Ο Πούσκιν είναι για την Ελλάδα, όπως για όλον γενικά τον δυτικό κόσμο, ένας τρισένδοξος άγνωστος. Δεν υπάρχει ίσως μαθητής γυμνασίου σε όλον τον κόσμο που να μην έχη ακούσει τ’ όνομά του, κι’ ωστόσο το έργο του παραμένει ολότελα σχεδόν άγνωστο, απροσπέλαστο, ακόμα και για τους ειδικούς που δεν ξέρουν ρωσικά. Κι’ αυτό, γιατί ο Πούσκιν είναι από τους «αμεταφύτευτους» ποιητές. Δεν υπάρχει παρά μόνον στη Ρωσία και για τους Ρώσους. Έξω απ’ αυτόν τον κύκλο, έξω από τη ρούσικη ψυχολογία και πνευματικότητα, γίνεται ακατανόητος και πολλές φορές παρουσιάζεται στα μάτια μας σαν ένας αφελέστατος ποετάστρος (σ.σ. αδέξιος, ατάλαντος ποιητής), χωρίς μεγάλη αξία, χωρίς υψηλά πετάγματα. Απορούμε τότε, δεν καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο τον ανέβασαν τόσο ψηλά οι Ρώσοι, γιατί όλοι σχεδόν οι συγγραφείς τους, ακόμα και συνταρακτικές μεγαλοφυΐες σαν τον Ντοστογιέφσκυ και τον Τολστόι, προφέρουν με ιερό δέος τ’ όνομά του και μιλούν πάντοτε για το έργο του με απέραντο σεβασμό, με μια αγάπη που αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής λατρείας.

Αυτός κυρίως ο θαυμασμός των μεγάλων Ρώσων προς το έργο του Πούσκιν παρακίνησε πολλούς να τον μεταφράσουν, με την ελπίδα πως θα μπορούσαν ίσως να μεταφυτεύσουν έστω και το ελάχιστο εκείνο της ποιητικής ουσίας που απομένει από τη μεταφορά ενός ποιητικού έργου σε άλλη γλώσσα. Ο Προσπέρ Μεριμέ (σ.σ. γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και μεταφραστής, 1803-1870) κάθησε κι’ έμαθε ρωσικά, μόνο και μόνο για να διαβάση στο πρωτότυπο τον Πούσκιν και να τον μεταφράση. Μάταιος κόπος! Ο ποιητής έμεινε αναπόσπαστος από τη γλώσσα του και όσοι τον διάβασαν μεταφρασμένον κόντεψαν να χάσουν κάθε ιδέα για την οποιαδήποτε αξία του έργου του.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν μπορούμε, συνεπώς, να πλησιάσουμε στον κόσμο του Πούσκιν εφ’ όσον δεν ξέρουμε τη γλώσσα του. Το μόνο που μας απομένει είναι ν’ αποκτήσουμε μια ιδέα για το έργο του περιγραφικά, από πληροφορίες Ρώσων κυρίως ή μελετητών που ήξεραν καλά τη ρωσική γλώσσα.

Ο Γκόγκολ, από πολύ νωρίς ακόμα, καθώρισε για ποιους λόγους ο Πούσκιν θα μείνη για πάντα απροσπέλαστος στους ξένους: «Από τα πρώτα του κιόλας βήματα υπήρξε ποιητής εθνικός, γιατί ο αληθινός εθνικισμός στην τέχνη δεν είναι το να περιγράφης λεπτομερειακά το φουστάνι της χωριατοπούλας, αλλά να φτάνης ως το βάθος της ψυχής του λαού. Ο ποιητής μπορεί να είναι εθνικός ακόμα κι’ όταν περιγράφη κόσμους ξένους, φτάνει μονάχα να τους βλέπη με τα μάτια της δικιάς του γης, του δικού του λαού, να αισθάνεται και να εκφράζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι συμπατριώτες του να έχουν την εντύπωση ότι τα λένε και τα νοιώθουν εκείνοι οι ίδιοι όσα περιγράφει…»


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κι’ ο Ντοστογιέφσκυ προχωρεί ακόμα πιο βαθειά. Στο λόγο που εκφώνησε στα 1880, όταν έγιναν τ’ αποκαλυπτήρια της προτομής του Πούσκιν στη Μόσχα, τον αναγνωρίζει σαν τον κατ΄εξοχήν εκφραστή της ρωσικής ψυχής, και μάλιστα του αποδίδει και μια μεσσιανική σχεδόν αποστολή που δεν τον άφησε ο θάνατος να ολοκληρώση:

«Αν ζούσε περισσότερο», είχε πη τότε ο Ντοστογιέφσκυ, «ίσως να φανέρωνε στους αδελφούς μας της Ευρώπης τις αθάνατες και μεγαλειώδεις πλευρές της ρωσικής ψυχής. Οι Ευρωπαίοι τις μισοκαταλαβαίνουν τώρα, αλλά, αν ο Πούσκιν ζούσε, θα τις γνώριζαν καλύτερα και θα τις ένοιωθαν πιο κοντά τους. Τότε θα μας καταλάβαιναν και θα έπαυαν να μας βλέπουν με τόση ακαταδεξία και περηφάνεια. Αν ο Πούσκιν ζούσε… Αλλά ο Θεός δεν το θέλησε. Πέθανε στο απόγειο των δυνάμεών του, παίρνοντας στον τάφο του ένα βαθύ μυστήριο που προσπαθούμε να ξεδιαλύνουμε χωρίς αυτόν…»

Αλλά οι «αθάνατες και μεγαλειώδεις πλευρές» της ψυχής ενός λαού δεν μεταδίδονται στους άλλους μ’ ένα έργο καθαρά ποιοτικό, όπως αποδείχνει η πράξη. Ο Ντοστογιέφσκυ μάς έδωσε να καταλάβουμε τη ρούσικη ψυχή χιλιάδες φορές καλύτερα από τον Πούσκιν αν και υπάρχουν πολλοί που, για πολλούς και διάφορους λόγους, το αμφισβητούν.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στην ποίηση η μορφή διαδραματίζει πολύ πιο αποφασιστικό ρόλο απ’ αυτόν που παίζει στον πεζό λόγο. Και μια μονάχα λέξη αν μετατεθή σε μερικά ποιήματα του Πούσκιν, όχι μόνο χάνουν την αρμονία που έχουν οι στίχοι του στα ρωσικά και τον ακατανόητο για μας ρυθμό τους, αλλά παύουν να είναι και έργα τέχνης. Απ’ αυτό καταλαβαίνει κανείς πως η μουσικότητα, και μάλιστα μουσικότητα ιδιάζουσα, είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ στην ποίηση του Πούσκιν. Η αρετή αυτή δεν μεταφυτεύεται σε ξένη γλώσσα. Το πολύ-πολύ ν’ αποδοθή κατ’ αναλογίαν, οπότε μπορούμε να πούμε πως ο μεταφραστής έφτιαξε ένα δικό του έργο, που ελάχιστη σχέση θα έχη με το πρωτότυπο. Ένας Βερλαίν, λόγου χάρη, μεταφρασμένος θαυμάσια στα ελληνικά, παύει να είναι Βερλαίν, όπως και ο δικός μας ο Καβάφης έπαψε να είναι Καβάφης, όσο πετυχημένες κι’ αν υπήρξαν οι μεταφράσεις του έργου του.


Ο Πούσκιν, όσο κι’ αν φαίνεται περίεργο, είναι αιθιοπικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του. Ο Πέτρος ο Μέγας στον πόλεμο που έκανε με τους Τούρκους συνέλαβε αιχμάλωτο ένα αρχοντόπουλο, αρπαγμένο από την Αβησσυνία, που του έδωσε μια θέση στην Αυλή του. Το παιδόπουλο αυτό ήταν ο πρόγονος του ποιητή. Γεννήθηκε στη Μόσχα, τον Ιούνιο του 1799, και σπούδασε στο γυμνάσιο του Τσάρσκαγιε Σέλο, όπου φοιτούσαν τα παιδιά του αυτοκράτορα, μαζί με τριάντα άλλους συμμαθητές τους, διαλεγμένους από τις καλύτερες οικογένειες της Ρωσίας. Όλοι αυτοί προωρίζονταν να καταλάβουν ανώτατα αξιώματα. Έτσι και ο Πούσκιν, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, διωρίστηκε στο υπουργείο Εξωτερικών και ίσως να γινότανε διπλωμάτης, αν η φλογερή ιδιοσυγκρασία του δεν τον έφερνε σε αντίθεση και σε ρήξη με το καθεστώς. Το νέγρικο αίμα που κυλούσε στις φλέβες του (από τη γενιά της μητέρας του) βρισκότανε σε διαρκή κοχλασμό, τσακωνότανε αδιάκοπα μ’ όλον τον κόσμο, προκαλούσε τους πάντες σε μονομαχία, ριχνότανε σε πολλές μαζί γυναίκες και, προ πάντων, έγραφε ύμνους για την Ελευθερία πράγμα που συγκινούσε το απολυταρχικό καθεστώς του τσάρου όσο ταράζει και τον ταύρο ένα κόκκινο πανί. Η αστυνομία τού άνοιξε τον σχετικό φάκελλο και έκανε την πρόταση να τον στείλουν στη Σιβηρία «για να βάλη μυαλό», αλλά οι φίλοι του κινήθηκαν γρήγορα και, με την μεσολάβηση του Καποδίστρια, που ήτανε τότε υπουργός των Εξωτερικών, αποσοβήθηκε η εκτόπιση του ποιητή, που ίσως ν’ άλλαζε ολοκληρωτικά τη μοίρα του. Η ποινή του μετριάστηκε σε απλή μετάθεση. Τον έστειλαν «διά λόγους υπηρεσίας» στη Βεσαραβία και τον τοποθέτησαν στη διάθεση του στρατηγού Ινζώφ, που είχε την έδρα του στο Αικατερινοσλάβ. Αργότερα, όταν ο Ινζώφ μετακινήθηκε προς τη Μολδαυία, ο Πούσκιν τον ακολούθησε. Εκεί γνωρίστηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μιχαήλ Σούτσο και πολλούς άλλους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης. Η περίοδος αυτή στάθηκε αφορμή να γραφούν πολλά για τον φιλελληνισμό του Πούσκιν, για τον ενθουσιασμό που του προκάλεσε η είδηση του ξεσηκωμού μας, για τις ελπίδες που έτρεφε απ’ την ανάσταση του γένους μας.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 25.8.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν έχουμε, φυσικά, κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι ο ποιητής δεν συγκινήθηκε απο το γεγονός, αλλά φαίνεται πως η συγκίνησή του δεν ξέφυγε από τα στενά ποιητικά πλαίσια. Ο Πούσκιν είναι τόσο πλατύς, που ο καθένας μπορεί να τον διεκδικήση για δικό του. Οι φιλελεύθεροι τον είχανε για προφήτη τους, γιατί σε κανένα άλλο ποιητικό έργο η λέξη «ελευθερία» δεν επαναλαμβάνεται τόσο συχνά. Αλλά με τα ίδια δικαιώματα τον διεκδικούσαν και οι συντηρητικοί, που τον έβλεπαν σαν στυλοβάτη του καθεστώτος και σαν προσωπικό βάρδο του Νικόλαου του Ι, του πιο αντιδραστικού μονάρχη της ρωσικής ιστορίας. Και πραγματικά, ο ίδιος ποιητής που έδινε κουράγιο στους εξόριστους Δεκεμβριστές, λέγοντάς τους πως «δεν πάνε χαμένοι οι κόποι σας, ούτε τα θαρραλέα όνειρά σας», παρακαλούσε τον Θεό «να μας φυλάη από μια επανάσταση του ρωσικού λαού, από καμμιά παράφρονη και ανοικτίρμονα εξέγερση».

Και στις δυο περιπτώσεις ήτανε ειλικρινής. Μιλούσε πάντοτε όπως αισθανότανε, δίχως να επηρεάζεται από προσχηματισμένες ιδέες, από πεποιθήσεις, προκαταλήψεις κ.λπ. Ήτανε πνεύμα κατ’ εξοχήν ανεξάρτητο. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση τον συγκίνησε όχι σαν γεγονός εθνικο-πολιτικό, αλλά σαν ποιητική ύλη. Γιατί, κατά βάθος, περιφρονούσε και σιχαινότανε τόσο τους κοινωνικούς όσο και τους εθνικούς αγώνες:

«Τι με νοιάζει εμένα», έγραφε λίγο πριν από τον θάνατό του, «για τα δικαιώματα των λαμπερών ονομάτων, που φέρνουν ίλιγγο στους αδύνατους αυτού του κόσμου; Ο Θεοί δεν μούδωσαν το προνόμιο να συζητώ για τους φόρους, να εμποδίζω βασιλιάδες να κάνουν πολέμους. Τι με νοιάζει αν είναι ελεύθερος ο τύπος να ξεγελάη τους ηλίθιους κι’ αν οι εφημερίδες έχουν το δικαίωμα να τυπώνουν ανοησίες χωρίς λογοκρισία; Όλα αυτά είναι λόγια, λόγια, λόγια…» Και πιο κάτω καθορίζει σαφέστατα ότι εκείνο που έχει σημασία γι’ αυτόν στον κόσμο είναι η προσωπική του ανεξαρτησία, η ελευθερία της συνείδησης και της σκέψης του, η χαρά που του δίνει ένα έργο τέχνηςιδέες που μπορεί να μας φαίνωνται λίγο αφελείς, αλλά που προσδιορίζουν σαφώς την στάση του ποιητή απέναντι στην ζωή: ήτανε ένας εστέτ, ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του. Η ανακρεόντεια ιδιοσυγκρασία του θαύμαζε τον Ανακρέοντα και είχε μεταφράσει τρεις ωδές του τον έκανε να περιστρέφεται αδιάκοπα γύρω από δυο μαγνητικά πεδία: τη χαρά της τέχνης και τη χαρά του έρωτα. Όλα τ’ άλλα, πέρα απ’ την τέχνη και την γυναίκα, δεν ήτανε παρά «λόγια, λόγια», όπως έλεγε χρησιμοποιώντας τον περίφημο στίχο του Σαίξπηρ, δηλαδή «ματαιότης ματαιοτήτων».


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 25.8.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η ασυγκράτητη αυτή αδυναμία του προς το ωραίο φύλο δεν φαίνεται να είναι άσχετη και με τον διατυμπανιζόμενο φιλελληνισμό του. Το 1822, όταν βρισκότανε στην Μολδαυία, γνώρισε μια Ελληνοπούλα, την Καλυψώ Λογοθέτη, που είχε έρθει μαζί με την μητέρα της από την Κωνσταντινούπολη. Δεν ήτανε εξαιρετικά ωραία, αλλά την συνώδευε η φήμη πως την είχε αγαπήσει ο «Δον Ζουάν του αιώνος», ο λόρδος Βύρωνας. Αυτό και μόνο ήτανε αρκετό για να πάρη φωτιά η οργιαστική φαντασία του ποιητή και για να… υμνηθή η Ελληνική Επανάσταση!

Το 1826 ο τσάρος ευδόκησε να τερματίση την εξορία του ποιητή. Ήτανε ελεύθερος πια να γυρίση στην πρωτεύουσα, να πάη όπου θέλει. Αρχίζει τότε μια ζωή που είναι γεμάτη από αδιάκοπα ταξίδια και ερωτικά σκάνδαλα. Θέλει τον εαυτό του Λόρδο Βύρωνα της Ρωσίας, αλλά δεν σηκώνει και «βιτσιά». Όποιος τολμήση να του πη κουβέντα, θα πρέπει να είναι έτοιμος και να μονομαχήση μαζί του.

Ώσπου, το 1830, βρίσκεται μπροστά σε μια καταπληκτική ομορφιά, στην μοιραία Ναταλία Γκοντσάρωφ. Την παντρεύτηκε κι’ έζησαν για λίγο διάστημα γαλήνια κι’ ευτυχισμένα. Απόχτησε μαζί της δυο παιδιά. Ένα βράδυ όμως, σε κάποιον χορό που δόθηκε στο Τσάρσκαγιε Σέλο, ο τσάρος βρέθηκε άξαφνα μπροστά στην πεντάμορφη Ναταλία κι’ απόμεινε σαν κεραυνόπληκτος. Από τότε η Αυλή αρχίζει να περιβάλλη τον Πούσκιν με ιδιαίτερη και λίαν ύποπτη εύνοια, τον τοποθετεί σε εμπιστευτικές θέσεις, ενδιαφέρεται ζωηρότατα για την οικονομική του κατάσταση, που είναι πια αξιοθρήνητη ύστερα από τις ασυλλόγιστες σπατάλες του.


Ο κόσμος αρχίζει να ψιθυρίζη, ο ποιητής αγωνίζεται να ξεφύγη από τον «προστατευτικό κλοιό» του τσάρου, να πάρη την γυναίκα του και να πάνε μακρυά, αλλά διάφορα «υψηλά ιστάμενα πρόσωπα» τού δίνουν να καταλάβη ότι η Αυτού Μεγαλειότης δεν θα έβλεπε με καλό μάτι την απομάκρυνση του ποιητή (της Ναταλίας διάβαζε) από την πρωτεύουσα. Τον Νοέμβριο του 1836 παίρνει κάτι ανώνυμα γράμματα, που δεν του αφήνουν πια καμμιά αμφιβολία για τις διαθέσεις των αριστοκρατικών κύκλων εναντίον του. Θέλει να φύγη, «να φτύση κατάμουτρα όλη την υψηλή αριστοκρατία», αλλά είναι αιχμάλωτος του τσαρικού θησαυροφυλάκιου, στο οποίο χρωστάει 45 χιλιάδες ρούβλια ποσόν εξωφρενικό για την εποχή. Προσφέρει στον τσάρο ένα χτήμα του για ν’ απαλλαγή από το χρέος, αλλά το θησαυροφυλάκιο δεν είχε καμμιά όρεξη ν’ αναλάβη την ευθύνη να μετακινηθή απ’ την πρωτεύουσα η Ναταλία. Και φυσικά, αρνείται την προσφορά. Στις 27 Ιανουαρίου του 1837 ο Πούσκιν, μη αντέχοντας πια σε άλλες προσβολές, κάλεσε τον ντ’ Αντές σε μονομαχία, όπου πληγώθηκε θανάσιμα, και ύστερα από δυο μέρες πέθανε, σε ηλικία μόλις 37 χρονών!

*Κείμενο του Σωτήρη Πατατζή για τον Αλεξάντρ (Αλέξανδρο) Πούσκιν, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» στις 18 Φεβρουαρίου 1961.

Ο Σωτήρης Πατατζής

Ο Σωτήρης Πατατζής (1917-1991) ήταν μεσσήνιος λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος (δικό του δημιούργημα, το μυθιστόρημα «Μεθυσμένη Πολιτεία»).

Ο μέγας ρώσος ποιητής, δραματουργός και πεζογράφος Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, ένας ρομαντικός που έφυγε νωρίς, γεννήθηκε στη Μόσχα στις 26 Μαΐου (6 Ιουνίου) 1799 και απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη στις 29 Ιανουαρίου (10 Φεβρουαρίου) 1837.

Ο Πούσκιν, που θεωρείται ως η προσωποποίηση του ρωσικού πνεύματος, η ενσάρκωση της ρωσικής ψυχής, υπήρξε ένας διανοούμενος που ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη.

Ήταν εκείνος που, κατά γενική παραδοχή, διαμόρφωσε τη νεότερη ρωσική γλώσσα και έθεσε τα κοινωνικά ζητήματα που έμελλε να επικρατήσουν στη ρωσική λογοτεχνία επί δύο αιώνες.

Πέραν των άλλων, ο Πούσκιν υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας και υπερασπίστηκε με πάθος την Ελληνική Επανάσταση.