Ιωάννης Μεταξάς: Κρύο εις την ψυχήν μου
Τρικυμία εν κρανίω
Τρικυμία εν κρανίω θα μπορούσε να χαρακτηρισθή η δοκιμασία που υπέστη ο Μεταξάς όταν έλαβε την πρόσκληση και τις προτάσεις του πρωθυπουργού Παπαναστασίου. Το δόλωμα που του άπλωνε ο αρχηγός της «Δημοκρατικής Ενώσεως» ήταν δελεαστικότατο, αλλά και οι κίνδυνοι που το συνώδευαν ήσαν μεγάλοι. Ελπίδες και φόβοι, οράματα εξουσίας και καχυποψίες εναλλάσσονταν στην πυρέσσουσα σκέψη του. Αμφιβολίες και ενθαρρύνσεις, δισταγμοί και αισιοδοξίες τον έκαναν να ταλαντεύεται σκληρά και να μη μπορή να καταλήξη σε μια οριστική απόφαση.
Το δραματικότερο δίλημμα που έθεσαν μπροστά του οι προτάσεις Παπαναστασίου αφορούσε την πίστη του στην βασιλεία. Εκαλείτο να την απαρνηθή — με αντάλλαγμα όχι μόνο την προσωπική του ελευθερία αλλά και την πανηγυρική επιστροφή του στον πολιτικό στίβο. Κάτι περισσότερο: την ανάδειξη και καθιέρωσή του στη θέση του ηγέτη του αντιβενιζελικού κόσμου.
«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αυτή η πλατειά κομματική παράταξη, η ακέφαλη και απορφανισμένη μετά τον τουφεκισμό του Γούναρη και του Στράτου, αναζητούσε αρχηγό. Πολλοί τον έβλεπαν στο πρόσωπο του Μεταξά. Και τα φαινόμενα έδειχναν ακριβώς ότι ήσαν έτοιμοι να περιβάλλουν με την αφοσίωσή τους τον άλλοτε επιτελάρχη του «λατρευτού» τους Κωνσταντίνου. Θα εξακολουθούσαν όμως να τον θέλουν για αρχηγό τους, εάν συμφιλιώνονταν με κείνους που είχαν εκθρονίσει τον θρυλικό τους «Κώτσο»; Δεν θα τον θεωρούσαν προδότη και του βασιλέα και της βασιλείας;
Μέσα σ’ αυτές τις εναγώνιες αμφιταλαντεύσεις παράδερνε ο Μεταξάς τις ημέρες που τον βρήκαν οι δελεαστικές προσφορές του Παπαναστασίου. Και να πώς απεικόνιζε ο ίδιος το βουβό του δράμα στο πάντοτε αποκαλυπτικό «Ημερολόγιό» του.
«16 Μαρτίου, Κυριακή. Ταξίδι (σ.σ. απ’ το Παρίσι στην Ιταλία) κουραστικόν. Θα επανίδω τα παιδιά μου; Μελαγχολία. Άφιξις Μπρίντιζι, Χαλκοκονδύλης, Τριανταφυλλόπουλος. Πρότασις όπως καταπεισθή Βασιλεύς εις παραίτησιν. Με εκβιάζουν διά της αμνηστείας. Αηδία. Εις Τριανταφυλλόπουλον παριστώ δυσχερείας όπως ληφθή τοιαύτη απόφασις εκ του εξωτερικού. Ανεχώρησε (σ.σ. ο Τριανταφυλλόπουλος). Μένω με Χαλκοκονδύλην· διάφορα τηλεγραφήματα (σ.σ. που άρχισε να παίρνη από συνεργάτες του των Αθηνών)· υπέρ και κατά (σ.σ. για την συνεννόηση με τους δημοκρατικούς). Αλλά είναι δυνατόν να παλαίσωμεν υπέρ της βασιλείας; Δεν έχομεν τα μέσα. Είμεθα εγκαταλελειμμένοι. Μερικός κόσμος αδιάλλακτος φωνάζει. Οι άλλοι αδιαφορούν. Όλοι θέλουν μάρτυρας. Κανείς όμως δεν βοηθεί. Σχέδια τηλεγραφημάτων. Τα σχίζομεν. Άλλα. Τέλος αύριον πρωί. Κρύο εις την ψυχήν μου. Δεν θα επιστρέψω πλέον».
Την επομένη εξακολουθεί η δραματική αμφιταλάντευση. Σημειώνει:
«17 Μαρτίου, Δευτέρα. Κανονίζω με Χαλκοκονδύλην τα της απαντήσεως (σ.σ. στον Παπαναστασίου). Του αφήνω απάντησιν γραπτήν να τους την διαβάση. Βάσις η επάνοδός μου· άνευ ταύτης δεν δύναμαι να εκφέρω γνώμην. Οδηγίαι όπως προφορικώς δείξη εκ μέρους μου διαλλακτικάς διαθέσεις. Ζήτημα πώς να επιστρέψω. […] Τηλεγραφήματα (σ.σ. από την Αθήνα) υπέρ και κατά».
Φεύγει από το Μπρίντιζι για να επιστρέψη στο Παρίσι. Κατά την διαδρομή έχει και άλλες σπουδαίες συναντήσεις και συζητήσεις. Να τι έγραφε την άλλη μέρα:
«18 Μαρτίου, Τρίτη. Νεάπολις. Στρέιτ. Διατρέχοντα. Του παριστώ κρίσιμον θέσιν Βασιλέως και ότι συνέχεια αγώνος αδύνατος. […] Αναχωρώ απόγευμα Ρώμην. […] Εις μίαν μικράν πανσιόν. Τσερέπη. Αναμνήσεις. Τις οίδε! Θα ζήσωμεν εξόριστοι».
Την επομένη σημειώνει:
«19 Μαρτίου, Τετάρτη. Ρώμη. Εξυπνώ πρωί. […] Με Τσερέπην αγοράζω εισιτήριον (σ.σ. για το Παρίσι). […] Εξηγήσεις. Εις Τσερέπη. […] Φεύγω. […] Τραίνον. Νυξ. […] Φθάνομεν! Διερχόμεθα (σ.σ. τα ιταλογαλλικά σύνορα). Παιδιά μου! Λουλού! Νανά! Κλαίω! Σφίγγω τα δόντια μου. Βράζω, όλα τα εθυσίασα! Αλλά ηγωνίσθην όχι διά την ελευθερίαν. Όχι. Διά την δικαιοσύνην!»
Πίσω από τις «τηλεγραφικές» αυτές φράσεις του Μεταξά διαφαίνεται όλη η εσωτερική του πάλη. Η οποία είχε επίκεντρο τα μοναρχικά αισθήματά του. Εκαλείτο να τα απαρνηθή. Με αντάλλαγμα την αμνήστευσή του. Και απώτερη αμοιβή του την κομματική του εδραίωση. Ή, πιο ρεαλιστικά, την αναρρίχησή του στην κενή θέση της ηγεσίας του αντιβενιζελικού στρατοπέδου. Με την διαφορά ότι για να επιτύχη σ’ αυτόν τον θολό σκοπό του έπρεπε να αποτάξη τον βασιλισμό του. Και δεν δυσκολεύτηκε επ’ αυτού. Κατά βάθος είχε κι’ όλας στρέψει τα νώτα του προς την βασιλεία, και πιο συγκεκριμένα προς την Δυναστεία. Όπως προκύπτει σαφώς και από μια συνταρακτική ομολογία του στην οποίαν είχε προβή πριν από δύο μόλις μήνες, όταν ευρισκόμενος στο Παρίσι έγραφε στο «Ημερολόγιό» του: «11 Ιανουαρίου, Παρασκευή. Μνημόσυνον Βασιλέως Κωνσταντίνου. Αλλά δεν επήγα. Το μνημόσυνον είναι διά τους ζώντας. Αλλά οι δρόμοι μας εχωρίσθηκαν».
Τραβούσε, λοιπόν, τώρα τον αντίθετο δρόμο από εκείνον του βασιλισμού. Τουλάχιστον μυστικά, μέσα του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να εξακολουθή να έχη επαφές με τους κορυφαίους μοναρχικούς. Διατηρούσε ακόμη τα προσχήματα, μανουβράριζε ή, αν θέλετε, κρατούσε κάποια πισινή. Αυτό διαπιστώνεται από την συνομιλία που, καθώς είδαμε ανωτέρω, είχε στην Ρώμη με τον Στρέιτ, τον οποίον και προσπάθησε να πείση ότι ήταν «αδύνατος η συνέχισις του αγώνος» υπέρ της βασιλείας.
[…]
Ο Μεταξάς […] ήταν ήδη σταθερά αποφασισμένος να εγκαταλείψη το βασιλικό στρατόπεδο. Και το έκαμε επιστρέφοντας στην Αθήνα —αφού, εννοείται, εξασφαλίσθηκε με την αμνηστεία— και κηρύσσοντας το ευαγγέλιο της «συμφιλιώσεως» με τον αντιβασιλικό κόσμο, και συνεπώς με την Δημοκρατία.
*Άρθρο του Γεωργίου Ρούσσου που αφορούσε κατ’ αρχήν τον Ιωάννη Μεταξά και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 16 Ιουλίου 1975. Το συγκεκριμένο κείμενο του Ρούσσου ήταν τμήμα ενός ολόκληρου ιστορικού αφηγήματος που είχε προβληθεί από την εφημερίδα υπό το γενικό τίτλο «Ο θάνατος της Πρώτης Δημοκρατίας – Για να μη ξαναγυρίση η βασιλεία».
Ο Γεώργιος Ρούσσος
Ο διαπρεπής δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής και θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Ρούσσος (1910-1984) υπήρξε εξέχον στέλεχος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
Ο στρατιωτικός και πολιτικός Ιωάννης Μεταξάς (Ιθάκη 12 Απριλίου 1871 – Αθήνα 29 Ιανουαρίου 1941) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα δημόσια πράγματα της χώρας μας στο α’ μισό του περασμένου αιώνα. Ο Μεταξάς ήταν ως γνωστόν εκείνος που κατέλυσε το 1936 το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορικό καθεστώς, που έμεινε στην ιστορία ως Δικτατορία της 4ης Αυγούστου ή Μεταξική Δικτατορία.
Το ανωτέρω κείμενο του Ρούσσου αναφέρεται στο Μάρτιο του 1924, όταν ο αυτοεξόριστος Μεταξάς είχε γίνει αποδέκτης πρότασης τού τότε πρωθυπουργού της χώρας, Αλέξανδρου Παπαναστασίου (είχε μόλις αναλάβει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα), να επιστρέψει στην Ελλάδα. Τη δελεαστική πρόταση είχαν κομίσει στον Μεταξά δύο έμπιστοι συνεργάτες τού τότε νέου πρωθυπουργού, ο δημοσιογράφος Ιωάννης Χαλκοκονδύλης και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος.
- Συρία: Η Τουρκία θα κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για την ασφάλειά της διαμηνύει ο Φιντάν
- Ντόναλντ Τραμπ: Διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
- Viral: Η μαγεία ήταν ο λόγος σύλληψης δύο ατόμων στη Ζάμπια – Τι ορίζει ο νόμος
- Μάλι: Περισσότεροι από 20 άμαχοι σκοτώθηκαν από τζιχαντιστές σε χωριά της περιφέρειας Μοπτί
- Συρία: Το Ιράν ζητά την διερεύνηση της δολοφονίας εργαζομένου στην πρεσβεία του στη Δαμασκό
- Νότια Αφρική: Σεισμός 5,3 Ρίχτερ έπιασε τους κατοίκους στον ύπνο – Αισθητός στο Κέιπ Τάουν