Βασίλης Τσιτσάνης, 40 χρόνια μετά
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ανέδειξε ερμηνευτές, άφησε ως παρακαταθήκη τραγούδια που μπορούν να γεμίσουν ένα ολόκληρο πρόγραμμα σε μουσική σκηνή, συνδύασε με τρόπο ευρηματικό τους «ανατολικούς» δρόμους με τα δυτικά μουσικά στοιχεία
- «Θα κάνω αγωγή στο μαγαζί» - Τι ανέφερε ο πατέρας παιδιού που δηλητηριάστηκε από αλκοόλ
- Τι συμβαίνει με τον υδράργυρο στις κονσέρβες τόνου – Τι πρέπει να γνωρίζουν οι καταναλωτές
- Έφυγε από τη ζωή ο δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Μανιμανάκης
- «Από άγνωστο ρήγμα» προήλθαν τα 5,2 Ρίχτερ που ταρακούνησαν τη Χαλκιδική
Είναι ο συνθέτης που διαμόρφωσε εν πολλοίς την εικόνα του λαϊκού τραγουδιού, έτσι όπως το ακούμε μέχρι τις μέρες μας από τις μεγαλύτερες και νεότερες φωνές.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και πέθανε, σαν σήμερα, το 1984, ανέδειξε ερμηνευτές, άφησε ως παρακαταθήκη τραγούδια που μπορούν να γεμίσουν ένα ολόκληρο πρόγραμμα σε μουσική σκηνή, συνδύασε με τρόπο ευρηματικό τους «ανατολικούς» δρόμους με τα δυτικά μουσικά στοιχεία.
Σήμερα που συμπληρώνονται 40 χρόνια από τον θάνατό του, στο Λονδίνο, αρκετοί φορείς φιλοξενούν αφιερώματα στη μνήμη του.
Εκτός συναγωνισμού, φυσικά, έδωσε ως παρακαταθήκη τον λεγόμενο «δεύτερο εθνικό ύμνο» των Νεοελλήνων, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», ενώ τουλάχιστον μία φορά κατάφερε να συμπυκνώσει το κλίμα μιας εποχής με το «Μην απελπίζεσαι» (το τραγούδι που ακούγεται ακριβώς για τον ίδιο λόγο στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου).
Από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού – στις ίδιες κορυφές με τους Καλομοίρη, Βαμβακάρη, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, για να μείνουμε στη γενιά του –, απέκτησε και ως ένα σημείο ανέθρεψε μια προσωπική μυθολογία που διαπερνούσε τη λαϊκή πίστα, τη νύχτα, τις φωνές της Νίνου, της Μπέλλου, του Μπιθικώτση και του Καζαντζίδη φτάνοντας ως τον Γιάννη Τσαρούχη και τους κινηματογραφικούς σταρ της δεκαετίας του 1960.
Σε αυτήν ανήκει και συναισθηματική γεωγραφία που απλώνεται από τη γενέτειρά του, τα Τρίκαλα, έως τη Θεσσαλονίκη και την υπόγεια Αθήνα.
Σήμερα που συμπληρώνονται 40 χρόνια από τον θάνατό του, στο Λονδίνο, αρκετοί φορείς φιλοξενούν αφιερώματα στη μνήμη του.
Το Δεύτερο Πρόγραμμα, για παράδειγμα, εκπέμπει μέρος του προγράμματός του από τα Τρίκαλα και το Μουσείο Τσιτσάνη, στο οποίο διαμορφώθηκε ειδικό στούντιο μέσα στον εκθεσιακό χώρο.
Στη διάρκειά του οι ακροατές θα ακούσουν τον ίδιο τον Τσιτσάνη να αυτοβιογραφείται, με τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς θα «καταδυθούν» στο έργο του, θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν σπάνια ντοκουμέντα αρχείο της ΕΡΤ και θα απολαύσουν 10 ερμηνευτές σε πρωτότυπες και αποκλειστικές ερμηνείες/επανεκτελέσεις ισάριθμων τραγουδιών του Τσιτσάνη, που ηχογραφήθηκαν ειδικά για το αφιέρωμα.
Ανάμεσά τους η Δήμητρα Γαλάνη ερμηνεύει ξανά το «Ακρογιαλιές Δειλινά» και ο Μανώλης Μητσιάς την «Αχάριστη».
«ΤΑ ΝΕΑ» απευθύνθηκαν στον ερευνητή της λαϊκής μουσικής Παναγιώτη Κουνάδη και τον συνθέτη Βαγγέλη Κορακάκη για να μιλήσουν σχετικά με την κληρονομιά του Βασίλη Τσιτσάνη.
Παναγιώτης Κουνάδης: «Έβλεπε γύρω του και έγραφε τραγούδια για όλους»
Ολα τα τραγούδια του είναι έργα τέχνης και από άποψη θέματος αλλά και μουσικής.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Τσιτσάνης είναι ότι εμφανίζεται σε μια στιγμή πολύ κρίσιμη για το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι.
Το 1937 μπαίνουν σ’ εφαρμογή οι όροι των επιτροπών λογοκρισίας από τον Μεταξά.
Το ρεμπέτικο τότε κινδύνευσε να καταστραφεί γιατί μέχρι τότε είχαν μάθει να γράφουν – σε θέματα και μουσικές – ελεύθερα.
Μπήκαν φραγμοί όχι μόνο στους στίχους αλλά και στη μουσική σύνθεση διότι επεδίωκαν να εξ-ευρωπαΐσουν το τραγούδι.
Να κόψουν δηλαδή κάθε ρίζα με την Ανατολή.
Τότε εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και εξαιτίας του μεγάλου ταλέντου του κατορθώνει και παίζει σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες της λογοκρισίας αφού έφτιαχνε αριστουργήματα.
Ενώ υπήρχε η παλιά γενιά των Μικρασιατών, ο Τούντας, ο Σκαρβέλης, ο μεγάλος συνθέτης Παπάζογλου, από το 1925 και έπειτα, αλλά και ο Βαμβακάρης ο οποίος μπήκε από το 1932 ως δυναμικός και ταλαντούχος.
Εκεί εμφανίζονται οι νέοι Χατζηχρήστος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, αργότερα ο Μητσάκης.
Έτσι δίνεται μια συνέχεια στο ρεμπέτικο, με αλλαγή κυρίως στη θεματολογία.
Παραγκωνίστηκαν οι στίχοι που μιλούσαν για φυλακές και ουσίες και κυριάρχησε στο τραγούδι ο έρωτας.
Βέβαια πρέπει εδώ να πούμε ότι ο Τσιτσάνης δεν σταμάτησε να γράφει σπουδαία τραγούδια με θέματα κοινωνικά.
Επίσης κάτι που αγνοούν οι περισσότεροι είναι πως την εποχή που οι σπουδαίοι συνθέτες διευθύνουν τις εταιρείες – Περιστέρης, Μάτσας, Τούντας, Σκαρβέλης – είναι τότε ανοιχτόκαρδοι.
Οταν λοιπόν εμφανίζεται ένα καινούργιο πρόσωπο όπως ο Τσιτσάνης – και ο Παπαϊωάννου την ίδια εποχή – ανοίγουν τον δρόμο και του δίνουν τον αέρα για να γράψει.
Εδώ λοιπόν πρέπει να τονίσουμε και τη συμβολή των παλιών συνθετών που είναι εκείνοι οι οποίοι ηγούνται τότε στη δισκογραφία.
Μάλιστα έχω μια ωραία μαρτυρία της κόρης του Τούντα, της Ιωάννας, η οποία όταν πήγαινε να εισπράξει χρήματα από την Columbia και συναντούσε τον Βασίλη Τσιτσάνη της έλεγε πόσο πολύ τον είχε βοηθήσει ο πατέρας της.
Υπήρχε μια σύμπνοια ανάμεσα στους συνθέτες του ρεμπέτικου – στο μεγαλύτερο ποσοστό.
Και αυτό διαφαίνεται από όλες τις συζητήσεις που εγώ συνάντησα.
Ο Τσιτσάνης για μένα είναι σπουδαίος γιατί από τα περίπου 600 τραγούδια που έχει γράψει, υπάρχει αυθεντική δημιουργία.
Μόνο ένα τραγούδι έχει πάρει από μια παρτιτούρα του 1903 στην Κωνσταντινούπολη, το «Εμαθα κυρά πως έχεις/ βάρκα γιαλό».
Είχε έρθει μάλιστα σε αντιπαράθεση με τους «ινδοκλέφτες» της εποχής.
Για να τους πολεμήσει μάλιστα έγραψε δυο-τρία τραγούδια ινδικά και είχε πει σε συνέντευξή του «αναγκάζομαι να συναγωνίζομαι τους μεγάλους ινδούς συνθέτες για να αντιπαρατεθώ στους κλέφτες».
Σπουδαίο ταλέντο
Ο Τσιτσάνης για να καταλάβουμε πόσο σπουδαίος είναι, πρέπει να πούμε ότι μέχρι να κλείσει το εργοστάσιο λόγω πολέμου, ως νεαρό παιδί, ηχογραφεί περίπου 100 τραγούδια, ο Τούντας 52, ο Περιστέρης 38 και ο Βαμβακάρης 28.
Οι υπεύθυνοι των εταιρειών έβλεπαν ότι ήταν ένα παιδί ταλαντούχο και του άνοιξαν τον δρόμο. Αυτά τα τραγούδια στην πλειονότητά τους είχαν κλίμακες ανατολίτικες.
Ηταν η τάση της εποχής. Αργότερα διαφοροποιήθηκε, ενστικτωδώς θεωρώ αφού δεν είχε μουσικές γνώσεις.
Επιανε το μπουζούκι και έφτιαχνε μελωδίες όπως τις φανταζόταν.
Ο θείος μου Αργύρης Κουνάδης – μεγάλος μουσικός της κλασικής και λάτρης του ρεμπέτικου – κάποια στιγμή μού είπε το εξής: «»Η αρχόντισσα» και «Η αχάριστη» έκαναν τους μουσικούς κλασικής να πουν «αυτό είναι κάτι άλλο πολύ διαφορετικό».
Ή το «Αργοσβήνεις μόνη» το οποίο εναλλάσσει τρεις-τέσσερις διαφορετικές μελωδίες». Αυτά είναι σπουδαία τραγούδια – και όχι τα μοναδικά – που αποτυπώνεται με ευκρίνεια η μουσική του ευφυΐα.
Βέβαια θα ήταν άστοχο να συγκριθεί με τους άλλους δημιουργούς εκείνης της εποχής διότι κατά την άποψή μου ο καθένας έχει συνδράμει με το ταλέντο του.
Ο Βαμβακάρης για παράδειγμα ήταν ο αυθόρμητος συνθέτης που έγραψε για ό,τι τον απασχολούσε και το έκανε με έναν τρόπο μοναδικό.
Εκανε τα βάσανά του τραγούδι.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης βλέπει τι συμβαίνει γύρω του, στο περιβάλλον του και γράφει τραγούδια για όλους.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μια ακόμη σπάνια πληροφορία: όταν ο Τσιτσάνης τελείωνε το πρόγραμμά του στην Καισαριανή, καθόταν και μελετούσε τα πιο δύσκολα τραγούδια του Βαμβακάρη!
Ηταν ο καλύτερος ερμηνευτής των τραγουδιών του Βαμβακάρη.
Ευτύχησα να τον γνωρίσω και μάλιστα σε πάρα πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής του.
Από τα πρώτα βασικά χαρακτηριστικά που μπορούσε να διακρίνει κάποιος ήταν η καλοσύνη του.
Ηταν ενωτικός με τους συνεργάτες του και αλληλέγγυος με πράξεις γενναιόδωρες που δεν έχουν γίνει γνωστές.
Τις γνώριζαν ελάχιστοι γιατί έτσι ήθελε.
Βαγγέλης Κορακάκης: «Είχε μια δική του αποστολή και την υπηρέτησε με τον υψηλότερο τρόπο»
Είμαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος που υπήρξε αυτός ο μουσικός.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης μού έχει καθορίσει τα πάντα.
Είναι μέγιστος μουσικός και αποτέλεσε την αφορμή για να εμπλακώ κι εγώ στην περιπέτεια της μουσικής.
Αγαπώ όλα τα τραγούδια του αλλά – χωρίς να γνωρίζω τον λόγο – ξεχωρίζω το «Αντιλαλούνε τα βουνά». Είναι τεράστιο τραγούδι.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ένας σοφός άνθρωπος και αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αν παρατηρήσει τη διαδρομή που ακολουθεί – κατά κάποιον τρόπο – από τη σύλληψη του τραγουδιού μέχρι την τελική μορφή που του δίνει.
Είναι πολύ δουλεμένα, φέρουν τον μόχθο του και την αγάπη του για την τέχνη του.
Ηταν ο σπουδαίος σολίστας του μπουζουκιού, κάθε τραγούδι παιγμένο από εκείνον ακούγεται διαφορετικά.
Επίσης αγαπούσε τους σπουδαίους τραγουδιστές, γι’ αυτό και διάλεξε για να ερμηνεύσουν τα κομμάτια του φωνές όπως ο Τσαουσάκης, η Μπέλλου, η Γεωργακοπούλου, ο Παγιουμτζής κ.ά. Διαθέτει τελειότητα τόσο στον στίχο όσο και στη σύνθεση.
Ο «Πατριάρχης των πάντων» είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης, δεν το συζητώ.
Ομως ο Τσιτσάνης έφερε κάτι καινούργιο με τα τραγούδια του στην ελληνική μουσική πραγματικότητα.
Και αν καθίσουμε να το αναλύσουμε, ίσως δεν θα καταφέρουμε ποτέ να το αποδώσουμε σωστά, διότι υπάρχουν πράγματα στην τέχνη που δεν εξηγούνται.
Είχε μια δική του αποστολή και την υπηρέτησε με τον υψηλότερο τρόπο. Ο Τσιτσάνης είναι η Ελλάδα.
Τα τραγούδια του μπορούσαν να αγγίξουν ακόμα και εκείνους που δεν αγαπούσαν το είδος.
Τον Βασίλη Τσιτσάνη τον γνώρισα όταν ήμουν ακόμη μαθητής στο γυμνάσιο στην Καισαριανή.
Πήγαινα έξω από το μαγαζί όταν κάνανε πρόβες με τις ώρες και τους παρακολουθούσα. Κάποια στιγμή τον πλησιάζω για να μου δώσει συνέντευξη για το περιοδικό που βγάζαμε στο σχολείο.
Δεν έγινε η συνέντευξη αλλά μου χάρισε πένες που έπαιζε το μπουζούκι του.
Δώρο πανάκριβο!
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις