Μενέλαος Λουντέμης: Ο δρόμος της ημεράδας
Πρώτα η πατρίδα, ο άνθρωπος, η αξιοπρέπειά του, η λευτεριά του, κι έπειτα τα λάβαρα, οι αρές και οι γροθιές
Ακριβώς πριν από 47 χρόνια, στις 22 Ιανουαρίου 1977, απεβίωσε στην Αθήνα ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδη).
Ο Λουντέμης, γόνος εύπορης οικογένειας της Πόλης, ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (μετονομάστηκε σε Βαλασιάδη μετά την εγκατάστασή του στην Ελλάδα) και της Δόμνας Τσουφλίδη. Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οικογένειά του εγκατέλειψε την Πόλη και εγκαταστάθηκε στον Εξαπλάτανο, χωριό κοντά στην Έδεσσα.
Λόγω της χρεοκοπίας της οικογένειάς του ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί από τα μικράτα του, ενώ αποβλήθηκε για πολιτικούς λόγους από όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Αφού προηγήθηκαν συνεχείς μετακινήσεις της οικογένειάς του, ο Λουντέμης εγκαταστάθηκε τελικά στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε στενά με τον Κώστα Βάρναλη, τον Άγγελο Σικελιανό και τον Μιλτιάδη Μαλακάση, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή ως ακροατής.
Επί Κατοχής ο Λουντέμης έλαβε μέρος στον αντιστασιακό αγώνα ως μέλος του ΕΑΜ, ενώ διετέλεσε και γραμματέας της Οργάνωσης Διανοουμένων του ΕΑΜ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου συνελήφθη, κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του δεν εκτελέστηκε. Ακολούθως εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη, ενώ από το 1958 έως το 1976 έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, πραγματοποιώντας εκ παραλλήλου αρκετά ταξίδια.
Το 1976 επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια που είχε απολέσει επί δικτατορίας και επέστρεψε στην πατρίδα.
Ο Λουντέμης πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, αρχικά στην εφημερίδα «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας (υπογράφοντας ως Τάκης Βαλασιάδης) και ακολούθως στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Πρώτη φορά χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του το 1934, όταν δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Το 1938 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν».
Ο Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες του Μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Στο έργο του (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο κ.ά.) προτεραιότητα έχει η καταγραφή της ωμής πραγματικότητας και των κοινωνικών ανισοτήτων, και όχι ο τρόπος γραφής αυτός καθαυτόν.
Εκκινώντας κατά κανόνα από τα προσωπικά του βιώματα, ο Λουντέμης αναδεικνύει τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης των πλέον ασθενών κοινωνικών ομάδων, τη δυστυχία του κόσμου, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τη μοναξιά.
Τα έργα του διακρίνονται για την αφηγηματική δύναμή τους, τη ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων, τη βιωματική γραφή, τα ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία τους.
Βιβλία του Λουντέμη μεταφράστηκαν σε πολλές χώρες, προπάντων της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ορισμένα ποιήματά του μελοποιήθηκαν.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 7 Μαρτίου 1976 υπήρχε μια αποκλειστική συνέντευξη του Λουντέμη υπό τον τίτλο «Ο Μενέλαος Λουντέμης ιχνηλατεί τα γενεσιουργά αίτια του δογματισμού».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.3.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Απαντώντας σε ερωτήσεις του γνωστού δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιώργη Μασσαβέτα (1944-2022), ο Λουντέμης, λίγο πριν επιστρέψει στην πατρίδα (η συνομιλία των δύο ανδρών έλαβε χώρα στο Βουκουρέστι, στο σπίτι του λογοτέχνη) και έναν περίπου χρόνο πριν φύγει από τη ζωή, είχε καταθέσει τις σκέψεις του για το μαρξισμό και την τότε ελληνική Αριστερά:
Ερώτηση: Τα βιβλία σας γαλούχησαν δυο γενιές της Αριστεράς κι έφεραν κοντά της πολλούς ανθρώπους. Τι προκάλεσε αυτήν την αλλαγή σε βαθμό που να βρίσκονται σήμερα ανάμεσά της άνθρωποι που να φωνάζουν «Κάψτε τα βιβλία του Λουντέμη»;
Απάντηση: Το ξέρετε πως δε συνηθίζω να παρακάμπτω τις ερωτήσεις. Τούτη τη φορά όμως ομολογώ πως βρέθηκα σε σκληρό δίλημμα. Είναι οδυνηρό να αναλώνεις τη ζωή σου για ν’ ανοίξεις μες στη ζούγκλα του καιρού μας ένα μονοπάτι για τη νιότη και νάρχεται τώρα ένα βλαστάρι αυτής της νιότης και να ρίχνει απάνω σου τόσες ασκήμιες. Να καίμε τα βιβλία… Μα είναι σαν να καίμε τις γέφυρες που μας ενώνουν με τους ανθρώπους. Δυο θα μπορούσαν νάναι οι αντιδράσεις μου: ή μια οργίλη απάντηση ή μια οργίλη σιωπή. Κι είναι πολύ συμφερτική η σιωπή. Εξαργυρώνεται στο «ταμιευτήριον» της συνείδησης με διπλό αντίκρυσμα. Στα κομματικά «γκισέ» με πολύ λιβανωτό και μ’ εκτοξεύσεις στα δώματα της αθανασίας. Και στα κοινωνικά «γκισέ» με πολλές-πολλές παροχές και πιστοποιητικά «χρηστού πολίτη». Έπειτα δα το ξέρουμε… Η σιγή «κόσμον φέρει». Μόνο που εγώ προτίμησα τον άκοσμο θόρυβο, μια στάση απ’ την οποία δεν εισπράττει κανείς ποτέ «εύγε» και η μόνη συγκομιδή της είναι η χλεύη και ο παραμερισμός. Ορθά επισημάνατε την αλλαγή στη στάση της υπεραριστεράς. Κι αν ήταν μόνο αλλαγή, θα ήταν ίσως θεμιτή. Πήγα βλέπεις να τους… φάω την Επανάσταση από νόμιμο δρόμο. Διέπραξα… παρανομία. Έξω απ’ το γκιζντάνι! (σ.σ. δεσμωτήριο, φυλακή). Καλώς. Μα εδώ προχωρούμε παραπέρα, στην πυρά. Και τότε είναι λογικά δικαιωμένοι, μια και είμαι αιρετικός. Και φαίνεται πως θάμαι και κάτι άλλο… Ένα είδος μονοφυσίτη. Δέχομαι δηλαδή μόνο μια —την ανθρώπινη— φύση των ηγετών και μόνο ένα δρόμο για το σοσιαλισμό — τον ειρηνικό. Εδώ όμως βρισκόμαστε μπροστά σε πολλαπλά δόγματα. Αλλά ας αναλύσουμε τα δόγματα.
Όπως ξέρουμε, ο μαρξισμός έχει την ίδια περίπου ηλικία με τον ατμό. Ωραίο πράγμα ο ατμός. Μόνο που θάπρεπε να τον ανακαλύψεις στον καιρό του. Αν τον ανακαλύψεις εκατό χρόνια αργότερα, πέφτεις απλούστατα στον επιστημονικό δογματισμό.
Την ίδια εποχή με την ανακάλυψη της δύναμης του ατμού ανακαλύφθηκε και η δύναμη της εργατικής γροθιάς. Στην εποχή της, μάλιστα, έκανε θαύματα. Αν όμως συνεχίζεις να την προβάλλεις και σήμερα σαν το μοναδικό επιχείρημα στους διαλόγους σου με την πάνοπλη εργοδοσία (κρατώντας μάλιστα και το στόμα σου κλειστό), δεν κάνεις παρά αναχρονιστικό βερμπαλισμό πολύ χειρωνακτικής μορφής. Ταξικός δογματισμός.
Είπε ακόμη ο Μαρξ (τι ήθελε να το πει;): «Η θέση των τιμίων ανθρώπων είναι στη φυλακή». Τι πρέπει να κάνουμε για να φανούμε αρεστοί στην κομματική ορθοδοξία; Να μπούμε όλοι στη φυλακή για να αποδείξουμε ότι είμαστε τίμιοι!
Είπε ακόμη ο Μαρξ: «Οι εργάτες δεν έχουν να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους». Τ’ ακούνε οι εργάτες μιας περιοχής του κόσμου και τις θραύουν. Τι αποκαλύπτουν όμως μετά εξήντα χρόνια τα εγγόνια τους; Ότι δίπλα στις σπασμένες αλυσίδες κείτονται συντρίμμια κι οι ελευθερίες τους. Τι θάπρεπε να κάνουν; Να ξαναφορέσουν τις αλυσίδες τους μήπως ξανακερδίσουν τις ελευθερίες τους; Ιδεολογικός δογματισμός. Αλλά όταν τόσες πολλές «ποικιλίες» δογματισμού συγκεντρώνονται σ’ ένα και το αυτό κομματικό «σκεύος», τι θ’ απογίνουμε εμείς οι αιρετικοί; Η τραγωδία για την ανθρωπότητα είναι ότι όλες αυτές οι ευγενικές ιδέες που είχαν θυρεό και έμβλημά τους τον ουμανισμό, μετά το θάνατο του Λένιν πέσανε σε άξεστα και απαίδευτα χέρια και τις παραμόρφωσαν και τις διέσυραν σε βαθμό εγκληματικό. Να, εδώ βρίσκονται τα γενεσιουργά σπέρματα του δογματισμού που εξέθρεψαν τρεις γενιές στελεχών διαπαιδαγωγώντας τες σε σχολές τυφλού μίσους, υστερικής καχυποψίας και θρησκευτικής μυστικοπάθειας.
Ο πρώτος διδάξας κατάφερε να εισαγάγει σ’ αυτές τις σχολές —εκτός από τα προσωπικά του πλέγματα— και τη νοοτροπία του ιεροσπουδαστή. Έτσι οι παραδόσεις μετατράπηκαν σε πρωτόγονα εκκλησιάσματα —μείγμα μεσσιανισμού, μασονισμού και τοτεμισμού— απ’ όπου αποφοίτησαν κάτι αποτρόπαιοι «θεοί» προικισμένοι με παντογνωσίες και αλάθητα και που δεν εννοούν να πεθάνουν. Αν έστω και ένας μόνο απ’ αυτούς υποπτευόταν ότι δεν ήρθε στον κόσμο ειδικά για να υπηρετηθεί αλλά και για να υπηρετήσει, τότε η όψη του κόσμου θα ήταν αλλιώτικη.
Ο νεαρός «πυρομανής» που πρότεινε την καύση των βιβλίων μου δεν αποτελεί συμπτωματικό φαινόμενο —όπως νόμισα κι εγώ στην αρχή— ούτε κανένα μεμονωμένο κρούσμα. Αποτελεί μέρος ενός συνόλου. Είναι γιατί απ’ την ψυχή ενός τμήματος της νεολαίας εξώσανε κάθε ευγενικό ιδανικό και σφηνώσανε μέσα της τον φανατισμό και το αλόγιστο μίσος. Το αποκαρδιωτικότερο στην περίπτωση αυτή δεν είναι το ότι θα κάψουν τα βιβλία μου. Οι Έλληνες έζησαν και χωρίς τα βιβλία μου. Θα γράψουν άλλοι. Το αποκαρδιωτικότερο είναι το αίτημα —αυτό καθ’ εαυτό— του νεαρού. Τέτοια φοβερά αιτήματα τέσσερις φορές διατυπώθηκαν μες στην Ιστορία. Το ένα με την πυρπόληση του Σεραπείου και την κατασπάραξη της Υπατίας. Το δεύτερο στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης με την πυρπόληση του Τζιορντάνο Μπρούνο. Το τρίτο στην εποχή του Χίτλερ με τους κανιβαλικούς χορούς γύρω απ’ τις πυρές. Και τέλος το 1936, με το κύμα των σταλινικών αγριοτήτων, που δεν εννοούσαν να πάρουν τέλος.
Απ’ αυτά τα autodafés (σ.σ. τελετές καύσης) κατάφερε ο νέος αυτός «Προμηθέας πυρφόρος» να φέρει κάποιες σπίθες κι ως εδώ, στα κράσπεδα της αληθινής γενέτειρας του ανθρωπισμού. Στην αρχή, όπως είπα, δεν έδωσα τη βαρύτητα που έπρεπε. Ένα παιδί αντί να πετάξει πέτρες στα τραίνα πέταξε σπίρτα στα βιβλία του Λουντέμη. Δεν χάλασε ο κόσμος. Αύριο θα βγει ο «Ριζοσπάστης» —που κατευθύνει τα βήματα της νεολαίας— να του τραβήξει τ’ αυτιά και όλα θα ταχτοποιηθούν. Και βγήκε ο «Ριζοσπάστης». Κι αντί να του τραβήξει τ’ αυτιά, υπερθεμάτισε στην ασκήμια, πετώντας μου ένα σωρό λάσπες, το προϊόν που τόσο αφθονεί στο «παραμάγαζό» τους και που πενήντα χρόνια πασαλείβει τις μορφές των πιο ευγενικών αγωνιστών που έφυγαν απ’ τη ζωή απαρηγόρητοι και λυπημένοι. Και τώρα σκέφτομαι. Αν με τέτοια πυροκρατικά effets σκέφτονται να αναμορφώσουν τον κόσμο, τότε πρέπει να ετοιμαζόμαστε για άλλη μια εικοσάχρονη υπερωρία και για άλλα δεκάχρονα δεσμά, για να γλυτώσουμε τον κόσμο απ’ τα φώτα τους. Λυπούμαι που ένας νέος, σε μια ηλικία που όλα είναι ένας ευγενικός πυρετός και ένας οίστρος, δέχτηκε να ντροπιαστεί σε τέτοιο βαθμό. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να κλείσουν χωρίς άλλο οι σχολές του μίσους όλων των παρατάξεων. Οι δρόμοι που ανοίγονται στα μάτια ενός νέου που απ’ τα τρυφερά του χρόνια γυμνάζεται στο πώς να μισεί, είναι δύο: ή θα γίνει δήμιος ή θα γίνει δυστυχισμένος. Γιατί τέτοια ξεσπάσματα τέτοιας λύσσας δε σημειώθηκαν ούτε και στην εποχή του εμφυλίου σπαραγμού, που η εξοντωτική μανία ξέσπασε και στ’ άψυχα. Θ’ αναφέρω ένα παράδειγμα δικό μου. Κάποτε άρρωστον με μετήγαγαν αλυσοδεμένον απ’ το στρατόπεδό μου για να με δικάσουν σαν προδότη για ένα βιβλίο μου («Βουρκωμένες μέρες»). Η κατηγορία ήταν βαρειά! Εσχάτη προδοσία. Κι όμως, το «προδοτικό» βιβλίο —που με βάση το περιεχόμενό του σύρθηκα στο εδώλιο— κυκλοφορούσε στα βιβλιοπωλεία ελεύθερα. Κανένας, ούτε οι θηριώδεις κατήγοροί μου ούτε και οι δικαστές μου ζήτησαν να καεί. Γιατί τώρα μ’ αναγκάζουν να κάνω τέτοιες συγκρίσεις; Αυτό, λοιπόν, είναι το φως που υπόσχονται στους ανθρώπους; Το φως των καιομένων βιβλίων;
Ερώτηση: Και τώρα; Σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι τρέχουσες σχέσεις σας μ’ αυτό το τμήμα της Αριστεράς;
Απάντηση: Στην ώρα μηδέν. Δεν περιμένω τίποτα πια, απολύτως τίποτα, απ’ αυτούς. Και πιστεύω ότι όποιος τους ακολουθεί, θεληματικά ή αθέλητα, μετατρέπεται σε τυφλόν κωπηλάτη που οδηγεί το σκάφος στον καταποντισμό. Δεν πρόκειται, ωστόσο, να παραδοθώ στην απελπισιά. Αναγεννητικοί άνεμοι φυσούν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης. Οι Ιταλοί, οι Ισπανοί… αποτίναξαν τα βρόχια που τους κρατούσαν δεμένους στους πασσάλους του μονολιθισμού. Τα τελευταία του οχυρά, στο Παρίσι, έπεσαν κι αυτά με πάταγο· πρώτα η πατρίδα, ο άνθρωπος, η αξιοπρέπειά του, η λευτεριά του, κι έπειτα τα λάβαρα, οι αρές και οι γροθιές. Ο δρόμος της ημεράδας. Τα αμόκ και οι λύσσες μικραίνουν ακόμη πιο πολύ τους μικρούς λαούς. Αν τα συνεχίσουμε, δηλώνουμε ανοιχτή συμμετοχή στο «παιχνίδι» των κολοσσών.
- Η Μπιγιονσέ τα έδωσε όλα στο halftime show του NFL
- Ολυμπιακός: Πλημμύρισε το ΣΕΦ, μεγάλες ζημίες σε παρκέ, cube και γυμναστήριο
- Συρία: Επιχείρηση για την καταδίωξη των «πολιτοφυλακών» που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον Άσαντ
- Ελβετία: Σε λειτουργία το πιο «απότομο» τελεφερίκ – Κόβει την ανάσα
- Θεσσαλονίκη: Οδηγός του ΟΑΣΘ ντύθηκε Άγιος Βασίλης και κάθισε πίσω από το τιμόνι
- «Coffee badging» και «ήσυχες διακοπές»: Οι εργασιακές τάσεις που κυριάρχησαν το 2024