Λόρδος Βύρων: «Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει σωτηρία στον κόσμο αυτόν»
Ο Βύρων ενσάρκωνε την επαναστατική ορμή της ρομαντικής νεότητας
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
[…]
Η αίσθηση που προκάλεσε ο θάνατος του Βύρωνα φαίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή, αν σκεφθή κανείς ότι ο ποιητής εγκατέλειψε την Βρεταννία στις 25 Απριλίου του 1816 εν μέσω βαθυτάτης γενικής αποδοκιμασίας και περιφρονήσεως, μετά την τραγική διάλυση του γάμου του και ύστερα από μια περίοδο οκτώ ετών κατά την διάρκεια της οποίας η φήμη του ακόλαστου και του διεφθαρμένου είχε ήδη αρχίσει να βλάπτη την ποιητική του δόξα. Ήταν οριστικά ένας απόβλητος από τα κοινωνικά ήθη. Οι Βρεταννοί που έρχονταν από την επαρχία στο Λονδίνο έβαζαν τα γυαλιά ή τα φασαμαίν τους (σ.σ. ματογυάλια με χειρολαβή) όταν περνούσε, και τον κύτταζαν σαν να ήταν άγριο θηρίο. Οι κυρίες της καλής κοινωνίας δασκάλευαν τα κορίτσια τους, όταν τον συναντούν στον δρόμο να επιταχύνουν το περπάτημά τους και να μην τον κυτττάζουν στο πρόσωπο — τόσο επικίνδυνο θεωρείτο το διαπεραστικό βλέμμα που μπορούσε να ρίξη σε ένα απροστάτευτο θηλυκό!
Όλα πήγαιναν από τότε στραβά για τον Βύρωνα. Ο εκδότης του δεν έσπευδε να τυπώση τα ποιήματα που του έστελνε αμέσως, αλλά άφηνε αρκετό καιρό να περάση, προκειμένου να το σκεφθή καλά και να διαπιστώση, όσο το δυνατόν σαφέστερα, την λογοτεχνική τους αξία.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.4.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ήδη είχε στο παρελθόν του την μποέμικη, γεμάτη απολαύσεις εποχή της Βενετίας, και κατόπιν της Ραβέννας, όπου εγκαταστάθηκε για να μεταβληθή σε συνοδό, και φυσικά εραστή, της Ιταλίδας αριστοκράτισσας Τερέζα Γκουιτσιόλι. Ωστόσο, ο ρόλος του συνοδού μιας έστω ωραίας γυναίκας, παρ’ όλο ότι ο δεσμός αυτός ικανοποιούσε απόλυτα τόσο τις αισθήσεις του όσο και τον εγωισμό του, δεν τον γέμιζε πια. Αναπολούσε μια ζωή γεμάτη δράση, περιπέτεια και κινδύνους. Και πάνω από όλα, την ηλεκτρική εκκένωση που πάντοτε του έδινε η αλλαγή, η καινούργια εμπειρία.
Η αφορμή τού δόθηκε τον Μάιο του 1923, όταν συγκεκριμένα έμαθε ότι είχε εκλεγή μέλος της Ελληνικής Επιτροπής, του σώματος δηλαδή που είχε ιδρύσει ο Χομπχάουζ με σκοπό την στήριξη των Ελλήνων πατριωτών που είχαν επαναστατήσει εναντίον των Οθωμανών εξουσιαστών τους. Αρχικά δίστασε, γιατί, όπως πληροφόρησε τον Χομπχάουζ, η αποστολή του στην Ελλάδα προσέκρουε σε «ένα ιδιωτικής φύσεως πρόβλημα». Παρ’ όλα αυτά πάντως η κοντέσσα Γκουιτσιόλι δεν φάνηκε ικανή να τον κρατήση για πολύ καιρό.
Τα κίνητρα του Βύρωνα, την εποχή ακριβώς που αποφάσιζε να ταξιδέψη στην Ελλάδα, ήταν κατά κάποιον τρόπο ασαφή και έντονα προσωπικά. Περισσότερο θα έπρεπε να τα δη κανείς σαν κάτι συμβολικό, αφού στην Ελλάδα είχε περάσει τα ευτυχέστερα χρόνια της νεότητάς του. Εκεί και πάλι ήλπιζε ότι θα μπορούσε να κάνη κάτι που θα τον δόξαζε για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Πολύ συχνά πάντως την εποχή εκείνη ο Βύρων είχε μιλήσει ελαφρά και κοροϊδευτικά για τα ίδια του τα ρομαντικά σχέδια. Από την μια μεριά χαρακτήριζε τους Έλληνες της εποχής εκείνης σαν μια «δράκα αρπακτικών κακούργων» και από την άλλη οραματιζόταν την γκρίζα ελληνική πέτρα κάτω από την οποία ήλπιζε ότι θα τον θάψουν. Το βέβαιο πάντως ήταν ότι δεν περίμενε ότι θα επέστρεφε πίσω.
«Υπήρχε μια απελπισία μέσα του» γράφει η έμπιστη φίλη του Λαίδη Μπλέσσινγκτον σ’ ένα γράμμα της. «Εγκατέλειπε τον εαυτό του στην μοίρα του με τέτοια καρτερία, που κι’ ένας κοινός άνθρωπος θα τον λυπόταν». Η Λαίδη Μπλέσσινγκτον πιστεύω ότι έβλεπε τον Βύρωνα πολύ πιο σωστά από πολλούς άλλους στενούς φίλους του, που είχαν την τάση να προσέχουν και να αναφέρονται στα πιο φανταχτερά χαρακτηριστικά του. Ο Χομπχάουζ, σαν παράδειγμα, πάντοτε τόνιζε ότι ο Βύρων επεδίωκε πάντοτε να «σοκάρη» την καλή βρεταννική κοινωνία με τα καμώματά του. Αν εξαιρέση όμως κανείς την περίοδο της διαλύσεως του γάμου του και τα χρόνια που επακολούθησαν, ο Βύρων, σ’ ολόκληρη σχεδόν την υπόλοιπη ζωή του, δεν έκανε τίποτε προκλητικό ή, γενικά, άξιο να σοκάρη τους αριστοκράτες του κύκλου του. Η Μπλέσσινγκτον αναφέρει επίσης πως μάταια προσπαθούσε για πολύ καιρό να παρασύρη τον Βύρωνα σε μια σοβαρή συζήτηση. Εκείνος πάντοτε προτιμούσε να μιλά για τα διάφορα κουτσομπολιά και τα σκάνδαλα της καλής κοινωνίας, για τις γνωριμίες και τις κοπέλλες που συναντούσε, καθώς και τους δανδήδες με τους οποίους έκανε παρέα.
«Μάταια», γράφει, «προσπαθούσα να βρω στο πρόσωπό του έναν έστω κατ’ όψη ήρωα: το παλτό του συνήθως του έπεφτε πολύ φαρδύ εξ αιτίας του ότι είχε αδυνατίσει απότομα, τα μαυροκόκκινα μαλλιά του είχαν αραιώσει και διέκρινε κανείς αρκετά γκρίζα σημεία».
Η φίλη του Βύρωνα, πάντως, ομολογεί ότι, παρά την μανία που έτρεφε για κάθε τι εντυπωσιακό και κτυπητό, δεν είχε κατά κανένα τρόπο επιπόλαιο χαρακτήρα. Ο ποιητής είχε πράγματι μερικές δαιμονικές πλευρές και κυρίως καταδιωκόταν από την αίσθηση της δικής του μοίρας, της μοίρας που του είχαν κληροδοτήσει οι εξ ίσου περίεργοι και όχι πολύ ευτυχείς πρόγονοί του.
Δεν είναι υπερβολικό να σκεφθή κανείς ότι κυριολεκτικά επεδίωξε κατά κάποιο τρόπο την καταστροφή του, προχωρώντας χωρίς δεύτερη σκέψη σε μια πράξη που πάντα θεωρείτο —και είναι ακόμη— ποινικό αδίκημα, στην αιμομικτική δηλαδή σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα Λη. Φρόντισε να βεβαιώση τους φίλους του που προσπάθησαν να τον αποτρέψουν ότι «ούτως ή άλλως δεν υπάρχει σωτηρία στον κόσμο αυτόν» και ποτέ δεν επεδίωξε να κρύψη τον καινούργιο αυτόν έρωτά του. Η… τελειότης του σκανδάλου που ξέσπασε (διέδιδε μάλιστα πως του ήταν αδύνατον να καταλάβη το ότι η γυναίκα του δεν μπορούσε να τον συγχωρήση) θα του έδωσε μια παράξενη και σκοτεινή ικανοποίηση. Ο Βύρων, παράλληλα, ήταν περισσότερο μοιρολάτρης παρά ελαφρός και επιπόλαιος αμοραλιστής.
«Πάντοτε πίστευα», έλεγε κάποτε, «πως όλα τα πράγματα εξαρτώνται από την Τύχη — εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Και προσέθετε: «Το πιο πολύτιμο πράγμα στην ζωή είναι να νοιώθης ότι υπάρχεις, είναι η αίσθηση. Ακόμη και αν νοιώθης πόνο». Σε κάποιο άλλο σημείο έγραφε: «Στο ζενίθ του πόθου και της απόλαυσης δεν υπάρχει ένα ίχνος αμφιβολίας και λύπης; Δεν υπάρχει ένας φόβος γι’ αυτό που πρόκειται να έρθη, μια αμφιβολία για το τι είναι όλα αυτά;»
[…]
Ο Βύρων ήταν πραγματικά ωραίος άντρας. Σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι οι φίλοι του, και άλλωστε αυτό ήταν η αιτία της ματαιοδοξίας που τον διέκρινε. […] Ήταν υπερήφανος για τα μικρά λευκά χέρια του και για τα σχεδόν τέλεια δόντια του. Ήταν πράγματι όμως ωραίος όπως εννοούμε την έννοια αυτή σήμερα; Εδώ τα πράγματα δεν φαίνονται πολύ ξεκάθαρα, αν σκεφθή κανείς ότι το ένα του μάτι ήταν πιο μεγάλο από το άλλο, ότι η άκρη της μύτης του ήταν λιγάκι εξογκωμένη και, φυσικά, το ένα του πόδι ήταν κουτσό, πράγμα που του έδινε το χαρακτηριστικό, διστακτικό κάπως, περπάτημά του. Το σώμα του είχε καλές αναλογίες, ήταν γυμνασμένο —από την πυγμαχία, την ξιφασκία και το κολύμπι, στα οποία επιδιδόταν— και αρκετά μυώδες. Όποτε ξέφευγε από την αυστηρή του δίαιτα, πάχαινε επικίνδυνα και πολύ εύκολα.
Η φήμη του Βύρωνα σαν «αδίστακτου αμοραλιστή» δεν ήταν, πάντως, χωρίς βάση.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι αποτελούσε άτομο που ανήκε στην τάξη αυτών που είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα στον ερωτικό – σεξουαλικό τομέα. Τα πάθη του, συχνά, τον ανάγκαζαν να βρίσκεται μέσα σε εντελώς απρόβλεπτες και όχι πάντοτε αρμόζουσες γι’ αυτόν καταστάσεις. Αφηγείται συγκεκριμένα ο προσωπικός του γιατρός ότι, όταν στα 1816 εγκατέλειψε για τελευταία φορά την Βρεταννία, ελάχιστη ώρα αφότου έφθασε στο Καλαί και μπήκε στο ξενοδοχείο όπου θα διανυκτέρευε, «μόλις έκλεισε την πόρτα του δωματίου του έπεσε σαν κεραυνός πάνω στην καμαριέρα του».
Είναι γνωστό ότι οι ερωτικές του προτιμήσεις δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στις γυναίκες. Ακόμα από την εποχή του Χάρροου περιβαλλόταν από μια ολόκληρη αυλή θαυμαστών και ευνοουμένων του, ενώ στο Καίμπριτζ «υπέκυψε στο βίαιο αλλά αγνό πάθος του» για έναν ξανθό κορίστα συμφοιτητή του, τον Τζων Έντελστον. Στην Βενετία, ανέφερε κάποτε ο Σέλλεϋ, «περιβαλλόταν από χαμένα κορμιά, που σχεδόν είχαν χάσει τα χαρακτηριστικά και την φυσιογνωμία των αντρών, και που δεν δίσταζαν να ομολογήσουν ότι επιδίδονταν σε ερωτικές συνήθειες που όχι μόνο δεν θα τολμούσε ποτέ κανείς να αναφέρη, αλλά στην Βρεταννία ήταν τελείως ανήκουστες».
Ο τελευταίος έρωτας στην ζωή του, στο Μεσολόγγι, ήταν ένας ωραίος Έλληνας έφηβος, ο Λουκάς Χαλανδριτσάνος, για τον οποίο μάλιστα είχε γράψει κι’ ένα ποίημα, όπου εξέφραζε τον χωρίς ανταπόκριση έρωτά του γι’ αυτόν. Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1887.
Ποια εντύπωση θα προξενούσε σήμερα ο Βύρων; Στις μελαγχολικές και «μαύρες» του στιγμές ήταν αδύνατον να επικοινωνήση κανείς μαζί του: κλειστός, απόκοσμος, με ύφος ανάλογο προς τον τίτλο του. Ήταν μάλλον ντροπαλός άνθρωπος. Μόλις όμως κατάφερνε να ξεπεράση την ντροπαλοσύνη του αυτή, γινόταν ο ελαφρός, ομιλητικός τύπος με την γνωστή του αγάπη για τα κουτσομπολιά, για τα αστεία. Αγαπούσε να γελάη και παρά το γεγονός ότι προτιμούσε την συντροφιά των αντρών (τις γυναίκες τις σκεπτόταν μόνον όταν υπήρχε θέμα ερωτικό, άλλωστε πρέσβευε ότι «ο έρωτας είναι η αντίθεση της φιλίας») σπάνια θα μπορούσε να τον δη κανείς χωρίς γυναίκες γύρω του.
Αυτός ήταν ο άνθρωπος του οποίου ο θάνατος θεωρήθηκε εθνική απώλεια. Σαν άνθρωπος της δράσεως ο Βύρων δεν κατάφερε πολλά πράγματα. Παρά το γεγονός όμως ότι όλες σχεδόν οι πρακτικές προσπάθειές του απέτυχαν, άφησε πίσω του έναν γοητευτικό μύθο, που αποτελεί βέβαια ένα μικρό μόνο στοιχείο του ανθρώπου. Τα πραγματικά ανθρώπινα χαρίσματά του ήταν πολύ πιο σημαντικά απ’ όσο μας άφησε να αντιληφθούμε μέχρι στιγμής ο μύθος που τον ακολουθεί. Αλλά αυτή η «ηρωική αχλύς» που τον ακολουθούσε βοήθησε να διαμορφωθούν οι σκέψεις και οι επιδιώξεις αμέτρητων νέων ανθρώπων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Βύρων ενσάρκωνε την επαναστατική ορμή της ρομαντικής νεότητας. Και γι’ αυτό, όταν την 19η Απριλίου του 1824 άφηνε την τελευταία του πνοή —κτυπημένος όχι από πυρετό, αλλά από χρονία φλόγωση του εγκεφάλου, κατά μία εκδοχή, ή οξεία ουραιμική δηλητηρίαση, κατά την άλλη—, όλοι, και ιδιαίτερα οι νέοι, ένοιωσαν, όπως είπε ο Τόμας Καρλάυλ, ότι «έχασαν έναν αδελφό».
*Άρθρο που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 28 Απριλίου 1974 και έφερε τον τίτλο «Τζωρτζ Γκόρντον Λόρδος Μπάυρον – Ο άνθρωπος και ο μύθος». Συντάκτης του συγκεκριμένου κειμένου, που είχε δημοσιευτεί κατά πρώτον στην Daily Telegraph, ήταν ο διακεκριμένος άγγλος λόγιος σερ Peter Quennell (1905-1993), αυθεντία στη ζωή και στο έργο του λόρδου Βύρωνος.
Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, ευρύτατα γνωστός στη χώρα μας ως λόρδος Βύρων, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1788 και απεβίωσε στο Μεσολόγγι στις 7/19 Απριλίου 1824.
Ο βίος του εμπνευσμένου ρομαντικού ποιητή, βραχύς αλλά και ταραχώδης, σημαδεύτηκε από την αυτοπροαίρετη στράτευσή του στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων και το θάνατό του στον υπόδουλο τότε ελλαδικό χώρο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις