως αποτέλεσμα η Κίνα να μην μπορεί πλέον να προμηθευτεί μικροτσίπ τελευταίας γενιάς από την Ταϊβάν που βρίσκονται στην κορυφή αυτού του κλάδους παγκοσμίως.
Την ίδια στιγμή το γεγονός ότι σε αντίθεση με το παρελθόν υπάρχει και τρίτος πόλος μέσα στο κοινοβούλιο, αυτός του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν, που μάλιστα θα έχει και ρόλο ρυθμιστή αφού μόνο με τη δική του συναίνεση θα μπορεί ο κάθε ένας από τους βασικούς πόλους θα έχει την πλειοψηφία. Άλλωστε, η εκλογική του άνοδος αποτυπώνει και τη διάθεση μερίδας των πολιτών η πολιτική συζήτηση να μην μονοπωλείται από το θέμα των σχέσεων με την Κίνα αλλά να αφορά και τα ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής συζήτησης, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων δημοκρατικής λογοδοσίας.
Από τη μεριά του το Πεκίνο επιμένει απλώς να διατυπώνει τις πάγιες θέσει τους σε σχέση την επανένωση και να υπογραμμίζει ότι το βασικό είναι η διεθνής κοινότητα να αποδεχτεί τη θέση της «μίας Κίνας», δηλαδή τη θέση ότι είναι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αυτή που εκπροσωπεί την Κίνα και όχι η Ταϊβάν. Είναι σε αυτό το φόντο που η κινεζική κυβέρνηση χαιρέτησε την απόφαση του Ναουρού, μιας μικρής νησιωτικής χώρας της Ωκεανίας που ανακοίνωσε στις 15 Ιανουαρίου ότι διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν και πλέον επίσημους διπλωματικούς δεσμούς θα έχει με την Κίνα, παρότι στο παρελθόν το Ναουρού είχε επιλέξει να διαρρήξει δεσμούς με την Κίνα και να συνάψει δεσμούς με την Ταϊβάν, εκτός όλων και στη βάση της οικονομικής βοήθειας που έλαβε από την τελευταία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έσπευσαν να συγχαρούν τον Λάι για την εκλογική νίκη του. Βεβαίως, η ίδια η δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν γραμμένη στο πλαίσιο της «στρατηγικής αμφισημίας», υπογραμμίζοντας τη συνεργασία ανάμεσα στους δύο λαούς που στηρίζεται στις δημοκρατικές αξίες, συνεργασία που αφορά τους οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς και τους δεσμούς ανάμεσα στους δύο λαούς. Την ίδια στιγμή η ανακοίνωση υπογράμμισε ότι η σχέση ΗΠΑ και Ταϊβάν είναι ανεπίσημη και εξακολουθεί να ορίζεται από την πολιτική της «μίας Κίνας», την Πράξη για τις σχέσεις με την Ταϊβάν, τα τρία κυβερνητικά ανακοινωθέντα και τις έξι διαβεβαιώσεις, δηλαδή όλο το πλαίσιο που ορίζει ότι οι ΗΠΑ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν πλήρως μόνο την Κίνα και δεν θέτουν ζήτημα αναγνώρισης ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, την ώρα που αποτελούν τη βασική δύναμη που υποστηρίζει πολλαπλά την Ταϊβάν.
- Μπαρτσελόνα: Ο Γιαμάλ χάνει και το παιχνίδι με τη Θέλτα
- Στο στόχαστρο της Amazon και της SpaceX τα εργασιακά δικαιώματα, με τις ευλογίες του Τραμπ
- Υποκειμενική φτώχεια: Γιατί οι 7 στους 10 αισθανόμαστε φτωχοί; – Τι απαντάνε ειδικοί
- Coachella 2025: Lady Gaga, Green Day, Post Malone και Travis Scott είναι οι φετινοί headliners
- Και το ΠΑΣΟΚ εγένετο αξιωματική αντιπολίτευση
- Ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού: Τα κόμματα και οι ευθύνες τους