ΗΠΑ: Το τοπίο ξεκαθαρίζει, οι μονομάχοι ετοιμάζονται
Το ερώτημα που τίθεται πλέον στην πράξη είναι σε ποιο σημείο της κούρσας για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών θα αποφασίσει η αντίπαλος του πρώην προέδρου, Νίκι Χέιλι, να την εγκαταλείψει
- Αλέκος Αλεξανδράκης: Ο πρίγκιπας της σκηνής και της οθόνης
- Σοβαρή καταγγελία 27χρονης εις βάρος των γονέων της – Υποστήριξε ότι την άφησαν δεμένη στο κρεβάτι της
- «Έχω κάνει μήνυση» - Τι ανέφερε ο πατέρας του 12χρονου που εγκλωβίστηκε σε φρεάτιο
- Ανείπωτη καταστροφή από τις φωτιές στην Καλιφόρνια - Πάνω από 130 σπίτια έχουν γίνει στάχτη
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν χαρακτηρίσει τα προκριματικά της περασμένης Τρίτης στο Νιου Χαμσάιρ ως την «καλύτερη ευκαιρία» που θα είχε η Νίκι Χέιλι για να αποδείξει πως παραμένει ανταγωνιστική και είναι σε θέση να διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ως το τέλος. Η καθαρή επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, μοιάζει να ξεκαθαρίζει πρόωρα την εικόνα. Η εθνική επιτροπή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, μάλιστα, θα εξετάσει αυτή την εβδομάδα πρόταση να ανακηρύξει στην πράξη άμεσα τον Ντόναλντ Τραμπ υποψήφιό του για την προεδρία. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η ίδια η Χέιλι επιμένει πως δεν προτίθεται να αποσυρθεί και δίνει ήδη ραντεβού στην πατρίδα της, τη Νότια Καρολίνα, στις 24 Φεβρουαρίου – με τον τέως πρόεδρο να διατηρεί και εκεί σημαντικό προβάδισμα.
Έτσι, το ερώτημα που τίθεται πλέον στην πράξη είναι σε ποιο σημείο της «κούρσας» θα αποφασίσει η Χέιλι να την εγκαταλείψει. Η πιθανότερη ημερομηνία, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές (και χωρίς να αποκλείονται εξελίξεις νωρίτερα), μοιάζει να είναι η 5η Μαρτίου. Όταν, δηλαδή, στο πλαίσιο της αποκαλούμενης Σούπερ Τρίτης, έχει προγραμματιστεί να διεξαχθούν προκριματικά σε 15 πολιτείες, διαμορφώνοντας συσχετισμούς οι οποίοι στη συνέχεια θα είναι και μαθηματικά αδύνατο να ανατραπούν.
Η αλήθεια, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι εξαρχής ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αμφέβαλλαν για το ποιος θα είναι τελικώς ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Πολύ περισσότερο το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν, που έχει ήδη αρχίσει να ετοιμάζεται πυρετωδώς για την επανάληψη της μονομαχίας του 2020, γνωρίζοντας πως αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι, όπως όλα δείχνουν, πιο δύσκολα, καθώς ο Μπάιντεν δεν εμπνέει, ενώ ο Τραμπ εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να προηγείται στις αποκαλούμενες «πολιτείες – κλειδιά».
Άλλωστε, η πρόσφατη σύνοδος του Νταβός απέδειξε πως αρκετοί παράγοντες της αμερικανικής επιχειρηματικής ελίτ έχουν αρχίσει να συμβιβάζονται με την ιδέα της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. «Ο κόσμος πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεται για μια δεύτερη θητεία Τραμπ», σημείωναν προχθές και οι «Financial Times» στο κεντρικό τους άρθρο. Όσο για την πιο πρόσφατη δημοσκόπηση, της Ipsos για το Reuters, έδειξε ότι ο τέως πρόεδρος έχει διευρύνει στις 6 ποσοστιαίες μονάδες το προβάδισμά του έναντι του Μπάιντεν.
«Τα προκριματικά των Ρεπουμπλικανών ολοκληρώθηκαν και ήρθε η ώρα να ξεκινήσουν οι γενικές εκλογές», έγραψε στο Axios ο Ζάκαρι Μπασού. Ο Μπάιντεν «πλέον πρέπει να ξεκινήσει αμέσως την προεκλογική του εκστρατεία. Με βάση το διάστημα που η Χέιλι θα συνεχίσει να δίνει τη μάχη, αυτή θα μπορούσε να αποδειχθεί ως η πιο μακρόχρονη αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο υποψηφίους στην πρόσφατη ιστορία των προεδρικών εκλογών. Ο Μπάιντεν είναι αναγκασμένος να στείλει καθαρά και ευθέως το μήνυμά του και να θέσει εγκαίρως σε λειτουργία τον μηχανισμό του στις κρίσιμες πολιτείες – κάτι που, όπως λένε όσοι έχουν συνομιλήσει με κορυφαίους συμβούλους του, δεν έχει γίνει ακόμη στα σοβαρά», σημειώνει και ο Πέτερ Σπίγκελ στους «FT», αποτυπώνοντας το μέγεθος της δυσκολίας και της πρόκλησης για το στρατόπεδο του νυν προέδρου.
Από την πλευρά του, ο «Economist» επιχειρεί να αποτυπώσει σε γραφήματα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του καθενός από τους δύο μονομάχους στην οικονομία – η οποία, όπως είναι γνωστό, αποτελεί τελικώς τον παράγοντα που καθορίζει και το αποτέλεσμα των περισσότερων εκλογών.
Σε αυτά φαίνεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι κατά την τριετία διακυβέρνησης του Μπάιντεν ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος, αν και δείχνει να έχει για την ώρα τιθασευτεί, παραμένει σαφώς σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την τετραετία Τραμπ που είχε προηγηθεί. Ταυτόχρονα και όπως είναι αναμενόμενο, οι μέσες πραγματικές απολαβές των Αμερικανών εργαζομένων είναι σήμερα κατά 2% χαμηλότερες έναντι του επιπέδου όπου βρίσκονταν στο τέλος του 2020 – κάτι που δεν ισοσκελίζεται από τις εντυπωσιακές επιδόσεις στο χρηματιστήριο της Wall Street.
Τα παραπάνω πρέπει, αναμφίβολα, να συνδυαστούν με δύο ακόμη στοιχεία τα οποία μετρούν σημαντικά στις επιλογές του μέσου και του αναποφάσιστου ψηφοφόρου. Το ένα έχει να κάνει με την εκτίναξη του αριθμού των μεταναστών που εισέρχονται παράτυπα στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών από τα νοτιοδυτικά σύνορά τους (κυρίως από το Μεξικό), καθώς από τις περίπου 50.000 στο τελευταίο έτος της θητείας Τραμπ, πέρυσι ξεπέρασε τις 200.000.
Όσο για το δεύτερο, αφορά το αίσθημα της ασφάλειας στην κοινωνία, που μοιάζει να έχει πληγεί εξαιτίας του ανησυχητικά υψηλού αριθμού ανθρωποκτονιών, που πέρυσι έφτασαν τις 5,5 ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ τα δύο προηγούμενα χρόνια (2021 και 2022 είχαν ξεπεράσει τις 6). Κι αυτό όταν στην περίοδο Τραμπ και με εξαίρεση το 2020, που ήταν το πρώτο έτος της πανδημίας και των lockdown όταν είχαν φτάσει τις 6,5 ανά 100.000, η αναλογία ήταν πιο χαμηλή.
Το έργο, λοιπόν, του Μπάιντεν και του επιτελείου του είναι δύσκολο – σε βαθμό, μάλιστα, ώστε να κυκλοφορούν ήδη σενάρια για διαφορετική υποψηφιότητα εκ μέρους των Δημοκρατικών, με το όνομα της Μισέλ Ομπάμα να βρίσκεται σε περίοπτη θέση. Οσο για τον Τραμπ, μπορεί να δείχνει πως διαθέτει το αποκαλούμενο «momentum», γνωρίζει όμως καλά πως τίποτα δεν έχει κριθεί. Και το ερώτημα που θέτουν αρκετοί είναι: Εάν ηττηθεί πάλι, θα το αποδεχθεί;
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις